20.11.09

French Fries


Το μόνο που ήθελα, ήταν να φάω και να κοιμηθώ. Όχι άλλες κουβέντες, όχι άλλο ξενύχτι. Χμ... Και να σκότωνα τον dj με ένα 45άρι, ίσως....

Η ηλίθια μουσική του δεν είχε ξεκολλήσει ακόμη από τα τύμπανά μου, ήθελα να τρίψω τα μάτια μου με τις ώρες, ήθελα να γκρινιάξω, να μη μου μιλάει άνθρωπος. Αλλά όχι. Έπρεπε να φάω με τέσσερις ξένους, να είμαι - αν μη τι άλλο - τυπική, ευγενική, κτλ... κτλ....

Άφησα τα μαχαιροπήρουνα απρόθυμα στο τραπέζι και από μπροστά μου πέρασε το τάγμα. Ο Α, ο Β και ο Γ. Τελευταίος, σαν βρεγμένη γάτα, ο Χ... Η παρέα ένωσε ένα τραπέζι με το δικό μας και κάθισε από την αριστερή πλευρά, με εμένα να είμαι η τελευταία προς την έξοδο. Εκείνοι ξεκίνησαν να τραβούν καρέκλες για να αντιπαραταχθούν. Έμοιαζε σαν να είχαν έρθει για να διαγωνιστούμε στο φαί... Ο Γ, μιλώντας, άπλωσε το χέρι του αφηρημένα στην καρέκλα απέναντί μου. Πριν προλάβει όμως, ο Χ την τραβούσε για να καθίσει.

Ok... Δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα απόψε..., σκέφτηκα. Η μπροστινή είχε το ύφος ¨Ωραία! Θα έχουμε να κουτσομπολεύουμε από αύριο!". Ο Ν τους πρότεινε να να δουν τα φαγητά. Όταν αποφάσισαν και γύριζαν στις θέσεις τους οι δύο, ο Α κοιτούσε ακόμη τη βιτρίνα. Τον πλησίασα και στάθηκα δίπλα του. Κοιτάζοντας κι εγώ τη βιτρίνα του είπα διακριτικά:
-Δεν ξέρω πως τα καταφέρατε αλλά μπράβο σας. Θέλω να πιστεύω, πως κανείς δεν θα μάθει ότι μιλήσαμε. Ούτε πριν, ούτε τώρα. Έχω τον λόγο σας;
-Τον έχετε. Και σας ευχαριστώ. Δεν θα πω σε κανέναν τίποτα.

Επέστρεψα στο τραπέζι. Ο Χ κοιτούσε οτιδήποτε άλλο, εκτός από εμένα. Οι φίλοι του το ίδιο. Ok... Όλα καλά..., σκέφτηκα. Ένας σερβιτόρος ήρθε για την παραγγελία. Αφού του είπαμε όλοι τι θέλαμε, ακούστηκε ο Χ:
-Θα ήθελα πατάτες τηγανητές και μία Coca Cola. Αν έχετε, σε μπουκάλι...;

Τον κοίταξα παραξενεμένη. Τηγανητές πατάτες με Coca Cola...; Η ματιά του, φυσικά, έπιασε τη δική μου. Κοίταξε γρήγορα το πιάτο του. Ενώ οι άλλοι μιλούσαν μεταξύ τους, του είπα χαμηλόφωνα.
-Έχετε κάνει εμετό;
Με κοίταξε ξαφνιασμένος.
-Όοοχι...
Παύση.
-Θα φάτε με 1 λίτρο οινόπνευμα στο στομάχι σας; Και μετά θα πάτε για ύπνο; Πολύ ωραία...
Κοίταξε αργά δεξιά-αριστερά.
-Να κάνω εμετό;..., ρώτησε εξίσου χαμηλόφωνα.
-Τι να σας πω..., του είπα αδιάφορα.
Έσκυψε λίγο.
-Θέλετε να κάνω εμετό;..., ρώτησε αθώα.
Τον κοίταξα παραξενεμένη.
-Αν θέλω εγώ να κάνετε εμετό...; Εσείς τι θέλετε.
Σηκώθηκε.
-Πάω να κάνω εμετό, μου ανακοίνωσε αποφασισμένος.

Πριν προλάβω να πω κάτι, πήγαινε ήδη στις τουαλέτες. Επέστρεψε όταν είχαμε ήδη αρχίσει να τρώμε.
-Έκανα εμετό!, μου δήλωσε περιχαρής.
Τα γέλια μου έκαναν το μισό μαγαζί να γυρίσει να μας κοιτάζει. Εγώ πέθαινα στα γέλια, οι υπόλοιποι χαμογελούσαν χωρίς να καταλαβαίνουν, ενώ η μπροστινή είχε πάθει σοκ. Όταν συνήλθα και σκούπιζα τα δάκρυά μου, ο Χ έτρωγε τις πατάτες του χαμογελώντας ντροπαλά.
-Φάτε τις πατάτες σας, και μετά θα σας πάω στο πάρκο να πιείτε και την Coca Cola, εντάξει;, ξεκίνησα νέο γύρο γέλιου.

Ο Χ με κοιτούσε χαμογελώντας, χαρούμενος. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Και συνεχίσαμε το φαγητό. Διακέδαζα τόσο πολύ που τον έβλεπα να τρώει εκείνες τις πατάτες σαν παιδί... Μόλις, όμως, έφτασα στα μισά του πιάτου μου, άρχισα να νυστάζω πολύ... Ναρκώθηκα. Ήθελα να φύγω άμεσα. Σηκώθηκα να ετοιμαστώ και οι μισοί άρχισαν να μου ζητούν να μείνω για να φύγουμε μετά από λίγο όλοι μαζί και οι άλλοι μισοί ήθελαν να με πάνε σπίτι και να γυρίσουν. Καμμία από τις δύο επιλογές δεν είχε πιθανότητα να πραγματοποιηθεί. Έλιωνα στα πόδια μου. Ώσπου ο Χ σηκώθηκε απότομα από τη θέση του.
-Θα την πάω εγώ να πάρει ταξί! Θα έφευγα κι εγώ. Έχω πιει λίγο παραπάνω και θα πάω για ύπνο, ανέλυσε. Με κοίταξε, σαν να με παρακαλούσε.
-Αν θέλετε...
Του χαμογέλασα.
-Πάμε. Χάνουμε χρόνο.

Έξω ξημέρωνε. Έκανε κρύο και ο Χ τα είδε όλα.
-Δεν κρυώνετε;, με ρώτησε με παράπονο.
-Ποτέ, του απάντησα σταθερά.
Περπατούσαμε σχεδόν δίπλα ο ένας στον άλλον. Όποτε βρίσκαμε εμπόδιο, ο Χ έμενε ένα βήμα πίσω για να περάσω πρώτη. Το κρύο με συνέφερε λίγο. Και ήρθα στα ίσα μου.

-Αν θέλετε να γυρίσετε πίσω, να το κάνετε. Είμαι πολύ καλύτερα τώρα και θα βρω πολύ γρήγορα ταξί.
Παύση.
-Μου είπατε ότι θα με πάτε βόλτα στο πάρκο..., είπε χαμογελώντας ντροπαλά, και κοιτούσε τα βήματά του.
Σταμάτησα και τον κοίταξα, επίσης χαμογελώντας. Σταμάτησε κι εκείνος.
-Δεν ξέρω αν υπάρχει πάρκο εδώ κοντά, μπορώ να σας κάνω βόλτα το τετράγωνο, όμως, αν επιμένετε...

Χαμογελούσε ακόμα. Άντε πάλι ο συναγερμός...
Και τότε μου ήρθε η ιδέα.