6.7.10

The Shock Treatment

Φτάσαμε.
Αποβιβαστήκαμε.
Κι αντί να φύγουμε - να πάμε προς τα κάπου - μείναμε εκεί που ήμασταν.

Ο Χ πήγε λίγο πιο πέρα, και πήρε ένα τηλέφωνο.
Γύρισε, πήρε τις βαλίτσες, και ήρθε ένα ταξί να μας πάρει.
Εγώ δεν έχω ιδέα τι γίνεται...
Μας άφησε σε μία παραλία, μόνους.
Εγώ τσιμουδιά.
Εκείνος χαρούμενος(;), ενθουσιασμένος(;), ικανοποιημένος(;).
Κάτι πολύ θετικό πάντως.

Εγώ ευτυχώς που φορούσα γυαλιά ηλίου.
Μαύρα.
Μεγάλα.
Ήμουν μες στα νεύρα.
Και μες στα νεύρα.
Πολλά νεύρα...

Ώσπου ήρθε ένας βαρκάρης.
Μπήκαμε στην βάρκα, έβαλε μπροστά την μηχανή.
Πίσω, εμείς και οι βαλίτσες.
Πολλά νεύρα, λέμε...

Το καρυδότσουφλο σταμάτησε σε μία παραλία, ενός άλλου νησιού, στην οποία περίμεναν καμμιά 10αριά άτομα, με μαγιώ, παρεό, και λοιπούς θερινούς εξοπλισμούς.
Βγήκαμε εμείς, μπήκαν αυτοί.
Το καρυδότσουφλο έφυγε.
Κοιτούσα γύρω μου, τρομαγμένη από την ησυχία.

Ο Χ πήρε τις βαλίτσες και αρχίσαμε να περπατάμε.
Μπροστά μας μία μικρή ανηφόρα.
Τις μισώ τις ανηφόρες.
Ανεβαίνοντας την ανηφόρα, εμφανίστηκε ένα ζευγάρι.
Χαρά; Ενθουσιασμός; Αγκαλιές; Φιλιά;
Έχω αρχίσει να παίρνω ανάποδες...

-Καλωσορίσατε!, έλεγε τρελαμένη η γυναίκα.
-Ελάτε! Ελάτε!, έλεγε ο άνδρας της.
"Που στον διάολο με έφερε;!", σκέφτηκα. "Στους θείους του;!"
Καθήσαμε σε μία αυλή, γεμάτη από τενεκέδες και βαρέλια που ξεχείλιζαν από λουλούδια και φυτά. Έβγαλα τα γυαλιά, και προσπάθησα να φαίνομαι όσο πιο φυσική και ήρεμη μπορούσα. Και άρχισαν να έρχονται: υποβρύχια, βυσσινάδες, γλυκά του κουταλιού, νερά, λικέρ...
Ο Χ τρελός από χαρά!

Αφού έδωσα μία μικρή παράσταση - αυτή του "Ναι, Ναι, Ξέρω, Μην Νομίζετε Ότι Δεν Έχω Ιδέα Τι Μου Γίνεται..." -, η γυναίκα μάς πήρε από το χέρι να μας πάει στο δωμάτιό μας να "ξεκουραστούμε". Ανεβήκαμε την εσωτερική σκάλα, μας άνοιξε μία πόρτα και κατέβηκε ξανά στην αυλή, ανακοινώνοντάς μας ότι σε λίγο ο άνδρας της θα έβαζε να ψήσουν, για να φάμε.
Άκρα του τάφου σιωπή.

Μπροστά μας ένα κρεβάτι - χμ... κρεβάτι δεν το έλεγες... ντιβάνι, καλύτερα... -, με ένα κλινοσκέπασμα δαντελοκοπανελοκοφτό, λευκό, με κρόσσια... Δεξιά, μία σκούρα ξύλινη ντουλάπα, με ολόσωμο εξωτερικό καθρέφτη... Κι ένα μεγάλο παράθυρο ανάμεσά τους, που έβλεπε στο πίσω μέρος του σπιτιού.
Κοίταξα δεξιά-αριστερά, σαν κατάσκοπος.
Δεν είχα ιδέα, διάολε, τι γινόταν...

-Σου αρέσει;..., ρώτησε γεμάτος αγωνία ο Χ.
-Τι είναι εδώ...;, ρώτησα σαν να περίμενα να μου πει "η Σπίνα Λόγκα".
-Ήθελες ένα απομακρυσμένο μέρος για διακοπές! Αυτό το νησάκι δεν έχει ξενοδοχεία! Ούτε δωμάτια! Βρήκαμε αυτό το ζευγάρι, και μας παραχώρησε το δωμάτιο των παιδιών τους! Τα παιδιά τους τελείωσαν τις διακοπές τους, κι έτσι τους παρακαλέσαμε και το νοίκιασαν σε 'μας για 10 μέρες! Δεν είναι όπως το ήθελες;! Και η παραλία είναι από κάτω ακριβώς! Θα είμαστε μόνοι, εκτός από όταν το καραβάκι θα φέρνει μερικά άτομα για λίγες ώρες, για μπάνιο!
Δεν θυμάμαι αν πήγα κάτι να πω.
-Αλλά θα είναι λίγοι!, έσπευσε να προσθέσει. Σεπτέμβριο μήνα, δεν θα είναι πολλοί! Και κοίτα! Πίσω έχουν και λαχανόκηπο!
Έτρεξε να πάει στο παράθυρο, να βγάλει το χέρι του έξω, να μου δείξει τον κήπο.

Ήταν τόσο ενθουσιασμένος... Μα τόσο ενθουσιασμένος...
Δεν τον είχα ξανακούσει να μιλάει τόσο δυνατά...
Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο, μέσα σε τόση φρίκη που συνέχιζα να τρώω, να του χαμογελάσω ενθαρρυντικά.
-Ναι... είναι πολύ ωραία... Θα είναι πολύ ωραία...
Μόλις είχα πει ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα που έχω πει στην ζωή μου.
Ησύχασε.

Ήρθε κοντά μου.
-Να σε αφήσω λίγο μόνη..., είπε στον γνωστό τόνο. Θα κατέβω κάτω, να τους πω ότι δεν τρώμε το βράδυ... Εκτός κι αν θέλεις να φας... Πεινάς;... Μήπως θέλεις να ξαπλώσεις;... Ή να ετοιμάσω το μπάνιο;...
-Ναι!, έπιασα την ευκαιρία. Μπάνιο!
Νόμιζε ότι χαιρόμουν...
-Ωραία!, είπε ξανά ενθουσιασμένος. Πάω να ρωτήσω!
Βγήκε με 2 βήματα από το δωμάτιο. Χαρούμενος.
Δεν κατάλαβε ότι ήθελα να μείνω μόνη.
Ότι ήθελα να κάνω φόνο από τα νεύρα.

Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα.
Κι ακόμα δεν είχα δει τίποτα.