8.7.10

Be Careful What You Wish For

Που ήταν όλο εκείνο που είχε γίνει μέσα στο πλοίο;...
Που είχε πάει όλη εκείνη η ατμόσφαιρα;
Γιατί ένοιωθα ότι πνιγόμουν;

Μόνη, μέσα στο δωμάτιο, μέσα στην απαίσια ησυχία της εξοχής, δεν ήξερα από που μου είχε έρθει... Και όλο αυτό, ήταν η δική μου επιθυμία... Κι όμως. Ένοιωθα εγκλωβισμένη. Παγιδευμένη. Δεν μπορούσα ούτε να πω, ούτε να κάνω κάτι. Ήθελα να φύγω. Να το σκάσω από το παράθυρο, να γυρίσω πίσω. Έστω και κολυμπώντας. Δεν με ένοιαζε.

Με ένοιαζε, όμως, εκείνος.
Που είχε κάνει την επιθυμία μου, πραγματικότητα. Και είχε πείσει τους προϊστάμενούς του, να του δώσουν και τρεις ημέρες παραπάνω, για να μην ταλαιπωρηθώ εγώ με τα ταξίδια. Και έπρεπε, τώρα, να πείσω εγώ τον εαυτό μου ότι αυτό ήταν που ήθελα. Την γαμωπινέζα στον χάρτη... Πως είχα μπλεχτεί... Και ποιον βρήκα να μπλέξω...

Δεν κοιμήθηκα.
Στριφογύριζα όλη την νύχτα. Εκείνος κοιμήθηκε αμέσως. Τον κοιτούσα με την άκρη του ματιού μου, μην τυχόν και με πλησιάσει. Θα τον κλώτσαγα. Μα την Παναγία, θα τον κλώτσαγα. Δεν τον ήθελα δίπλα μου, λέμε. Δεν τον ήθελα στο κρεβάτι μου. Δεν τον ήθελα. Για καλό δικό του, ήταν τόσο κουρασμένος, που ούτε που κουνήθηκε. Αλλά και πάλι. Είχα νεύρα. Πολλά νεύρα. Έβλεπα εφιάλτες ξύπνια. Πως θα περνούσαν εκείνες οι 10 μέρες. Πως θα υποκρινόμουν. Πόσο μισούσα τις διακοπές... Τι θα έκανα...

Μόλις άρχισε να χαράζει, σηκώθηκα και έβαλα το μαγιώ μου.
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Δεν μου έλεγα τίποτα... Και δεν μπορούσα να το πιστέψω... Μάζεψα τα μαλλιά μου και κατέβηκα, σαν την γάτα, κάτω. Δεν είχα καμμία όρεξη να ξυπνήσει και να αρχίσουμε τους διαλόγους. Δεν ήθελα ούτε να μου μιλάει.

Κολύμπησα.
Αδιάφορο. Ήταν γεγονός. Είχα απονευρωθεί. Η γυναίκα μέσα μου, είχε απονευρωθεί εντελώς. Νύσταζα. Κοιμήθηκα λίγο. Όταν ξύπνησα, ήταν από πάνω μου, κοιτάζοντάς με χαμογελαστός...
-Δεν μπόρεσες να κρατήθεις..., έλεγε τρυφερά. Δεν κατάλαβα πότε σηκώθηκες...
Άπλωσε την πετσέτα του δίπλα μου.
Τα είδα όλα...
-Ναι..., είπα συγκρατημένα. Είναι ωραία όταν ξυπνάς...
-Σε πήρε ο ύπνος;...
-Ναι.
-Να σου βάλω αντηλιακό;... Μήπως καείς... Είναι δυνατός ο ήλιος τέτοια ώρα...

Πανικοβλήθηκα.
Δεν θα μπορούσα να κρατηθώ. Εάν με άγγιζε, δεν ξέρω τι θα έκανα...
-Όχι. Θα βουτήξω πάλι.
Πριν προλάβει να πει κάτι, είχα φύγει.
Μέσα, ήταν αραγμένη μία μικρή βάρκα. Κολύμπησα μέχρι εκεί, και πήγα από πίσω της. Δεν ήθελα ούτε να τον βλέπω. Κοιτούσα απελπισμένη γύρω μου. Κανείς δεν μπορούσε να με σώσει...

"Τι κάνεις;!", είπα μέσα μου. "Κόψε τις μαλακίες, και πήγαινε έξω! Δεν σου φταίει! 10 μέρες είναι! 9, για την ακρίβεια! Κόψε τον λαιμό σου, και φέρσου σαν άνθρωπος! Μην τον αφήσεις να καταλάβει τίποτα! Έκανε τόσο κόπο για να σε ικανοποιήσει! Πόσο μαλακισμένη είσαι;! Εσύ φταις για όλα! Ανέλαβε τις ευθύνες σου! Χρειάζεται διακοπές! Πρέπει να κάνει διακοπές! Και να μην στενοχωρηθεί για τίποτα! Θα είσαι υπεύθυνη για όλα!"

Βγήκα από την βάρκα.
Εκείνος καθόταν ακόμα έξω. Κολύμπησα πολύ γρήγορα.
-Ακόμα εκεί κάθεσαι;!, του φώναξα. Είναι τόσο ωραία μέσα! Δεν θα έρθεις;!
Σήκωσε το κεφάλι του, ξαφνιασμένος. Σηκώθηκε, όχι τόσο σίγουρος, έβγαλε την βερμούδα και το T-shirt, και βούτηξε. Τον περίμενα να έρθει κοντά μου, σφίγγοντας τα χείλη. "Δεν συμβαίνει τίποτα... Όλα είναι όπως τα ήθελες... Όλα είναι καλά... Μην καταλάβει τίποτα... Κανόνισε..."

-Νόμιζα ότι ήθελες να μείνεις μόνη..., είπε ήρεμα.
-Αν ήθελα να μείνω μόνη, θα ερχόμουν και μόνη...
Του χαμογέλασα ψεύτικα. Μου χαμογέλασε ειλικρινά...
Κολυμπούσα, και ο Χ έκανε το δελφίνι γύρω μου. Δεν μιλούσαμε. Απλά, σε κάποιες στιγμές, τον έπιανα να με κοιτάζει. Κρατούσα και κρατούσε απόσταση. Μέχρι που αρχίσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Σαν ξένοι...

Φάγαμε το μεσημέρι, με εμένα μες στην υποκρισία.
Όσο σκεφτόμουν ότι θα ανεβαίναμε πάλι στο δωμάτιο...
Ευτυχώς κοιμήθηκα αμέσως. Φυσικά, είχα πιει ένα μπουκάλι μπύρα για να με πάρει ο ύπνος. (Σημειωτέον, ότι η μπύρα σε εμένα έχει άλλες παρενέργειες, όταν είμαι με κάποιον που μου αρέσει...). Όταν ένοιωθα πως θα ξυπνούσα, προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι άσχετο για να με ξαναπάρει ο ύπνος. Πλευρό δεν γύρισα στην μεριά του. Ό,τι μπορούσα να αποφύγω, θα το απέφευγα.

Το απόγευμα, ξανά στην θάλασσα.
Πάλι τον άφησα να κοιμάται. Κάθησα στην παραλία, με τους αγκώνες στα γόνατα, και τα χέρια να κρατούν το κεφάλι. Δεν ήξερα πως θα συνεχιστεί όλο αυτό. Και πόσο θα άντεχα να υποκρίνομαι. Όταν ήρθε, αρχίσαμε να συζητάμε πάλι για άσχετα πράγματα. Κολυμπήσαμε, και μέχρι να γυρίσουμε και να ετοιμαστούμε για ύπνο, η συζήτηση δεν είχε καμμία σχέση με τις συζητήσεις που κάναμε πάντα.

Αλλά η συζήτηση δεν ήταν το μόνο που είχε αλλάξει.
Όταν θα ξημέρωνε, ο Χ θα ήταν πολύ διαφορετικός.