8.11.09

Never Complain, Never Explain


Από παιδί, ήμουν υπέρ το δέον επικοινωνιακή. Αγαπούσα πολύ τους ανθρώπους και προσπαθούσα από τότε να τους κατανοήσω όσο καλύτερα μπορούσα. Έκανα φίλες πολύ εύκολα, παρέες το ίδιο και ήμουν πάντοτε αυθόρμητη και εξαιρετικά τολμηρή. Και, ασφαλώς, νόμιζα πως όλοι είναι σαν εμένα.

Το μόνο πράγμα που τότε έβλεπα πολύ διαφορετικό, ήταν στα λόγια. Ενώ οι άλλοι μιλούσαν και έλεγαν τα πάντα, εγώ για μένα δεν έλεγα ποτέ τίποτα. Μπορούσα να μιλάω για ώρες με όλους αλλά κανείς δεν μου έπαιρνε ποτέ κουβέντα. Έβλεπα τα άλλα παιδιά να "μαρτυρούν" τα μυστικά των άλλων παιδιών που έκαναν παρέα ή γνώριζαν, και νευρίαζα. Πολύ. Και απλά δεν τους ξαναμιλούσα.

Δεν τσακώθηκα ποτέ. Δεν έπαιξα ξύλο ποτέ. Δεν "μαρτύρησα" ποτέ. Και όχι μόνον.

Όταν κάποιο παιδί έκανε κάτι κατά λάθος και κατέβαινε η μητέρα του να ρωτήσει "ποιος το έκανε;" έτοιμη να το μαλώσει, όλα τα άλλα πάγωναν από φόβο, εγώ έμπαινα μπροστά και της έλεγα με το κεφάλι ψηλά "εγώ". Η μαμά μου κάποια στιγμή το μάθαινε, κατέβαινε να με μαζέψει για να με βάλει τιμωρία, έτρωγα μερικές, αλλά δεν έβγαζα κουβέντα. Την επόμενη μέρα, όταν τελείωνε η τιμωρία και έβγαινα από το δωμάτιο, όλα μαζεύονταν γύρω μου και με ρωτούσαν "γιατί το έκανες;". Κουβέντα.

Φυσικά, κάποια στιγμή όλες οι μητέρες των παιδιών της γειτονιάς - συμπεριλαμβανομένης και της δικής μου - το κατάλαβαν. Και δεν με πίστευαν πλέον. Αλλά εγώ δεν σταμάτησα ποτέ.

Εκεί, όμως, που έπεφτε το τρελό ξύλο, ήταν όταν κάποιο παιδί, για κάποιον λόγο, αδικούσε ή φέρονταν άσχημα σε κάποιο άλλο. Ιδίως όταν αυτό ήταν εκτός γειτονιάς. Και τα έβαζε με τη δική μας. Εκεί έφτυνε αίμα. Και δεν μπορούσε να με τραβήξει κανείς από πάνω του.

Τα αγόρια με έβλεπαν εντελώς διαφορετικά από τα άλλα κορίτσια. Ενώ εκείνα έκαναν παρέα μόνο μεταξύ τους, εγώ έκανα άνετα παρέα και με εκείνα. Μου μιλούσαν όπως μιλούσαν μεταξύ τους αλλά ποτέ δεν περνούσαν τη γραμμή. Ήξεραν ότι δεν θα τους ξαναμιλούσα.

Κι αυτός ήταν ο τρόπος μου από τότε. Ό,τι δεν μου άρεσε, όταν μου έκαναν κάτι που θα μπορούσε να σηκώσει καυγά και φωνές, όταν έφταναν λόγια στα αυτιά μου που δεν είχα πει, απλά δεν μιλούσα. Ούτε για να εξηγήσω στους φίλους μου, ούτε για να παραπονεθώ σε όσους προξενούσαν όλα τα κακόβουλα ή ανυπόστατα. Ποτέ.

Οι φίλες μου με ταρακουνούσαν από τους ώμους, λέγοντάς μου "γιατί δεν μιλάς;!" "γιατί δεν λες την αλήθεια;!" "γιατί την/τον αφήνεις να λέει αυτά τα πράγματα για σένα;!" αλλά εγώ, απλά, δεν έλεγα κουβέντα.

Ήταν πεποίθησή μου από τότε, πως οι εκείνοι που με ήξεραν, έπρεπε να γνωρίζουν από μόνοι τους ποια είναι η αλήθεια. Ποια είμαι εγώ. Η δική μου παρέμβαση ήταν περιττή. Και σε ό,τι αφορούσε τους άλλους, ήταν δικαίωμά τους να λένε ή να κάνουν ό,τι ήθελαν. Χωρίς τη δική μου συμμετοχή, όμως. Χωρίς λόγια.

Τα λόγια για μένα ήταν πάντα εφόδια. Δεν τα ξόδευα. Τα μυστικά των φίλων μου ήταν πάντα ιερά. Δεν τα πρόδιδα. Ό,τι μου συνέβαινε εκτός παρέας και φίλων, ήταν προσωπική μου υπόθεση. Δεν την εξέθετα.

Οι μητέρες των παιδιών έλεγαν στη δική μου, ότι είμαι "σκληρό παιδί". Και όταν, παίζοντας, έμπαινα στα σπίτια τους να πάρω καμμιά μπάλα ή κανένα επιτραπέζιο, και άκουγα μία συζήτηση που δεν ήταν για παιδιά, μπορεί για μία στιγμή να κρατούσαν την αναπνοή τους, με τη ματιά τους όμως εξασφάλιζαν τη σιωπή μου. Ήξεραν πως τίποτα, ποτέ, δεν θα έβγαινε από το δικό μου στόμα.

Όσο, όμως, δεν ήθελα να μιλώ, τόσο ήθελα να ακούω.

Όταν έρχονταν στο σπίτι "οι μεγάλοι", έτρεχα και καθόμουν μαζί τους. Ήθελα να τα ξέρω όλα! Και μία ερώτηση υπήρχε πάντοτε στα χείλη μου "γιατί;". Η μαμά σταμάτησε γρήγορα να με διώχνει από κοντά της όταν έρχονταν οι φίλες της, γιατί ήξερε πως τίποτα από αυτά που ειπώνονταν δεν θα έβγαινε ποτέ έξω από την πόρτα.

Αγαπημένο θέμα συζήτησης: οι μεγάλοι. Πιο αγαπημένο: οι άνδρες.

Ενώ τίποτα δεν με κρατούσε από το παιχνίδι με τα παιδιά, όταν επρόκειτο για συζήτηση μεταξύ μεγάλων για μεγάλους, ξεχνούσα τα πάντα. Δεν ήμουν πλέον παιδί. Γινόμουν πίνακας. Σφουγγάρι. Δημοσιογραφικό κασετόφωνο. Ολόκληρη ένα τεράστιο αυτί. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη που μπορούσα να κλέβω λίγο από τον κόσμο των μεγάλων! Γιατί εκεί ένοιωθα πως ανήκα.