20.7.10

Just Do It

Τον κοιτούσα με μισόκλειστα τα μάτια, λόγω ήλιου.
Εκείνος δεν μάσαγε.
Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο επάνω μου, κανονικά.
Ήταν σοβαρός.
Και προβληματισμένος.

-Σε ακούω, του είπα απλά.
-Σου έχω πει πολλές φορές ότι δεν θέλω να αλλάξεις γνώμη για εμένα. Φαίνεται ότι τελικά δεν μπορώ να το αποφύγω. Θέλω να σου πω κάτι, που μπορεί να το θεωρήσεις αγένεια.
-Δεν θεωρώ τίποτα αγενές από εσένα. Αλλά εάν είναι να αλλάξει κάτι τώρα, ας αλλάξει.
-Μπορώ να σου μιλήσω ελεύθερα;
-Ναι.
-Τι κάνουμε εδώ;, ρώτησε χαμηλόφωνα, σε έναν τόνο που έδειχνε καθαρή μετάνοια.
-Διακοπές...;, μόρφασα ερωτηματικά, κοιτάζοντας γύρω μου.

Ξεφύσηξε.
Τον κοιτούσα πολύ περίεργη. Δεν περίμενα τέτοια εισαγωγή. Αλλιώς υπέθετα πως θα ξεκινούσε. Κάτι πιο πολύ σε "Νομίζω πως πρέπει να αναθεωρήσουμε τα πράγματα".
Ήρθε πιο κοντά μου.
-Θέλω να το πω όπως μου βγαίνει, είπε, και πραγματικά φαινόταν πως συγκρατούσε ό,τι είχε να πει.
-Φυσικά.
-Ήρθαμε εδώ για διακοπές. Εγώ τις περιμένω αυτές τις διακοπές κάθε χρόνο. Εσύ τις μισείς τις διακοπές.
-Ναι;
-Δεν ξέρω πως να σου το πω... Δεν θέλω να είμαστε εδώ! Θέλω να πάμε πίσω! Σπίτι μας! Θέλω να μην ξοδεύω τον χρόνο μου εδώ! Τι κάνω εγώ εδώ; Τίποτα! Τίποτα! Δεν μπορώ να κάνω τίποτα! Και βλέπω εσένα, που σου αρέσει... Που με αφήνεις στον ύπνο μου, και πηγαίνεις για μπάνιο συνέχεια... Που σου αρέσει... Που ήταν ό,τι ήθελες... Να έρθεις σε ένα ήσυχο μέρος... Και το απολαμβάνεις... Δεν έχεις διαβάσει ούτε μία γραμμή από τα βιβλία που πήραμε μαζί... Τόσο πολύ σου αρέσει... Κι εγώ δεν μπορώ να ανταποκριθώ... Και δεν μπορώ να το χωνέψω... Πρώτη φορά μάς δίνεται η ευκαιρία να είμαστε μαζί, κι εγώ θα ήθελα να γύριζε ο χρόνος πίσω... Να μην είχαμε φύγει ποτέ από το σπίτι μας... Το καταλαβαίνεις; Σκέφτομαι εμένα! Όχι εσένα! Και δεν το μπορώ... Δεν το μπορώ...

Δεν ήταν απλή συντριβή αυτό που ένοιωθα...
Ήταν χάσιμο... Χάσιμο...
Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο για να ανοίξω συζήτηση...
-Συγγνώμη..., είπα με όλη μου την ψυχραιμία. Μου λες ότι δεν σου αρέσει εδώ που είμαστε; Ότι θα ήθελες να πάμε πίσω; Σπίτι μας; Και να μην κάνουμε διακοπές;
-Ναι!, είπε δυνατά, χωρίς να αφήσει το παράπονο. Να πάμε σπίτι μας! Εδώ νοιώθω άχρηστος! Είμαι εγώ σκλάβος; Τι κάνω για εσένα; Που σου βάζω αντηλιακό; Ξέρεις πόσες φορές μου ήρθε να σπρώξω την κυρα-Ε από την κουζίνα, να σου ετοιμάσω εγώ το πρωϊνό; Πόσο άσχημα αισθάνομαι που δεν μπορώ εγώ να σου μαγειρέψω το μεσημέρι, και να σου σερβίρω να φας; Ξέρεις πόσο βρίζω τον εαυτό μου, που δεν έχει κανένα δικαίωμα να σκέφτεται έτσι; Να σκέφτομαι την πάρτη μου;
-Μα χρειάζεσαι διακοπές..., είπα με ακόμη μεγαλύτερο κουράγιο.
-Δεν χρειάζομαι διακοπές, Νανά!, φώναξε. Δεν τις θέλω τις διακοπές! Εγώ θέλω εσένα! Να είμαι σκλάβος σου! Κι εδώ είμαι άχρηστος! Δεν με χρειάζεσαι! Δεν μπορώ να σου προσφέρω τίποτα!

Δεν ξέρω πόσο είχαν ανέβει οι παλμοί μου...
Πονούσε το κεφάλι μου...
Δεν το περίμενα...
Αυτό, δεν το περίμενα...
Υποτίθεται ότι ήξερα τον σκλάβο μου...
Αλλά όχι τόσο καλά...

Είχε γυρίσει την πλάτη, και έφευγε μακριά μου.
Χτυπούσε την παλάμη του στην επιφάνεια του νερού, και έβριζε.
-Τώρα ξέρω ότι έχεις αλλάξει γνώμη για εμένα..., είπε. Είμαι εγωϊστής... Και αυθάδης... Ό,τι φοβόμουν μην συμβεί, το προκάλεσα μόνος μου... Δεν είναι ειρωνικό;...
-Χ;...
Γύρισε στην μεριά μου.
-Αν γύριζε ο χρόνος πίσω...;
-Αν γύριζε ο χρόνος πίσω;!, ρώτησε δυνατά και κολύμπησε γρήγορα προς το μέρος μου. Αν γύριζε ο χρόνος πίσω, δεν θα ερχόμασταν ποτέ! Τις μισώ τις διακοπές! Τις μισώ! Κανένας σκλάβος δεν πρέπει να κάνει διακοπές! Κανένας!

Ήμουν στα πρόθυρα του παροξυσμού...
Απίστευτες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου... Σκέψεις που ούτε καν μπορώ να τις γράψω... Ούτε καν μπορώ να δώσω σε κάποιον να τις κατανοήσει... Σκέψεις που είχαν να κάνουν με εκείνον, σκέψεις ακατάλληλες, σκέψεις σαδιστικές...
Έκλεισα τα μάτια.
Προσπάθησα να τις διώξω.

-Δεν ήταν ο ενικός..., σκέφτηκα δυνατά.
-Ο ενικός..., είπε παραξενεμένος. Ποιος ενικός;...
-Τίποτα, είπα κολυμπώντας για να βγω. Ξέχασέ το.
-Νανά! Νανά!, φώναζε πίσω μου, μέχρι που ήρθε εκεί που σταμάτησα. Ποιος ενικός, Νανά;
Μόλις τον κοίταξα, χωρίς να του πω κάτι, κατάλαβε.
Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, έκπληκτος.
-Επειδή σου μιλάω στον ενικό;, με ρώτησε εμβρόντητος. Τι; Νόμιζες ότι θα ξενέρωνα;! Θα άλλαζα γνώμη;!

Δεν είχα τίποτα να πω.
Ήμουν ήδη πολύ χάλια.
Και τότε έριξε την χαριστική βολή.
-Δεν είναι το "τι", Νανά..., είπε απελπισμένα, κουνώντας το κεφάλι του. Είναι πάντα το "πως".