13.11.09

Last In, First Out

Το Πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν εκείνης της χρονιάς, ήταν μεγάλο πρόβλημα. Τηλέφωνα κάθε λίγο και λιγάκι. Που θα πάμε, με ποιους θα πάμε, τι ώρα θα πάμε. Μεγάλη κούραση. Σήκωνα τα τηλέφωνα και ο Μπάμπης ο τεντάς θα απαντούσε με περισσότερο ενθουσιασμό. Και ευγένεια. Τους έβριζα όλους και απλώς το έκλεινα. Δεν είχα καμμία ιδιαίτερη επιθυμία να ξέρω. Για μένα ήταν κούραση. Τέλος. Η απόφαση μού ανακοινώθηκε την παραμονή το πρωί. Και όλη τη μέρα σερνόμουν. Σκεφτόμουν τα πλύσου, ντύσου, χαμογέλα, και νευρίαζα.

Όταν τελείωσα τη δουλειά συναντηθήκαμε, με 2 από τις φίλες που θα βγαίναμε, για φαγητό στο κέντρο. Μισώ το φαγητό έξω. Δεν βρίσκω κανέναν λόγο να τρώω φαγητά ανθρώπων που δεν γνωρίζω. Φτιάχνω καλύτερα. Και δεν χρειάζεται να πηγαινοέρχονται διάφοροι γύρω μου. Όταν, όμως, πρόκειται για δουλειά ή πρέπει να συνεννοηθώ για κάτι, είμαι αναγκασμένη.

Η μία εξ αυτών, ήταν η μπροστινή μου στο ταξίδι του γάμου, η οποία γίνεται εύκολα αυτό που βρίσκει απόλυτα σύμφωνο τον χαρακτήρα μου: κακιά. Όταν τελείωσαν οι λεπτομέρειες της νύχτας που θα ακολουθούσε, άνοιξε τη συζήτηση για τον γάμο. Δεν είχαμε συναντηθεί έκτοτε, και όταν έφυγε η άλλη φίλη για να συνεχίσει τις αγορές της, πήγαμε στο bar για ένα ποτό.

-Εκείνον τον πισωγλέντη τον θυμάσαι;
-Χμ... ποιον πισωγλέντη;
-Εκείνον που ρωτούσες;
-Τον θυμάμαι. Τι έκανε;
-Εξαφανίστηκε!
-Να πάρουμε τη Νικολούλη.
-Όχι!
-Καλά. Να μη την πάρουμε.
-Όχι, παιδί μου! Εξαφανίστηκε μετά τον γάμο!
-Αλήθεια...; ρώτησα κάνοντας την αδιάφορη. Δηλαδή;
-Εσύ έφυγες νωρίς. Δεν είδες τι έγινε.
-Αυτό να μου πεις... Και τι έγινε, λοιπόν;
-Τον έχασαν μετά τη δεξίωση και οι φίλοι του έφαγαν τον τόπο να τον βρουν. Είχε πιει, λέει, κιόλα...
-Τι μου λες...
-Ναι! Αλλά τίποτα! Έμειναν τελευταίοι και έψαχναν με τον γαμπρό να τον βρουν με το αυτοκίνητο!
-Και που ήταν τελικά; ρώτησα περιμένοντας να ακούσω κάτι να φτιαχτώ...
-Κανείς δεν ξέρει. Τον βρήκαν ξημερώματα στο δωμάτιό του να κοιμάται με τα ρούχα.
-Κάπου θα είχε πάει ο άνθρωπος, απάντησα ήσυχη.
-Κάπου θα τον έπαιρνε ο άνθρωπος!
-Άραξε, χαρά μου! Μη κάνεις έτσι! Όλοι έχουμε τα ελαττώματά μας.
-Ποιο ελάττωμα; Θα έφυγε με κανέναν και δεν είπε κουβέντα!, ανέβασε πίεση η μπροστινή.

Το βράδυ, μετά την αλλαγή του χρόνου, συναντηθήκαμε στο ξενοδοχείο του κέντρου. Θα έπαιζε ένας πολύ γνωστός dj που παίζει απαίσια μουσική - απαίσια, όμως... - αλλά ήλπιζα ότι θα είχε διαφοροποιήσει την play list του, χάριν ημέρας. Ή νύχτας. Και όχι μόνον δεν την είχε διαφοροποιήσει, αλλά από την ώρα που μπήκαμε - ούτε 00:30 - μέχρι και τις 02:00(;), άκουγες ένα πράγμα, που μόνο μουσική δεν το έλεγες, να βουΐζει άδικα στα αυτιά σου... Ένα ατελείωτο κομμάτι... Ένα ατελείωτο μαρτύριο...

Ήμουν έτοιμη να του χώσω τα cd στον κώλο και όσα δεν χωρούσαν, να τα έκαιγα πάνω από τα δάκτυλά του, και όταν στέγνωναν, όχι μουσική..., ούτε το πουλί του να μην ξανάπαιζε!

Άρχιζα να μαζεύω τσιγάρα, τσάντες και να ψάχνω την μπέρτα μου.
-Που πας; με ρώτησε ένας φίλος.
-Δεν ξέρω!, απάντησα έξω φρενών.
Χαμογέλασε. Τον κοίταξα με μίσος.
-Κάνε λίγο υπομονή... θα αλλάξει...
-Πότε;! τον ρώτησα με σφιγμένο το στόμα. Όταν θα βγάζω αφρούς από το στόμα;! Όταν θα πάθω κρίση επιληψίας;! Πότε, λέμε;! Θέλεις να αρχίσω τη γκρίνια μου;! Γιατί αν θέλεις, είμαι έτοιμη! Θέλεις;!
Εκείνος γελούσε. Κι εγώ φόρτωνα τόνους.
-Λίγο ακόμα. Κι αν είναι θα φύγουμε όλοι μαζί, μου είπε γλυκά στο αυτί.
Τον βούτηξα από το σακκάκι.
-Πολύ καλά! Θα μείνω! Αλλά αν δεν αλλάξει και δεν φύγουμε, θα σας βγάλουν όλους από 'δω μέσα με φορεία!, συμφώνησα με γλυκό τρόπο στο δικό του αυτί. Με τον δικό μου γλυκό τρόπο...

Μετά από λίγο, αισθάνθηκα ένα χτύπημα στην πλάτη.
-Μάντεψε! (Η μπροστινή)
-Το μαντείο είναι κλειστό για Πρωτοχρονιά, της είπα κοιτώντας την έντονα.
-Κοίτα δεξιά σου!
Κοίταξα δεξιά μου. Χριστέ μου, είπα μέσα μου, όχι πάλι... Όχι και απόψε...
-Τη βλέπεις την ψηλή που είναι πίσω του; Η βιτρίνα!, είπε η μπροστινή χαιρέκακα.
-Καλογυαλισμένη τη βλέπω, για βιτρίνα, απάντησα ανόρεκτα.
-Θα έρθουν, λέει, εδώ!
-Τι θα κάνουν;! ρώτησα στα πρόθυρα της παράκρουσης.
-Τώρα μιλάνε οι υπόλοιποι με τον Ν και κανονίζουν, είπε και πήγε προς το μέρος τους.

Δεν μπορεί!, είπα μέσα μου. Κάποιος με έχει καταραστεί! Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς! Ξεκίνησα να ξαναμαζεύω, αυτή τη φορά κοιτώντας τους επιφυλακτικά, μη με καταλάβουν. Κάποιοι από τη δική μας παρέα και οι τρεις φίλοι του - όλοι ζευγαρωμένοι - κανόνιζαν. Η διάθεση του Χ δεν ήταν καθόλου γιορτινή. Μάλλον ήταν σαν τη δική μου. Η μούρη του ήταν κατεβασμένη μέχρι το πάτωμα.

Τα μάτια του, όμως, έπεσαν πάνω μου. Ανάμεσα σε τόσο κόσμο που στριμώχνονταν και του έκλειναν το οπτικό πεδίο, βρήκε να δει εμένα! Έμεινα για λίγο ακίνητη. Έμεινε για λίγο ακίνητος. Και ξαφνικά, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Του έκανα νόημα με το δάκτυλο στο στόμα, να μη μιλήσει. Αλλά εκείνος παράτησε την ομήγυρη αγνοώντας την πλήρως και ερχόταν προς το μέρος μου, αργά. Χαμογελώντας. Αθώα. Χαρούμενα. Ο συναγερμός κάλυπτε τη μαλακία που έδερνε τον dj.

Πως ήταν δυνατόν να μου αρέσει ένας ομοφυλόφιλος; Τι στο διάολο μου προκαλούσε; Γιατί χτυπούσε ο γαμημένος ο συναγερμός; Γιατί κάτι δεν μου καθόταν καλά;

Στάθηκε μπροστά μου. Τον κοίταξα.
-Αφήστε! Ξέρω!
-Τι;, ρώτησε χαμογελώντας λες και προσπαθούσε με τα χείλη να φτάσει τα αυτιά του.
-Να μη φύγω! Αλλά θα φύγω!, του είπα αποφασισμένη.
Σταμάτησε να χαμογελά.
-Ναι... να φύγετε... Κι εγώ αυτό θέλω...
Τον κοίταξα με απορία.
-Να φύγω...;
-Όχι! Όχι!, είπε αμέσως. Και χαμήλωσε κεφάλι και φωνή. Να φύγω κι εγώ, είπε στενοχωρημένος(;)

Έγειρα λίγο το κεφάλι. Τον λυπήθηκα. Δεν ήξερα τι είχε. Αλλά ένοιωθα ότι δεν ήταν χαρούμενος. Και μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να το μάθω: να μείνω. Η βραδιά μου είχε καταστραφεί, ούτως ή άλλω, τον dj δεν μπορούσα να τον σκοτώσω, από τα νεύρα μου δεν θα μπορούσα να κοιμηθώ στο σπίτι. Ας μελετούσα την περίπτωση του ψιλο.
Άφησα στον καναπέ τα πράγματά μου. Τον κοίταξα, μάλλον με συμπάθεια.
-Λοιπόν. Θα μείνουμε. Και ό,τι γίνει. Πρωτοχρονιά είναι. Κουράγιο. Κουράγιο για όλους.

Χαμογέλασε. Και ένα τρίτο χέρι, ξαφνικά, φύτρωσε απο το αριστερό του πλευρό. Η βιτρίνα είχε απλώσει τα πλοκάμια της. Έφερε το μάγουλό της κοντά στο δικό του και με κοιτούσε, χωρίς να λέει κάτι. Ο Χ σκοτείνιασε. Ήρθαν και οι υπόλοιποι. Έγιναν συστάσεις. Ο Χ, όμως, είχε χάσει το κέφι του.

Απλωθήκαμε. Οι παρέες μας μιλούσαν μεταξύ τους, ψιλοχόρευαν, σκορπίζονταν. Ο Χ με αγνοούσε καθαρά. Ήταν αλλού. Και έπινε. Στενοχωριόμουν. Ένοιωθα ότι πνίγεται. Η βιτρίνα ήταν, επίσης, αλλού. Αλλά όχι στο ίδιο μέρος. Γελούσε δυνατά, αστειευόταν, χόρευε κανονικά. Μια χαρά. Και όλο τον πλησίαζε. Τον φιλούσε. Τον αγκάλιαζε. Χωρίς τη δική του συμμετοχή.

Πλησίασα, χαμογελώντας πέτρινα, έναν από τους φίλους του που ήταν μόνος. Τον γύρισα με το χέρι μου, για να έχω πλάτη τους υπόλοιπους και κυρίως τον Χ και την βδέλλα.
-Τι κάνετε;! Δεν βλέπετε τον φίλο σας που ασφυκτιά;! Τι στο διάολο κάνετε;! Είστε μισή ώρα εδώ και έχει κατεβάσει ένα μπουκάλι σαμπάνια! Θεωρείτε πως το κάνει για να γιορτάσει;!
Με κοίταξε τρομοκρατημένος. Κοίταξε τον Χ πάνω από τον ώμο μου. Με ξανακοίταξε άφωνος.
-Πηγαίνετε να τον ρωτήσετε τι είναι αυτό που θέλει εκείνος και όχι εσείς οι υπόλοιποι! Και κάνετέ το! Πηγαίνετε!

Έφυγε χωρίς να απαντήσει. Κι εγώ πήγα στην παρέα μου που είχε απομακρυνθεί. Λίγο μετά, το χέρι του μου έπιασε τον ώμο.
-Μπορώ να σας μιλήσω;, με ρώτησε ευγενικά.
-Ασφαλώς, του απάντησα.
Τον ακολούθησα έξω από το ballroom.
-Θέλω να σας ρωτήσω κάτι και να μου απαντήσετε σαν γυναίκα.
-Σας ακούω.
-Πως μπορεί κάποιος να διώξει τη σύντροφο κάποιου, από μία συγκέντρωση; Όταν, μάλιστα, είναι Πρωτοχρονιά..., με ρώτησε πεσμένος.
-Αν μου πείτε ποιοι είναι ο κάποιος και οι κάποιοι...;, του απάντησα γέρνοντας το κεφάλι.
Με κοίταξε έντονα. Δεν απάντησε.
-Αν ο κάποιος είναι ένας πραγματικός φίλος και αν η σύντροφος του άλλου κάποιου, είναι ο λόγος που εκείνος γίνεται χάλια, τότε ο φίλος πρέπει να κάνει τα πάντα. Ιδίως, μάλιστα, εάν είναι Πρωτοχρονιά..., του είπα χαμηλόφωνα και σταθερά. Πηγαίνετε μέσα, αγαπητέ, και κάνετε αυτό που πρέπει. Όπως μπορείτε. Και θα είμαι στη διάθεσή σας. Και, για όνομα του Θεού, πάρτε του το μπουκάλι από μπροστά, συμπλήρωσα και γύρισα να φύγω. Αλλά σταμάτησα. Και αυτή ήταν η απάντησή μου, ως γυναίκα. Δεν θα θέλατε να σας απαντούσα σαν άνδρας. Πιστέψτε με, είπα και έφυγα.

Η παρέα μέσα είχε αρχίσει να ξενερώνει. Η μουσική ήταν ακριβώς η ίδια ακόμη και κανείς δεν προσπαθούσε να διασκεδάσει πλέον. Τους ρώτησα αν επιτέλους το πήραν απόφαση ότι ήταν μία αποτυχημένη επιλογή. Συμφώνησαν να φύγουμε. Πηγαίνοντας να χαιρετήσουν τους άλλους, είδα τις συντρόφους των φίλων του να φεύγουν με την ξυνή. Ησύχασα.

Έξω από το ξενοδοχείο κανονίζαμε για φαγητό. Πεινούσα σαν τρελή. Και με τόση υπερένταση, ήταν ό,τι έπρεπε για να κοιμηθώ σαν πουλάκι. Όταν φτάσαμε, πέρασε κάποια ώρα μέχρι να πάνε και να γυρίσουν από τουαλέτες, που θα καθήσουμε, τι θα πάρουμε κ.τ.λ. Εγώ είχα ήδη πάρει θέση. Είχα αποφασίσει τι θα παραγγείλω. Και κρατούσα το μαχαίρι στο δεξί μου χέρι και το πηρούνι στο αριστερό, σε κάθετη θέση, έτοιμη να φάω τα τραπεζομάνδηλα.

Το τηλέφωνο του Ν χτύπησε και βγήκε για λίγο έξω. Όταν ξαναμπήκε, από πίσω του έρχονταν οι τρεις σωματοφύλακες. Και ο d' Artagnan μαζί...

Έκλεισα τα μάτια σφιχτά, σφίγγοντας τα μαχαιροπήρουνα στις παλάμες. 

Γιατί, Χριστούλη μου;! Γιατί;!