27.11.09

Who Am I, Anyway?


Περνώντας στην εφηβεία, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν.
Οι διαφορές μας με τα άλλα κορίτσια, ήταν περίεργες. Ή, τουλάχιστον, εγώ δεν τις καταλάβαινα.

Κατ' αρχήν, τα αγόρια.
Δεν μπορούσα να καταλάβω, γιατί οι φίλες μου έκλαιγαν γι΄αυτά. Γιατί έκαναν ένα σωρό μαλακίες για να τους τραβήξουν τη προσοχή. Γιατί το μόνο που σκέφτονταν, ήταν το τρίπτυχο: πως θα τους φανούν, τι θα φορέσουν, τι θα πουν. Γιατί σαλιάριζαν. Γιατί έπρεπε να τους είναι αρεστές πάση θυσία.

Τα αγόρια ήταν τόσο, μα τόσο, ανεγκέφαλα.
Πλακώνονταν στο ξύλο για τις ομάδες. Κοκκορεύοταν το ένα στο άλλο. Πήγαιναν κόντρες. Δεν ήξεραν να μιλήσουν. Κόλωναν μπροστά τους. Πως ήταν δυνατόν μπροστά σε τόση ηλιθιότητα να μασούσαν. Και, καλά, αυτά ήταν βλαμμένα. Οι φίλες μου; Γιατί τους έδιναν αξία που δεν τους αντιστοιχούσε;

Δεν μου άρεσαν τα αγόρια. Τα κορίτσια; Ακόμα χειρότερα.
Πνιγόμουν. Δεν μπορούσα να βρω ούτε ένα μικρό παραθυράκι σε όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου, να πάρω ανάσα. Και δεν ήταν μόνο αυτό.

Εκείνες ονειρεύονταν το παληκάρι με τα ξανθά μαλλιά, εγώ τον άνδρα με το σιωπηλό βλέμμα. Εκείνες ήθελαν να μοιάζουν με τις κούκλες τους, εγώ ήθελα να μοιάζω με την Alexis. Εκείνες θαύμαζαν τη Βουγιουκλάκη, εγώ ήμουν η Στέλλα.

Τα πάρτυ ήταν το χειρότερό μου.
Για μία εβδομάδα πριν, έπρεπε να ακούω ποιος θα έρθει, πως θα σκηνοθετήσουν τη συνάντηση, τι θα κάνουν, πως θα τους απαντούσαν σε ενδεχόμενες ατάκες. Εμένα δεν με ένοιαζε τίποτα. Με ρωτούσαν πως το κάνω. Δεν ήξερα να απαντήσω. Όταν ξεκινούσαν τα blues, εγώ την έκανα για το μπαλκόνι. Και όποιος με έψαχνε, έβρισκε τον μπελά του. Μέχρι να τελειώσουν όλα εκείνα τα υποτονικά τραγούδια και οι καταθλιπτικές μουσικές, εγώ προσπαθούσα να κοντρολάρω τα γαστρικά μου υγρά.

Το ακόμα πιο χειρότερό μου, έπαιζε να συμβεί σε κάθε πάρτυ.
Το σκηνικό γνωστό. Ο γόης του πάρτυ, καθισμένος απόμερα, με το ύφος "εμένα δε με φτάνει κανείς", τα κοριτσάκια να περνούν από δίπλα του - και καλά, "εμένα τυχαία μ' έβγαλε ο δρόμος από 'δω" -, δυνατό γέλιο να τον ακούν, μαγκιές με τα άλλα τα κακόμοιρα τα αγοράκια - που ήθελαν να είναι φίλος τους μήπως τους έπεφτε κανένα ψίχουλο προσοχής - που προσπαθούσαν να τον μιμηθούν.

Συνήθως, λοιπόν, αυτού του είδους τα γελοία υποκείμενα είχαν όλα τα κοριτσάκια στην πρίζα. Και όταν έβλεπαν πως ένα φις τους ξέφευγε, αγρίευαν. Γιατί υπήρχαν και οι κατ' ευφημισμόν δύσκολες γκόμενες. Και δεν ήταν δυνατόν να τους συμβαίνει αυτό. Οπότε έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τραβήξουν την προσοχή τους. Και έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνουν, μετέτρεπαν τα φις σε τηλεχειριστήρια. Όταν το ανακάλυπταν, την έκαναν, παίρνοντας τη βεβαίωση του καλού ηλεκτρολόγου.

Τι γίνεται, όμως, ο καλός ηλεκτρολόγος, όταν βλέπει μπροστά του ένα φις που δεν έχει ξανασυναντήσει στη καριέρα του και δεν υπάρχει πρίζα συμβατή για να το βάλει; Έξαλλος. Και πως καταλαβαίνει ότι μπορεί να πάθει ηλεκτροπληξία προσπαθώντας; Όταν το φις αρχίσει να του ρίχνει ποτά στη μούρη. Και πως σταματάει να του ζαλίζει τα καλώδια; Με ένα πολύ ωραίο και ηχηρό χαστούκι.

Έφευγα κυρία από το πάρτυ και από πίσω μου έρχονταν τρέχοντας γνωστές και άγνωστες. Με ανέκριναν με ένα μίγμα δέους, περιέργειας, θαυμασμού, απορίας. "Πως το έκανες αυτό;!" "Δεν φοβήθηκες;!" "Μα, στον κύριο Τέλειο;!" Δεν απαντούσα. Πήγαινα σπίτι μου.

Κι εκεί ήταν το χειρότερο από όλα τα χειρότερά μου. Καθόμουν στο σκοτάδι, στολισμένη, με την τσάντα μου στην αγκαλιά και τα κλειδιά στο χέρι, χαμένη. Δεν καταλάβαινα. Τίποτα. Κι αυτό πονούσε. Πονούσε πολύ. Ήμουν εγκλωβισμένη. Δεν με καταλάβαινε κανείς. Ήμουν μόνη. Ολομόναχη.