30.11.09

A slave's Thoughts



Το βαθύτερο φως που θα δει ποτέ ο submissive, θα προέρχεται μέσα από φωτισμένα μάτια με δαιμονικό χαμόγελο αγάπης. Μήπως δεν ήταν αυτό που πάντοτε επιθυμούσε? Διότι η ιδανική αγάπη η πολύτιμη γι’ αυτόν, πάντα προερχόταν από κάτι δαιμονικό που παίζοντας μαζί του τον πονούσε! Γι' αυτό στάσου ψηλά Αφέντρα θεά και ‘ριξε την γλυκιά ματιά Σου επάνω μου! Όταν καταλάβω ότι Σου ανήκω, τότε θα είμαι αντάξιος του ύψους Σου!

Η τάση της υποταγής, είναι σαν μία διάφανη κουκούλα, η οποία σε σκεπάζει και πλέον, όλα τα κοιτάζεις μέσα από αυτή! Προσπαθείς να θυμηθείς, τι γινόταν πριν? Γιατί σκέπασε εμένα? Εγώ διάλεξα εκείνη η εκείνη εμένα? Αυτά τα ερωτήματα παίρνουν χρόνια για να απαντηθούν, όμως το πιο πιθανό είναι να μην απαντηθούν ποτέ! Προσπαθείς να το πολεμήσεις, προσπαθείς να είσαι vanilla, γιατί καταλαβαίνεις ότι έχεις μέσα σου μια έρημο να διανύσεις με πολύ λίγες οάσεις γεμάτες λασπόνερα και ίσως τα καταφέρεις... για λίγο!
Δεν είναι η ιδιαιτερότητά σου που σε τρομάζει, αυτήν πλέον την συνήθισες! Είναι η μοναξιά! Είναι ότι η κοπελίτσα απέναντι που σε παίζει και σου χαμογελάει, δεν βλέπει την κουκούλα μα ένα ξάστερο πρόσωπο. Μήπως απογοητευτεί όταν θα ανακαλύψει την κουκούλα? Μάλλον ναι, απαντάς στον εαυτό σου! Σωστό? Λάθος? Η ζημιά πάντως έγινε! Από εδώ και πέρα τι κάνω...

Ο κάθε sub που έχει δουλέψει πάνω στο πάθος του, μπορεί να καταλάβει ότι αυτό που του παρουσιάζεται κάθε φορά με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, μπορεί να έχει και άλλα πρόσωπα και μάλιστα στο τέλος αντιλαμβάνεται ότι συνήθως το πρωταρχικό δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα προσωπείο! Έτσι, σιγά σιγά αυτή η οντότητα μέσα του που διψάει για υποταγή, αρχίζει να γίνεται φίλη του πετώντας σταδιακά μία μία τις μάσκες, αποκαλύπτοντας ολοένα το αληθινό πρόσωπό της. Αυτό του δράκου!
Διότι ποτέ δεν αρκείται σε μία σταθερή δόση, διότι δεν ξεγελιέται με το ψέμα, διότι χρειάζεται όλο και μεγαλύτερες ποσότητες για να τραφεί! Διότι σε κοιτάζει στα μάτια και σου λέει: ΔΕΝ ΕΧΩ ΟΡΙΑ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΘΑ ΜΑΤΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΕΝΑ! ΘΑ ΤΡΕΧΕΙΣ ΠΑΝΤΑ ΣΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΤΡΕΦΕΙΣ!
Κοιτάζοντας προς τα πίσω, στο ξεκίνημά σου, την θυμάσαι νεογέννητη να μασάει την πιπίλα της υποταγής και σκέφτεσαι: ΠΟΣΟ ΟΛΙΓΑΡΚΗΣ ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ! ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΨΕΜΑ ΤΗΝ ΕΤΡΕΦΕ, ΜΕ ΜΙΑ ΕΚΣΠΕΡΜΑΤΩΣΗ ΚΟΥΡΑΖΟΤΑΝ ΚΑΙ ΠΗΓΑΙΝΕ ΓΙΑ ΥΠΝΟ! Όμως τώρα, όλα αυτά που κάποτε της έριχνες στο στομάχι, δεν προλαβαίνουν ούτε καν το λαρύγγι της να ακουμπήσουν και εσύ sub ξέρεις καλύτερα από ποτέ τι ζητάει! ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ! Καλώς ήλθες στην εφηβεία του κτήνους σου!! Και η εφηβεία είναι δύσκολη!

Υπάρχει κάτι το μεταφυσικό στην αγάπη του άντρα για την Αφέντρα, το οποίο δεν μπορεί να εξηγηθεί όσο και αν το προσπαθήσουμε. Αυτό το γιατί όμως μας κατατρώει και μας φέρνει συνέχεια απαντήσεις στο μυαλό οι οποίες προς στιγμήν μας ικανοποιούν. Αν πω για παράδειγμα, ότι η Αφέντρα με τις εντολές Της με οδηγεί σε έναν δρόμο παράλογο, βοηθώντας με έτσι να δραπετεύσω από την τόσο βαρετή λογική της καθημερινότητας, είναι σαν να δίνω μια ασπιρίνη στον υπερβολικό πονόδοντο! Διότι αν ήταν έτσι θα πρέπει να ζητούσα συνέχεια τον παραλογισμό στην ζωή μου, πράγμα που δεν συμβαίνει. Αν πάλι υποθέσω ότι μου αρέσει να είμαι κτήμα Της γιατί έτσι φυλακίζομαι στο όμορφο, αυτός ο ισχυρισμός πάλι δεν είναι αρκετός, γιατί αν ήταν έτσι θα λαχταρούσα φυλακές κάθε είδους!
Μπορεί κανείς να κάνει άπειρες υποθέσεις οι οποίες πάντα θα είναι ένα κομματάκι του παζλ, που όμως δεν θα δει ποτέ συμπληρωμένο! Το σίγουρο όμως είναι ότι ο sub είναι αυτός που μπορεί να δει πολύ βαθειές και ανεκτίμητες πλευρές της ομορφιάς Μίας Γυναίκας, τη στιγμή που θα αφήνεται στα χέρια Της να τον οδηγήσει, γιατί βλέπει στην ουσία τον πιο προσωπικό Της χαρακτήρα και όχι εκείνο τον πρόχειρο που δείχνει στην ρουτίνα Της! Ο sub είναι κατά βάθος πολύ τυχερός για αυτό που εισπράττει από την Αφέντρα και αυτό μόνο με σκλαβιά σε Εκείνη μπορεί να πληρωθεί!

Έρχεται η στιγμή που θα πρέπει να καταλάβω που με οδηγεί αυτή η θέλησή μου για υποταγή! Με σπρώχνει προς την αγάπη! Όμως μέσα στον γυάλινο κόσμο μας, το μυαλό μας και τα μάτια μας είναι μουδιασμένα! Κοιτάζω με τα μάτια μου πίσω από την γυάλα και τα βρίσκω όλα τόσο επίπεδα...! Και τόσο παγωμένα...! Τότε έρχεται η Αφέντρα με τα πύρινα μάτια και τον δαιμονικό εγκέφαλο και μου λέει, γονάτισε μπροστά Μου, είσαι δικός Μου! Το φόντο αμέσως τείνει προς το πορφυρό, λιώνουν οι πάγοι και μετατρέπονται σε λάβα αγάπης για Εκείνη! Πόσο υπέροχο είναι σκέφτομαι, να μπορώ να ζω μια τόσο ουτοπική και παράλογη κατάσταση υπό το πρίσμα της αγάπης! Πουθενά αλλού δεν χωράει καλύτερα το παράλογο από την αγάπη. Υπάρχει ερωτική αγάπη! Και τη στιγμή που γίνομαι κτήμα Της νοιώθω σαν να λούζομαι με την ομορφιά Της. Γιατί μόνο έτσι μπορώ να βλέπω τη γυναίκα, σαν Θεά!

*musicslave

27.11.09

Who Am I, Anyway?


Περνώντας στην εφηβεία, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν.
Οι διαφορές μας με τα άλλα κορίτσια, ήταν περίεργες. Ή, τουλάχιστον, εγώ δεν τις καταλάβαινα.

Κατ' αρχήν, τα αγόρια.
Δεν μπορούσα να καταλάβω, γιατί οι φίλες μου έκλαιγαν γι΄αυτά. Γιατί έκαναν ένα σωρό μαλακίες για να τους τραβήξουν τη προσοχή. Γιατί το μόνο που σκέφτονταν, ήταν το τρίπτυχο: πως θα τους φανούν, τι θα φορέσουν, τι θα πουν. Γιατί σαλιάριζαν. Γιατί έπρεπε να τους είναι αρεστές πάση θυσία.

Τα αγόρια ήταν τόσο, μα τόσο, ανεγκέφαλα.
Πλακώνονταν στο ξύλο για τις ομάδες. Κοκκορεύοταν το ένα στο άλλο. Πήγαιναν κόντρες. Δεν ήξεραν να μιλήσουν. Κόλωναν μπροστά τους. Πως ήταν δυνατόν μπροστά σε τόση ηλιθιότητα να μασούσαν. Και, καλά, αυτά ήταν βλαμμένα. Οι φίλες μου; Γιατί τους έδιναν αξία που δεν τους αντιστοιχούσε;

Δεν μου άρεσαν τα αγόρια. Τα κορίτσια; Ακόμα χειρότερα.
Πνιγόμουν. Δεν μπορούσα να βρω ούτε ένα μικρό παραθυράκι σε όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου, να πάρω ανάσα. Και δεν ήταν μόνο αυτό.

Εκείνες ονειρεύονταν το παληκάρι με τα ξανθά μαλλιά, εγώ τον άνδρα με το σιωπηλό βλέμμα. Εκείνες ήθελαν να μοιάζουν με τις κούκλες τους, εγώ ήθελα να μοιάζω με την Alexis. Εκείνες θαύμαζαν τη Βουγιουκλάκη, εγώ ήμουν η Στέλλα.

Τα πάρτυ ήταν το χειρότερό μου.
Για μία εβδομάδα πριν, έπρεπε να ακούω ποιος θα έρθει, πως θα σκηνοθετήσουν τη συνάντηση, τι θα κάνουν, πως θα τους απαντούσαν σε ενδεχόμενες ατάκες. Εμένα δεν με ένοιαζε τίποτα. Με ρωτούσαν πως το κάνω. Δεν ήξερα να απαντήσω. Όταν ξεκινούσαν τα blues, εγώ την έκανα για το μπαλκόνι. Και όποιος με έψαχνε, έβρισκε τον μπελά του. Μέχρι να τελειώσουν όλα εκείνα τα υποτονικά τραγούδια και οι καταθλιπτικές μουσικές, εγώ προσπαθούσα να κοντρολάρω τα γαστρικά μου υγρά.

Το ακόμα πιο χειρότερό μου, έπαιζε να συμβεί σε κάθε πάρτυ.
Το σκηνικό γνωστό. Ο γόης του πάρτυ, καθισμένος απόμερα, με το ύφος "εμένα δε με φτάνει κανείς", τα κοριτσάκια να περνούν από δίπλα του - και καλά, "εμένα τυχαία μ' έβγαλε ο δρόμος από 'δω" -, δυνατό γέλιο να τον ακούν, μαγκιές με τα άλλα τα κακόμοιρα τα αγοράκια - που ήθελαν να είναι φίλος τους μήπως τους έπεφτε κανένα ψίχουλο προσοχής - που προσπαθούσαν να τον μιμηθούν.

Συνήθως, λοιπόν, αυτού του είδους τα γελοία υποκείμενα είχαν όλα τα κοριτσάκια στην πρίζα. Και όταν έβλεπαν πως ένα φις τους ξέφευγε, αγρίευαν. Γιατί υπήρχαν και οι κατ' ευφημισμόν δύσκολες γκόμενες. Και δεν ήταν δυνατόν να τους συμβαίνει αυτό. Οπότε έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τραβήξουν την προσοχή τους. Και έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνουν, μετέτρεπαν τα φις σε τηλεχειριστήρια. Όταν το ανακάλυπταν, την έκαναν, παίρνοντας τη βεβαίωση του καλού ηλεκτρολόγου.

Τι γίνεται, όμως, ο καλός ηλεκτρολόγος, όταν βλέπει μπροστά του ένα φις που δεν έχει ξανασυναντήσει στη καριέρα του και δεν υπάρχει πρίζα συμβατή για να το βάλει; Έξαλλος. Και πως καταλαβαίνει ότι μπορεί να πάθει ηλεκτροπληξία προσπαθώντας; Όταν το φις αρχίσει να του ρίχνει ποτά στη μούρη. Και πως σταματάει να του ζαλίζει τα καλώδια; Με ένα πολύ ωραίο και ηχηρό χαστούκι.

Έφευγα κυρία από το πάρτυ και από πίσω μου έρχονταν τρέχοντας γνωστές και άγνωστες. Με ανέκριναν με ένα μίγμα δέους, περιέργειας, θαυμασμού, απορίας. "Πως το έκανες αυτό;!" "Δεν φοβήθηκες;!" "Μα, στον κύριο Τέλειο;!" Δεν απαντούσα. Πήγαινα σπίτι μου.

Κι εκεί ήταν το χειρότερο από όλα τα χειρότερά μου. Καθόμουν στο σκοτάδι, στολισμένη, με την τσάντα μου στην αγκαλιά και τα κλειδιά στο χέρι, χαμένη. Δεν καταλάβαινα. Τίποτα. Κι αυτό πονούσε. Πονούσε πολύ. Ήμουν εγκλωβισμένη. Δεν με καταλάβαινε κανείς. Ήμουν μόνη. Ολομόναχη.

21.11.09

SSC: Safe, Sane & Consensual


Στα τέλη της 10ετίας του '80, ένα από τα πανό που κρατούσαν gay μίας συγκεκριμένης κοινότητας της Αμερικής, έφερε το σύνθημα "Safe Sane and Consensual". Το SSC, ήταν ένας κανόνας μεταξύ τους, όταν "μάθαιναν" στα νέα μέλη τη χρήση του S/M εξοπλισμού. Η ιδέα ανήκε σε δύο από τα ιδρυτικά μέλη της κοινότητας και αποφασίστηκε να την χρησιμοποιήσουν στην gay & lesbian πορεία - του BDSM χώρου - ως slogan.

Θεώρησαν, πως οι άνθρωποι εκτός χώρου, έπρεπε να γνωρίζουν ότι το S/M δεν απαρτίζεται από άτομα που στερούνταν λογικής, που δεν λάμβαναν μέτρα προφύλαξης και, κυρίως, δεν είχαν τη συναίνεση της/ου συντρόφου τους.

Το SSC υιοθετήθηκε άμεσα από όλη την ευρύτερη S/M κοινότητα. Και ο λόγος ήταν ξεκάθαρος: εξέφραζε τη συνείδησή τους ότι πρέπει να υπάρχουν πάντα και παντού όρια. Και τα όρια δεν τίθενται ποτέ από άτομα που έχουν το ακαταλόγιστο.

Το BDSM είναι ένας χώρος στον οποίο κυριαρχεί η βία. Σε διάφορες βαθμίδες. Ακολουθούν πρακτικές που είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθούν από έναν άνθρωπο εκτός αυτού. Περιορισμός, στέρηση, δοκιμασίες. Πρακτικές που έχουν μεγάλο νόημα μεταξύ των BDSMers αλλά στερούνται - δικαίως - νόησης από τους vanilla.

Τι σημαίνει, επί του πρακτέου, το SSC σε μερικά παραδείγματα.

Βία.
Δεν επιτρέπεται να χτυπήσεις έναν άνθρωπο στον βαθμό που ο πόνος δεν του προσφέρει πλέον ηδονή, διότι αυτό αποτελεί κακοποίηση.
Δεν επιτρέπεται να χτυπήσεις έναν άνθρωπο σε σημεία που τα σημάδια μπορούν να τον εκθέσουν στο οικογενειακό / εργασιακό του περιβάλλον, διότι αυτό αποτελεί παραλογισμό.
Δεν επιτρέπεται να χτυπήσεις έναν άνθρωπο με τρόπο που γνωρίζεις ότι δεν του είναι επιθυμητός, διότι αυτό αποτελεί βιασμό.

Περιορισμός.
Δεν επιτρέπεται να δέσεις έναν άνθρωπο με σκοινί από οργανικό υλικό, όταν γνωρίζεις ότι οι συνήθεις κινήσεις του θα του προκαλέσουν έγκαυμα στα σημεία, διότι αυτό αποτελεί κακοποίηση.
Δεν επιτρέπεται να φιμώσεις έναν άνθρωπο, ο οποίος αντιμετωπίζει αναπνευστικά προβλήματα, διότι αυτό αποτελεί παραλογισμό.
Δεν επιτρέπεται να δεσμεύσεις έναν άνθρωπο σε σημείο ή σε στάση που γνωρίζεις ότι τον παραπέμπει σε ανεπιθύμητους συνειρμούς - π.χ. οικογενειακή βία -, διότι αυτό αποτελεί βιασμό.

Στέρηση.
Δεν επιτρέπεται να στερήσεις από έναν άνθρωπο τον ύπνο, όταν γνωρίζεις ότι την επομένη στις 06:00 πρόκειται να διανύσει μία μεγάλη απόσταση οδηγώντας, διότι αυτό αποτελεί κακοποίηση.
Δεν επιτρέπεται να στερήσεις από έναν άνθρωπο την έξοδο, όταν γνωρίζεις ότι από εκείνους με τους οποίους θα συναντηθεί, εξαρτάται η προαγωγή του, διότι αυτό αποτελεί παραλογισμό.
Δεν επιτρέπεται να στερήσεις από έναν άνθρωπο την ομιλία, όταν γνωρίζεις πως θέλει να σου πει κάτι σημαντικό, διότι αυτό αποτελεί βιασμό.

Δοκιμασίες.
Δεν επιτρέπεται να ζητήσεις από έναν άνθρωπο να σταθεί στην άκρη ενός μπαλκονιού, όταν γνωρίζεις ότι έχει υψοφοβία, διότι αυτό αποτελεί κακοποίηση.
Δεν επιτρέπεται να ζητήσεις από έναν άνθρωπο να βρίσει μπροστά σου κάποιον που σέβεται από το κοινωνικό του περιβάλλον, διότι αυτό αποτελεί παραλογισμό.
Δεν επιτρέπεται να ζητήσεις από έναν άνθρωπο να επιλέξει αν θα δει Εσένα ή κάποιον συγγενή του - π.χ. τον θείο του που τον έχει μεγαλώσει και είναι άρρωστος -, διότι αυτό αποτελεί βιασμό.

Το SSC εκφράζει ευθύνη. Ευθύνη για Την/ον Κυρίαρχο για τους χειρισμούς Της/ου αλλά κυρίως για την/ον υποτακτική/ό, που θα πάρει την απόφαση να αφήσει τον εαυτό της/ου στα χέρια και τις διαθέσεις ενός Άλλου ανθρώπου.

Υπάρχει, όμως, και ο "νεωτερισμός" του SSC. Το RACK. Risk Aware Consensual Kink. Όρος που χρησιμοποιείται για να "ελαφρύνει" τη σημασία του SSC και ουσιαστικά να μειώσει το βάρος της ευθύνης. Τα άτομα που αποδέχονται τον όρο RACK - και μάλλον χλευάζουν το SSC -, είναι κατά βάση kinky players και δεν αποδέχονται την προσωπική τους ευθύνη. Άτομα του "όλα παίζονται" και όχι "δεν είναι όλα μέρος του παιχνιδιού". Άτομα που το BDSM ξεχνιέται την ώρα του οργασμού. Κυρίως, όμως, άτομα τα οποία δεν αναγνωρίζουν τη λέξη "όρια" - με άλλα λόγια "όπου πάμε κι ό,τι γίνει" -, διότι είναι γεμάτα έπαρση - που αυτό σημαίνει "Εσύ, είσαι πολύ Λίγη/ος για μένα".

Όπως στη ζωή, έτσι και στο BDSM, υπάρχουν όρια. Όρια για να τα συζητήσεις, να τα εφαρμόσεις, να τα σεβαστείς. Τα όρια σημαίνουν σεβασμό, κατανόηση, πολιτισμό. Και μέσα στον πολιτισμό, η βία, η στέρηση και οι δοκιμασίες, λέγονται BDSM. Και αυτό σε βάζει σε άλλη διάσταση. Εκτός πολιτισμού, είναι κακοποίηση, παραλογισμός, βιασμός. Και αυτό σε βάζει στη φυλακή.

Αν υπάρχει κάτι που δεν έχει όρια, είναι ένα πράγμα: η βλακεία.

20.11.09

French Fries


Το μόνο που ήθελα, ήταν να φάω και να κοιμηθώ. Όχι άλλες κουβέντες, όχι άλλο ξενύχτι. Χμ... Και να σκότωνα τον dj με ένα 45άρι, ίσως....

Η ηλίθια μουσική του δεν είχε ξεκολλήσει ακόμη από τα τύμπανά μου, ήθελα να τρίψω τα μάτια μου με τις ώρες, ήθελα να γκρινιάξω, να μη μου μιλάει άνθρωπος. Αλλά όχι. Έπρεπε να φάω με τέσσερις ξένους, να είμαι - αν μη τι άλλο - τυπική, ευγενική, κτλ... κτλ....

Άφησα τα μαχαιροπήρουνα απρόθυμα στο τραπέζι και από μπροστά μου πέρασε το τάγμα. Ο Α, ο Β και ο Γ. Τελευταίος, σαν βρεγμένη γάτα, ο Χ... Η παρέα ένωσε ένα τραπέζι με το δικό μας και κάθισε από την αριστερή πλευρά, με εμένα να είμαι η τελευταία προς την έξοδο. Εκείνοι ξεκίνησαν να τραβούν καρέκλες για να αντιπαραταχθούν. Έμοιαζε σαν να είχαν έρθει για να διαγωνιστούμε στο φαί... Ο Γ, μιλώντας, άπλωσε το χέρι του αφηρημένα στην καρέκλα απέναντί μου. Πριν προλάβει όμως, ο Χ την τραβούσε για να καθίσει.

Ok... Δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα απόψε..., σκέφτηκα. Η μπροστινή είχε το ύφος ¨Ωραία! Θα έχουμε να κουτσομπολεύουμε από αύριο!". Ο Ν τους πρότεινε να να δουν τα φαγητά. Όταν αποφάσισαν και γύριζαν στις θέσεις τους οι δύο, ο Α κοιτούσε ακόμη τη βιτρίνα. Τον πλησίασα και στάθηκα δίπλα του. Κοιτάζοντας κι εγώ τη βιτρίνα του είπα διακριτικά:
-Δεν ξέρω πως τα καταφέρατε αλλά μπράβο σας. Θέλω να πιστεύω, πως κανείς δεν θα μάθει ότι μιλήσαμε. Ούτε πριν, ούτε τώρα. Έχω τον λόγο σας;
-Τον έχετε. Και σας ευχαριστώ. Δεν θα πω σε κανέναν τίποτα.

Επέστρεψα στο τραπέζι. Ο Χ κοιτούσε οτιδήποτε άλλο, εκτός από εμένα. Οι φίλοι του το ίδιο. Ok... Όλα καλά..., σκέφτηκα. Ένας σερβιτόρος ήρθε για την παραγγελία. Αφού του είπαμε όλοι τι θέλαμε, ακούστηκε ο Χ:
-Θα ήθελα πατάτες τηγανητές και μία Coca Cola. Αν έχετε, σε μπουκάλι...;

Τον κοίταξα παραξενεμένη. Τηγανητές πατάτες με Coca Cola...; Η ματιά του, φυσικά, έπιασε τη δική μου. Κοίταξε γρήγορα το πιάτο του. Ενώ οι άλλοι μιλούσαν μεταξύ τους, του είπα χαμηλόφωνα.
-Έχετε κάνει εμετό;
Με κοίταξε ξαφνιασμένος.
-Όοοχι...
Παύση.
-Θα φάτε με 1 λίτρο οινόπνευμα στο στομάχι σας; Και μετά θα πάτε για ύπνο; Πολύ ωραία...
Κοίταξε αργά δεξιά-αριστερά.
-Να κάνω εμετό;..., ρώτησε εξίσου χαμηλόφωνα.
-Τι να σας πω..., του είπα αδιάφορα.
Έσκυψε λίγο.
-Θέλετε να κάνω εμετό;..., ρώτησε αθώα.
Τον κοίταξα παραξενεμένη.
-Αν θέλω εγώ να κάνετε εμετό...; Εσείς τι θέλετε.
Σηκώθηκε.
-Πάω να κάνω εμετό, μου ανακοίνωσε αποφασισμένος.

Πριν προλάβω να πω κάτι, πήγαινε ήδη στις τουαλέτες. Επέστρεψε όταν είχαμε ήδη αρχίσει να τρώμε.
-Έκανα εμετό!, μου δήλωσε περιχαρής.
Τα γέλια μου έκαναν το μισό μαγαζί να γυρίσει να μας κοιτάζει. Εγώ πέθαινα στα γέλια, οι υπόλοιποι χαμογελούσαν χωρίς να καταλαβαίνουν, ενώ η μπροστινή είχε πάθει σοκ. Όταν συνήλθα και σκούπιζα τα δάκρυά μου, ο Χ έτρωγε τις πατάτες του χαμογελώντας ντροπαλά.
-Φάτε τις πατάτες σας, και μετά θα σας πάω στο πάρκο να πιείτε και την Coca Cola, εντάξει;, ξεκίνησα νέο γύρο γέλιου.

Ο Χ με κοιτούσε χαμογελώντας, χαρούμενος. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Και συνεχίσαμε το φαγητό. Διακέδαζα τόσο πολύ που τον έβλεπα να τρώει εκείνες τις πατάτες σαν παιδί... Μόλις, όμως, έφτασα στα μισά του πιάτου μου, άρχισα να νυστάζω πολύ... Ναρκώθηκα. Ήθελα να φύγω άμεσα. Σηκώθηκα να ετοιμαστώ και οι μισοί άρχισαν να μου ζητούν να μείνω για να φύγουμε μετά από λίγο όλοι μαζί και οι άλλοι μισοί ήθελαν να με πάνε σπίτι και να γυρίσουν. Καμμία από τις δύο επιλογές δεν είχε πιθανότητα να πραγματοποιηθεί. Έλιωνα στα πόδια μου. Ώσπου ο Χ σηκώθηκε απότομα από τη θέση του.
-Θα την πάω εγώ να πάρει ταξί! Θα έφευγα κι εγώ. Έχω πιει λίγο παραπάνω και θα πάω για ύπνο, ανέλυσε. Με κοίταξε, σαν να με παρακαλούσε.
-Αν θέλετε...
Του χαμογέλασα.
-Πάμε. Χάνουμε χρόνο.

Έξω ξημέρωνε. Έκανε κρύο και ο Χ τα είδε όλα.
-Δεν κρυώνετε;, με ρώτησε με παράπονο.
-Ποτέ, του απάντησα σταθερά.
Περπατούσαμε σχεδόν δίπλα ο ένας στον άλλον. Όποτε βρίσκαμε εμπόδιο, ο Χ έμενε ένα βήμα πίσω για να περάσω πρώτη. Το κρύο με συνέφερε λίγο. Και ήρθα στα ίσα μου.

-Αν θέλετε να γυρίσετε πίσω, να το κάνετε. Είμαι πολύ καλύτερα τώρα και θα βρω πολύ γρήγορα ταξί.
Παύση.
-Μου είπατε ότι θα με πάτε βόλτα στο πάρκο..., είπε χαμογελώντας ντροπαλά, και κοιτούσε τα βήματά του.
Σταμάτησα και τον κοίταξα, επίσης χαμογελώντας. Σταμάτησε κι εκείνος.
-Δεν ξέρω αν υπάρχει πάρκο εδώ κοντά, μπορώ να σας κάνω βόλτα το τετράγωνο, όμως, αν επιμένετε...

Χαμογελούσε ακόμα. Άντε πάλι ο συναγερμός...
Και τότε μου ήρθε η ιδέα.

13.11.09

Last In, First Out

Το Πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν εκείνης της χρονιάς, ήταν μεγάλο πρόβλημα. Τηλέφωνα κάθε λίγο και λιγάκι. Που θα πάμε, με ποιους θα πάμε, τι ώρα θα πάμε. Μεγάλη κούραση. Σήκωνα τα τηλέφωνα και ο Μπάμπης ο τεντάς θα απαντούσε με περισσότερο ενθουσιασμό. Και ευγένεια. Τους έβριζα όλους και απλώς το έκλεινα. Δεν είχα καμμία ιδιαίτερη επιθυμία να ξέρω. Για μένα ήταν κούραση. Τέλος. Η απόφαση μού ανακοινώθηκε την παραμονή το πρωί. Και όλη τη μέρα σερνόμουν. Σκεφτόμουν τα πλύσου, ντύσου, χαμογέλα, και νευρίαζα.

Όταν τελείωσα τη δουλειά συναντηθήκαμε, με 2 από τις φίλες που θα βγαίναμε, για φαγητό στο κέντρο. Μισώ το φαγητό έξω. Δεν βρίσκω κανέναν λόγο να τρώω φαγητά ανθρώπων που δεν γνωρίζω. Φτιάχνω καλύτερα. Και δεν χρειάζεται να πηγαινοέρχονται διάφοροι γύρω μου. Όταν, όμως, πρόκειται για δουλειά ή πρέπει να συνεννοηθώ για κάτι, είμαι αναγκασμένη.

Η μία εξ αυτών, ήταν η μπροστινή μου στο ταξίδι του γάμου, η οποία γίνεται εύκολα αυτό που βρίσκει απόλυτα σύμφωνο τον χαρακτήρα μου: κακιά. Όταν τελείωσαν οι λεπτομέρειες της νύχτας που θα ακολουθούσε, άνοιξε τη συζήτηση για τον γάμο. Δεν είχαμε συναντηθεί έκτοτε, και όταν έφυγε η άλλη φίλη για να συνεχίσει τις αγορές της, πήγαμε στο bar για ένα ποτό.

-Εκείνον τον πισωγλέντη τον θυμάσαι;
-Χμ... ποιον πισωγλέντη;
-Εκείνον που ρωτούσες;
-Τον θυμάμαι. Τι έκανε;
-Εξαφανίστηκε!
-Να πάρουμε τη Νικολούλη.
-Όχι!
-Καλά. Να μη την πάρουμε.
-Όχι, παιδί μου! Εξαφανίστηκε μετά τον γάμο!
-Αλήθεια...; ρώτησα κάνοντας την αδιάφορη. Δηλαδή;
-Εσύ έφυγες νωρίς. Δεν είδες τι έγινε.
-Αυτό να μου πεις... Και τι έγινε, λοιπόν;
-Τον έχασαν μετά τη δεξίωση και οι φίλοι του έφαγαν τον τόπο να τον βρουν. Είχε πιει, λέει, κιόλα...
-Τι μου λες...
-Ναι! Αλλά τίποτα! Έμειναν τελευταίοι και έψαχναν με τον γαμπρό να τον βρουν με το αυτοκίνητο!
-Και που ήταν τελικά; ρώτησα περιμένοντας να ακούσω κάτι να φτιαχτώ...
-Κανείς δεν ξέρει. Τον βρήκαν ξημερώματα στο δωμάτιό του να κοιμάται με τα ρούχα.
-Κάπου θα είχε πάει ο άνθρωπος, απάντησα ήσυχη.
-Κάπου θα τον έπαιρνε ο άνθρωπος!
-Άραξε, χαρά μου! Μη κάνεις έτσι! Όλοι έχουμε τα ελαττώματά μας.
-Ποιο ελάττωμα; Θα έφυγε με κανέναν και δεν είπε κουβέντα!, ανέβασε πίεση η μπροστινή.

Το βράδυ, μετά την αλλαγή του χρόνου, συναντηθήκαμε στο ξενοδοχείο του κέντρου. Θα έπαιζε ένας πολύ γνωστός dj που παίζει απαίσια μουσική - απαίσια, όμως... - αλλά ήλπιζα ότι θα είχε διαφοροποιήσει την play list του, χάριν ημέρας. Ή νύχτας. Και όχι μόνον δεν την είχε διαφοροποιήσει, αλλά από την ώρα που μπήκαμε - ούτε 00:30 - μέχρι και τις 02:00(;), άκουγες ένα πράγμα, που μόνο μουσική δεν το έλεγες, να βουΐζει άδικα στα αυτιά σου... Ένα ατελείωτο κομμάτι... Ένα ατελείωτο μαρτύριο...

Ήμουν έτοιμη να του χώσω τα cd στον κώλο και όσα δεν χωρούσαν, να τα έκαιγα πάνω από τα δάκτυλά του, και όταν στέγνωναν, όχι μουσική..., ούτε το πουλί του να μην ξανάπαιζε!

Άρχιζα να μαζεύω τσιγάρα, τσάντες και να ψάχνω την μπέρτα μου.
-Που πας; με ρώτησε ένας φίλος.
-Δεν ξέρω!, απάντησα έξω φρενών.
Χαμογέλασε. Τον κοίταξα με μίσος.
-Κάνε λίγο υπομονή... θα αλλάξει...
-Πότε;! τον ρώτησα με σφιγμένο το στόμα. Όταν θα βγάζω αφρούς από το στόμα;! Όταν θα πάθω κρίση επιληψίας;! Πότε, λέμε;! Θέλεις να αρχίσω τη γκρίνια μου;! Γιατί αν θέλεις, είμαι έτοιμη! Θέλεις;!
Εκείνος γελούσε. Κι εγώ φόρτωνα τόνους.
-Λίγο ακόμα. Κι αν είναι θα φύγουμε όλοι μαζί, μου είπε γλυκά στο αυτί.
Τον βούτηξα από το σακκάκι.
-Πολύ καλά! Θα μείνω! Αλλά αν δεν αλλάξει και δεν φύγουμε, θα σας βγάλουν όλους από 'δω μέσα με φορεία!, συμφώνησα με γλυκό τρόπο στο δικό του αυτί. Με τον δικό μου γλυκό τρόπο...

Μετά από λίγο, αισθάνθηκα ένα χτύπημα στην πλάτη.
-Μάντεψε! (Η μπροστινή)
-Το μαντείο είναι κλειστό για Πρωτοχρονιά, της είπα κοιτώντας την έντονα.
-Κοίτα δεξιά σου!
Κοίταξα δεξιά μου. Χριστέ μου, είπα μέσα μου, όχι πάλι... Όχι και απόψε...
-Τη βλέπεις την ψηλή που είναι πίσω του; Η βιτρίνα!, είπε η μπροστινή χαιρέκακα.
-Καλογυαλισμένη τη βλέπω, για βιτρίνα, απάντησα ανόρεκτα.
-Θα έρθουν, λέει, εδώ!
-Τι θα κάνουν;! ρώτησα στα πρόθυρα της παράκρουσης.
-Τώρα μιλάνε οι υπόλοιποι με τον Ν και κανονίζουν, είπε και πήγε προς το μέρος τους.

Δεν μπορεί!, είπα μέσα μου. Κάποιος με έχει καταραστεί! Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς! Ξεκίνησα να ξαναμαζεύω, αυτή τη φορά κοιτώντας τους επιφυλακτικά, μη με καταλάβουν. Κάποιοι από τη δική μας παρέα και οι τρεις φίλοι του - όλοι ζευγαρωμένοι - κανόνιζαν. Η διάθεση του Χ δεν ήταν καθόλου γιορτινή. Μάλλον ήταν σαν τη δική μου. Η μούρη του ήταν κατεβασμένη μέχρι το πάτωμα.

Τα μάτια του, όμως, έπεσαν πάνω μου. Ανάμεσα σε τόσο κόσμο που στριμώχνονταν και του έκλειναν το οπτικό πεδίο, βρήκε να δει εμένα! Έμεινα για λίγο ακίνητη. Έμεινε για λίγο ακίνητος. Και ξαφνικά, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Του έκανα νόημα με το δάκτυλο στο στόμα, να μη μιλήσει. Αλλά εκείνος παράτησε την ομήγυρη αγνοώντας την πλήρως και ερχόταν προς το μέρος μου, αργά. Χαμογελώντας. Αθώα. Χαρούμενα. Ο συναγερμός κάλυπτε τη μαλακία που έδερνε τον dj.

Πως ήταν δυνατόν να μου αρέσει ένας ομοφυλόφιλος; Τι στο διάολο μου προκαλούσε; Γιατί χτυπούσε ο γαμημένος ο συναγερμός; Γιατί κάτι δεν μου καθόταν καλά;

Στάθηκε μπροστά μου. Τον κοίταξα.
-Αφήστε! Ξέρω!
-Τι;, ρώτησε χαμογελώντας λες και προσπαθούσε με τα χείλη να φτάσει τα αυτιά του.
-Να μη φύγω! Αλλά θα φύγω!, του είπα αποφασισμένη.
Σταμάτησε να χαμογελά.
-Ναι... να φύγετε... Κι εγώ αυτό θέλω...
Τον κοίταξα με απορία.
-Να φύγω...;
-Όχι! Όχι!, είπε αμέσως. Και χαμήλωσε κεφάλι και φωνή. Να φύγω κι εγώ, είπε στενοχωρημένος(;)

Έγειρα λίγο το κεφάλι. Τον λυπήθηκα. Δεν ήξερα τι είχε. Αλλά ένοιωθα ότι δεν ήταν χαρούμενος. Και μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να το μάθω: να μείνω. Η βραδιά μου είχε καταστραφεί, ούτως ή άλλω, τον dj δεν μπορούσα να τον σκοτώσω, από τα νεύρα μου δεν θα μπορούσα να κοιμηθώ στο σπίτι. Ας μελετούσα την περίπτωση του ψιλο.
Άφησα στον καναπέ τα πράγματά μου. Τον κοίταξα, μάλλον με συμπάθεια.
-Λοιπόν. Θα μείνουμε. Και ό,τι γίνει. Πρωτοχρονιά είναι. Κουράγιο. Κουράγιο για όλους.

Χαμογέλασε. Και ένα τρίτο χέρι, ξαφνικά, φύτρωσε απο το αριστερό του πλευρό. Η βιτρίνα είχε απλώσει τα πλοκάμια της. Έφερε το μάγουλό της κοντά στο δικό του και με κοιτούσε, χωρίς να λέει κάτι. Ο Χ σκοτείνιασε. Ήρθαν και οι υπόλοιποι. Έγιναν συστάσεις. Ο Χ, όμως, είχε χάσει το κέφι του.

Απλωθήκαμε. Οι παρέες μας μιλούσαν μεταξύ τους, ψιλοχόρευαν, σκορπίζονταν. Ο Χ με αγνοούσε καθαρά. Ήταν αλλού. Και έπινε. Στενοχωριόμουν. Ένοιωθα ότι πνίγεται. Η βιτρίνα ήταν, επίσης, αλλού. Αλλά όχι στο ίδιο μέρος. Γελούσε δυνατά, αστειευόταν, χόρευε κανονικά. Μια χαρά. Και όλο τον πλησίαζε. Τον φιλούσε. Τον αγκάλιαζε. Χωρίς τη δική του συμμετοχή.

Πλησίασα, χαμογελώντας πέτρινα, έναν από τους φίλους του που ήταν μόνος. Τον γύρισα με το χέρι μου, για να έχω πλάτη τους υπόλοιπους και κυρίως τον Χ και την βδέλλα.
-Τι κάνετε;! Δεν βλέπετε τον φίλο σας που ασφυκτιά;! Τι στο διάολο κάνετε;! Είστε μισή ώρα εδώ και έχει κατεβάσει ένα μπουκάλι σαμπάνια! Θεωρείτε πως το κάνει για να γιορτάσει;!
Με κοίταξε τρομοκρατημένος. Κοίταξε τον Χ πάνω από τον ώμο μου. Με ξανακοίταξε άφωνος.
-Πηγαίνετε να τον ρωτήσετε τι είναι αυτό που θέλει εκείνος και όχι εσείς οι υπόλοιποι! Και κάνετέ το! Πηγαίνετε!

Έφυγε χωρίς να απαντήσει. Κι εγώ πήγα στην παρέα μου που είχε απομακρυνθεί. Λίγο μετά, το χέρι του μου έπιασε τον ώμο.
-Μπορώ να σας μιλήσω;, με ρώτησε ευγενικά.
-Ασφαλώς, του απάντησα.
Τον ακολούθησα έξω από το ballroom.
-Θέλω να σας ρωτήσω κάτι και να μου απαντήσετε σαν γυναίκα.
-Σας ακούω.
-Πως μπορεί κάποιος να διώξει τη σύντροφο κάποιου, από μία συγκέντρωση; Όταν, μάλιστα, είναι Πρωτοχρονιά..., με ρώτησε πεσμένος.
-Αν μου πείτε ποιοι είναι ο κάποιος και οι κάποιοι...;, του απάντησα γέρνοντας το κεφάλι.
Με κοίταξε έντονα. Δεν απάντησε.
-Αν ο κάποιος είναι ένας πραγματικός φίλος και αν η σύντροφος του άλλου κάποιου, είναι ο λόγος που εκείνος γίνεται χάλια, τότε ο φίλος πρέπει να κάνει τα πάντα. Ιδίως, μάλιστα, εάν είναι Πρωτοχρονιά..., του είπα χαμηλόφωνα και σταθερά. Πηγαίνετε μέσα, αγαπητέ, και κάνετε αυτό που πρέπει. Όπως μπορείτε. Και θα είμαι στη διάθεσή σας. Και, για όνομα του Θεού, πάρτε του το μπουκάλι από μπροστά, συμπλήρωσα και γύρισα να φύγω. Αλλά σταμάτησα. Και αυτή ήταν η απάντησή μου, ως γυναίκα. Δεν θα θέλατε να σας απαντούσα σαν άνδρας. Πιστέψτε με, είπα και έφυγα.

Η παρέα μέσα είχε αρχίσει να ξενερώνει. Η μουσική ήταν ακριβώς η ίδια ακόμη και κανείς δεν προσπαθούσε να διασκεδάσει πλέον. Τους ρώτησα αν επιτέλους το πήραν απόφαση ότι ήταν μία αποτυχημένη επιλογή. Συμφώνησαν να φύγουμε. Πηγαίνοντας να χαιρετήσουν τους άλλους, είδα τις συντρόφους των φίλων του να φεύγουν με την ξυνή. Ησύχασα.

Έξω από το ξενοδοχείο κανονίζαμε για φαγητό. Πεινούσα σαν τρελή. Και με τόση υπερένταση, ήταν ό,τι έπρεπε για να κοιμηθώ σαν πουλάκι. Όταν φτάσαμε, πέρασε κάποια ώρα μέχρι να πάνε και να γυρίσουν από τουαλέτες, που θα καθήσουμε, τι θα πάρουμε κ.τ.λ. Εγώ είχα ήδη πάρει θέση. Είχα αποφασίσει τι θα παραγγείλω. Και κρατούσα το μαχαίρι στο δεξί μου χέρι και το πηρούνι στο αριστερό, σε κάθετη θέση, έτοιμη να φάω τα τραπεζομάνδηλα.

Το τηλέφωνο του Ν χτύπησε και βγήκε για λίγο έξω. Όταν ξαναμπήκε, από πίσω του έρχονταν οι τρεις σωματοφύλακες. Και ο d' Artagnan μαζί...

Έκλεισα τα μάτια σφιχτά, σφίγγοντας τα μαχαιροπήρουνα στις παλάμες. 

Γιατί, Χριστούλη μου;! Γιατί;!

8.11.09

Never Complain, Never Explain


Από παιδί, ήμουν υπέρ το δέον επικοινωνιακή. Αγαπούσα πολύ τους ανθρώπους και προσπαθούσα από τότε να τους κατανοήσω όσο καλύτερα μπορούσα. Έκανα φίλες πολύ εύκολα, παρέες το ίδιο και ήμουν πάντοτε αυθόρμητη και εξαιρετικά τολμηρή. Και, ασφαλώς, νόμιζα πως όλοι είναι σαν εμένα.

Το μόνο πράγμα που τότε έβλεπα πολύ διαφορετικό, ήταν στα λόγια. Ενώ οι άλλοι μιλούσαν και έλεγαν τα πάντα, εγώ για μένα δεν έλεγα ποτέ τίποτα. Μπορούσα να μιλάω για ώρες με όλους αλλά κανείς δεν μου έπαιρνε ποτέ κουβέντα. Έβλεπα τα άλλα παιδιά να "μαρτυρούν" τα μυστικά των άλλων παιδιών που έκαναν παρέα ή γνώριζαν, και νευρίαζα. Πολύ. Και απλά δεν τους ξαναμιλούσα.

Δεν τσακώθηκα ποτέ. Δεν έπαιξα ξύλο ποτέ. Δεν "μαρτύρησα" ποτέ. Και όχι μόνον.

Όταν κάποιο παιδί έκανε κάτι κατά λάθος και κατέβαινε η μητέρα του να ρωτήσει "ποιος το έκανε;" έτοιμη να το μαλώσει, όλα τα άλλα πάγωναν από φόβο, εγώ έμπαινα μπροστά και της έλεγα με το κεφάλι ψηλά "εγώ". Η μαμά μου κάποια στιγμή το μάθαινε, κατέβαινε να με μαζέψει για να με βάλει τιμωρία, έτρωγα μερικές, αλλά δεν έβγαζα κουβέντα. Την επόμενη μέρα, όταν τελείωνε η τιμωρία και έβγαινα από το δωμάτιο, όλα μαζεύονταν γύρω μου και με ρωτούσαν "γιατί το έκανες;". Κουβέντα.

Φυσικά, κάποια στιγμή όλες οι μητέρες των παιδιών της γειτονιάς - συμπεριλαμβανομένης και της δικής μου - το κατάλαβαν. Και δεν με πίστευαν πλέον. Αλλά εγώ δεν σταμάτησα ποτέ.

Εκεί, όμως, που έπεφτε το τρελό ξύλο, ήταν όταν κάποιο παιδί, για κάποιον λόγο, αδικούσε ή φέρονταν άσχημα σε κάποιο άλλο. Ιδίως όταν αυτό ήταν εκτός γειτονιάς. Και τα έβαζε με τη δική μας. Εκεί έφτυνε αίμα. Και δεν μπορούσε να με τραβήξει κανείς από πάνω του.

Τα αγόρια με έβλεπαν εντελώς διαφορετικά από τα άλλα κορίτσια. Ενώ εκείνα έκαναν παρέα μόνο μεταξύ τους, εγώ έκανα άνετα παρέα και με εκείνα. Μου μιλούσαν όπως μιλούσαν μεταξύ τους αλλά ποτέ δεν περνούσαν τη γραμμή. Ήξεραν ότι δεν θα τους ξαναμιλούσα.

Κι αυτός ήταν ο τρόπος μου από τότε. Ό,τι δεν μου άρεσε, όταν μου έκαναν κάτι που θα μπορούσε να σηκώσει καυγά και φωνές, όταν έφταναν λόγια στα αυτιά μου που δεν είχα πει, απλά δεν μιλούσα. Ούτε για να εξηγήσω στους φίλους μου, ούτε για να παραπονεθώ σε όσους προξενούσαν όλα τα κακόβουλα ή ανυπόστατα. Ποτέ.

Οι φίλες μου με ταρακουνούσαν από τους ώμους, λέγοντάς μου "γιατί δεν μιλάς;!" "γιατί δεν λες την αλήθεια;!" "γιατί την/τον αφήνεις να λέει αυτά τα πράγματα για σένα;!" αλλά εγώ, απλά, δεν έλεγα κουβέντα.

Ήταν πεποίθησή μου από τότε, πως οι εκείνοι που με ήξεραν, έπρεπε να γνωρίζουν από μόνοι τους ποια είναι η αλήθεια. Ποια είμαι εγώ. Η δική μου παρέμβαση ήταν περιττή. Και σε ό,τι αφορούσε τους άλλους, ήταν δικαίωμά τους να λένε ή να κάνουν ό,τι ήθελαν. Χωρίς τη δική μου συμμετοχή, όμως. Χωρίς λόγια.

Τα λόγια για μένα ήταν πάντα εφόδια. Δεν τα ξόδευα. Τα μυστικά των φίλων μου ήταν πάντα ιερά. Δεν τα πρόδιδα. Ό,τι μου συνέβαινε εκτός παρέας και φίλων, ήταν προσωπική μου υπόθεση. Δεν την εξέθετα.

Οι μητέρες των παιδιών έλεγαν στη δική μου, ότι είμαι "σκληρό παιδί". Και όταν, παίζοντας, έμπαινα στα σπίτια τους να πάρω καμμιά μπάλα ή κανένα επιτραπέζιο, και άκουγα μία συζήτηση που δεν ήταν για παιδιά, μπορεί για μία στιγμή να κρατούσαν την αναπνοή τους, με τη ματιά τους όμως εξασφάλιζαν τη σιωπή μου. Ήξεραν πως τίποτα, ποτέ, δεν θα έβγαινε από το δικό μου στόμα.

Όσο, όμως, δεν ήθελα να μιλώ, τόσο ήθελα να ακούω.

Όταν έρχονταν στο σπίτι "οι μεγάλοι", έτρεχα και καθόμουν μαζί τους. Ήθελα να τα ξέρω όλα! Και μία ερώτηση υπήρχε πάντοτε στα χείλη μου "γιατί;". Η μαμά σταμάτησε γρήγορα να με διώχνει από κοντά της όταν έρχονταν οι φίλες της, γιατί ήξερε πως τίποτα από αυτά που ειπώνονταν δεν θα έβγαινε ποτέ έξω από την πόρτα.

Αγαπημένο θέμα συζήτησης: οι μεγάλοι. Πιο αγαπημένο: οι άνδρες.

Ενώ τίποτα δεν με κρατούσε από το παιχνίδι με τα παιδιά, όταν επρόκειτο για συζήτηση μεταξύ μεγάλων για μεγάλους, ξεχνούσα τα πάντα. Δεν ήμουν πλέον παιδί. Γινόμουν πίνακας. Σφουγγάρι. Δημοσιογραφικό κασετόφωνο. Ολόκληρη ένα τεράστιο αυτί. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη που μπορούσα να κλέβω λίγο από τον κόσμο των μεγάλων! Γιατί εκεί ένοιωθα πως ανήκα.