7.8.11

Barking Up The Wrong Tree

Η διαστροφή μου όσων αφορά το BDSM, δεν είναι τίποτα μπροστά σε κάποιες άλλες.
Μία εξ αυτών, είναι και η αντίδρασή μου στα συμπεράσματα που βγάζουν οι άλλοι για εμένα.
Δηλαδή.

Εάν κάποιος θέλει να μάθει κάτι για εσένα - γιατί μόλις σε γνώρισε / δεν έχει καταλάβει / έχει απορίες / οτιδήποτε -, σε ρωτάει.
Εάν κάποιος θέλει να πιστεύει κάτι για εσένα, δεν μπαίνει σε κόπους.
Γίνεται κριτής.
Του αρέσει.
Νοιώθει ασφαλής με τα αυθαίρετα συμπεράσματά του και τα υποστηρίζει γιατί έτσι γουστάρει.
Και καλά κάνει.

Εγώ - το πάνθεον τής διαστροφής, λοιπόν -, γουστάρω περισσότερο.
Δηλαδή.
Εάν δεν μπεις στον κόπο να ρωτήσεις για κάτι για το οποίο δεν είσαι σίγουρος / δεν μπορείς να το γνωρίζεις / δεν σου το έχω διευκρινίσει, και το οποίο αφορά εμένα - που, όσο να πεις, με ξέρω καλύτερα -, συμφωνώ μαζί σου.
(Δεν είναι πολύ ωραία διαστροφή;)

Γιατί να σου χαλάσω το χατήρι;
Γιατί να σε κάνω να αισθανθείς ανασφαλής;
Αφού μπορώ να σε κάνω να αισθανθείς άρχοντας, βρε κουτό...

Σχετικά με εμένα, λοιπόν, ό,τι γουστάρεις λες.
Κι εγώ, όχι απέναντι.
Μαζί σου.
Κι αν έχω και τα κέφια μου;
Ω, θα σου το χοντρύνω τόσο πολύ, που δεν θα ξέρεις πως θα σε κουβαριάσω.
(Τα δεσμά είναι το πρεστίζ τού μαγαζιού, μανδάμ...)

Αντί, λοιπόν, να φυσήξω προς την θολούρα σου, ανάβω και 10 τσιγάρα μαζί.
Γουστάρω ντουμάνι.
Αν έχω, όμως, κέφια.
Αν όχι, δεν παίρνεις ούτε σχόλιο.

Μπορείς να λες ό,τι θέλεις - μα ό,τι θέλεις, λέμε... - αλλά δεν θα ακούσεις τον ήχο τής φωνής μου. Εσύ μπορείς να με κρίνεις - και έχεις όλο το δικαίωμα - αλλά κι εγώ έχω το δικαίωμα να μην σε αποτρέψω.
(Μιλάμε, για πολύ γαμάτη διαστροφή...)

Το ίδιο κάνω και με τα mail.
Όταν διαβάζω κάτι που είναι, μάλλον, για κάποιον άλλον και όχι για εμένα - είτε θετικό είτε αρνητικό -, πατώ το delete και η ιστορία τελειώνει εκεί. Εάν έχω κέφια, το σώζω εκεί που φυλάω τα μαργαριτάρια, για να γίνουν μία μέρα όλα μαζί ένα ωραιότατο κολιέ/post - μία άλλη ημέρα που θα έχω πάλι κέφια.

Αλλά, όπως έχουμε ξαναπεί σε προηγούμενο μάθημα, ο κάθε κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του. Και τι έχουμε πει ότι κάνουν οι εξαιρέσεις, παιδιά μου; Επιβεβαιώνουν τον κανόνααα.
Μπράβο!
Άριστα, 10.

Και τα αστεία τελειώνουν εδώ.

Όταν κάποιος σε κρίνει, κοπελιά, οφείλει, πρωτίστως, να σε ξέρει.
Κι εσύ δεν με ξέρεις, κοπελιά.
Δεν ξέρω που διάβασες ότι εγώ μισώ τις γυναίκες και επιβραβεύω τούς άνδρες.
(Συνήθως κατηγορούμαι για το αντίστροφο, ξέρεις.)
Είσαι σίγουρη ότι διαβάζεις το δικό μου blog;

Το να λες κάτι, και μετά να κάνεις κάτι άλλο, δεν είναι κατακριτέο. Μπορεί τώρα να λες ότι θέλεις να πας σινεμά, και όταν έρχεται η ώρα να μην πηγαίνεις. Αν, όμως, λες κάτι και αργότερα λες κάτι άλλο, το οποίο αναιρεί κατάφωρα το λεχθέν, κάτι άλλο παίζει να συμβαίνει. Γιατί όταν σου λέω θέλω να πάω σινεμά στις 5 το απόγευμα, και στις 9 το βράδυ σου λέω ότι δεν μου αρέσει το σινεμά ή - ακόμη χειρότερα - δεν είπα εγώ ότι θέλω να πάω σινεμά, κάτι άλλο παίζει να συμβαίνει. Και πρέπει να λάβεις μέτρα.

Κι εσύ τα πήρες, αλλά μάλλον δεν με μέτρησες καλά, κοπελιά.
Κι αν σου απαντώ δημοσίως, είναι διότι πίσω από την οργή σου προς το πρόσωπό μου, τις αβάσιμες κατηγορίες σου, υπάρχει πόνος. Και, δυστυχώς ή ευτυχώς, μπορώ να αναγνωρίσω από τα γραπτά σου ότι δεν εννοείς τίποτα από όλα αυτά.

Και δεν θα έπρεπε.

Όταν απαντάς σε κάποιον που βγάζει συμπεράσματα για εσένα - και όταν αυτά είναι υπέρ το δέον αρνητικά, εν προκειμένω -, βάζεις εκείνον στην έδρα τού κριτή κι εσένα στην θέση τού κατηγορούμενου. Κι αν εγώ πρέπει να κατηγορηθώ για κάτι, αυτό είναι οι απόψεις μου. Αλλά για τις δικές μου απόψεις. Όχι για τις δικές σου.

Πέρασες κάτι που πολλές γυναίκες έχουν περάσει.
Βίωσες έναν θάνατο.
Τον οποίο θάνατο τον επέλεξες εσύ.
Κι αυτό, κοπελιά, δεν αντέχεται.
Το έχω ζήσει πολλές φορές.
Και το καταλαβαίνω.
Γι΄ αυτό και η απάντηση στο mail σου γίνεται post.

Η χειρότερη φορά που το έχω ζήσει ήταν η πρώτη.
Όχι επειδή δεν είχα ζήσει την εμπειρία ξανά.

Με την κοπέλα είμαστε φίλες από παιδιά.
Σκληροί χαρακτήρες και οι δύο, λέγαμε τα πράγματα διαφορετικά από ό,τι οι άλλες κοπέλες στην ηλικία μας. Είχαμε πολλά κοινά, ένα εξ αυτών και το ότι εκτιμούσαμε ότι δεν έχουμε μητρικό ένστικτο. Καμμία μας δεν έτρεχε να πιάσει τα μάγουλα ενός μωρού, όταν η μητέρα του θα περνούσε δίπλα μας με το καρότσι. Ποτέ δεν κάναμε σαν τρελές όταν βλέπαμε παιδιά. Λέγαμε ότι δεν θέλουμε ούτε να παντρευτούμε, ούτε να αποκτήσουμε παιδιά, και, φυσικά, δεν μας πίστευε κανείς. Αλλά εμείς ήμασταν ok με αυτό.

Αυτό που μας άρεσε πολύ, ήταν το τσιγάρο - μιλάμε για χαρμάνια, όχι αστεία. Θεωρούσαμε πάντα το τσιγάρο ως μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις και του δίναμε και καταλάβαινε όποτε βρισκόμασταν. Μία μέρα, η φίλη μου δεν κάπνισε. Όταν πήγα να ανάψω εγώ το δικό μου, σηκώθηκε και πήγε 2 καρέκλες πιο πέρα. Η υπόθεση να είναι έγκυος πέρασε αστραπιαία από το μυαλό μου, αλλά ως ανέκδοτο: η φίλη μου ήταν πολύ συνεπής και πολύ προσεκτική, το ίδιο και ο καλός της. Όταν, όμως, ξεκίνησε, όχι να μην θέλει να το μυρίσει, αλλά ούτε καν να το δει, τότε όλες σιγουρευτήκαμε ότι αυτό ήταν.

Μία μέρα τής ζήτησα να μην πάει στην δουλειά. Παραξενεύτηκε αλλά το έκανε. Μόλις μπήκα στο σπίτι της, της έδωσα ένα test εγκυμοσύνης στο χέρι, χωρίς κουβέντα. Με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια για μία στιγμή και μετά μπήκε στο μπάνιο, αμίλητη. Το test ήταν θετικό. Μέσα στην παραζάλη, πήρε τον γυναικολόγο της, του ζήτησε να τον δει άμεσα, πήραμε ένα ταξί και πήγαμε στο νοσοκομείο, όπου και κανονίσαμε τα της επέμβασης. Όλες αυτές τις ώρες δεν μιλιόμασταν. Ούτε με κοιτούσε. Η φίλη μου. Η "δεν-καταλαβαίνω -τον-κώλο-μου,-λέμε" φίλη μου.

Καταλάβαινα ότι το σκεφτόταν να το πει στον καλό της, από το κινητό που έπαιζε συνέχεια στα χέρια της. Άναβε και έσβηνε η οθόνη, μετά πάλι χαμένο βλέμμα. Σκατά. Του έστειλε μήνυμα. Της είπα να είναι προετοιμασμένη εάν ο καλός της την έκανε με ελαφρά - κατά την προσφιλή συνήθεια των Ελλήνων "ανδρών" - και να μην της φανεί περίεργο. Ο καλός τής φίλης μου, όμως, δεν τα φορούσε μόνο, τα γαμημένα. Τα τιμούσε, κι όλα. Παράτησε την δουλειά του και πήρε κι αυτός ταξί - γιατί δεν μπορούσε κι αυτός να οδηγήσει από την ταραχή - και ήρθε στο σπίτι της. Έπεσε στα γόνατα μπροστά της, την έπιασε από τους ώμους και της είπε ακριβώς τα εξής: "Μην πανικοβάλλεσαι. Αν θέλεις να το ρίξεις, θα είμαι μαζί σου. Αν θέλεις να το κρατήσουμε, παντρευόμαστε αύριο με πολιτικό, κι ας χωρίσουμε σε έναν χρόνο. Εσύ ό,τι θέλεις".

Η φίλη μου με επιφανειακή ηρεμία - κανείς δεν τα αντιλαμβάνεται αυτά καλύτερα από εμένα... -, του είπε με πάρα πολύ φυσικότητα, ότι δεν χρειάζεται να ανησυχεί, ότι "το θέμα έχει τακτοποιηθεί", ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, ότι το "είχαμε συζητήσει αυτό το ενδεχόμενο και είχαμε συμφωνήσει", και άλλες θεωρίες που λέμε όλες όσες ανήκουμε στην κατηγορία.

Με μία Τεράστια διαφορά.
Όταν τα λέμε, τα πιστεύουμε.
Αλλά δεν είμαστε έγκυες...
Δεν έχουμε μέσα μας μία ζωή. Που όσο μικρή κι αν είναι, η αφαίρεσή της πονάει για πάντα, όση νάρκωση και να σου δώσουν, όσο ρουτίνα κι αν είναι, πλέον, αυτές οι επεμβάσεις, όσο συχνά κι αν εφαρμόζονται.

Ο καλός της - παρ' όλο που όντως το είχαν συζητήσει, όπως τα περισσότερα ζευγάρια και όντως είχαν συμφωνήσει - ήταν τρελαμένος. Προσπαθούσε να μην το δείχνει, λέγοντας: "Εμ... φυσικά... φυσικά... τα είχαμε πει... εμ... ναι... αυτό είναι το σωστό... δεν λέω... ναι...", μαλακίες δηλαδή για να γεμίζει η σιωπή. Αλλά ήμουν κι εγώ εκεί. Και εγώ, ενώ λατρεύω το σινεμά, μισώ το θέατρο. Μα την Παναγία, όταν βλέπω ανθρώπους να υποκρίνονται μπροστά στα μάτια μου, θέλω να τους πλακώσω στο ξύλο. Μα την Παναγία.

Αλλά κρατήθηκα.
Για το καλό όλων. Ο καλός της έφυγε, εγώ μετακόμισα σπίτι της μέχρι να έρθει η μέρα - με την δικαιολογία στους δικούς της ότι περνούσα ερωτική απογοήτευση και έψαχνα ώμους να κλαίω -, τα τηλεφωνήματα μεταξύ τους ήταν σαν να προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν άνθρωποι από άλλον πλανήτη ή κάτι τέτοιο, κι έτσι πέρασαν 5 ημέρες. Και 4 Απαίσια βράδια. Η φίλη μου δεν μιλούσε για το θέμα. Μιλούσε με τον καλό της σαν να έδινε οδηγίες σε έναν αρχιτέκτονα για το πως θα ήθελε να διακοσμήσει ένα σπίτι που θα ήθελε να πουλήσει. Ούτε καν το δικό της.

Και η ημέρα ήρθε.
Του είχε πει - τόσο απλά, τόσο λογικά - ότι δεν χρειαζόταν να έρθει κι εκείνος, εμείς φτάναμε. Να, μία τυπική διαδικασία είναι, θα τελειώσει, θα πάρουμε ένα ταξί, θα πάμε σπίτι. Αυτά. Σε μία τόσο ευαίσθητη κατάσταση, και να ήθελε να πει κάτι διαφορετικό, δεν τον έπαιρνε. Οπότε τον έπαιρνα εγώ. Να τα πει τουλάχιστον σε κάποιον, γιατί κανείς άλλος δεν ήξερε. Και ο καλός της προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να είναι συγκρατημένος, να μην δειχθεί. Το προηγούμενο βράδυ, όμως, εγώ ήμουν κάτω από το σπίτι του. Του ζήτησα να πάρει τα κλειδιά να με πάει μία βόλτα. Κι αφού τον οδήγησα σε ένα ερημικό μέρος, του είπα κοιτάζοντας μπροστά το σκοτάδι, πριν ακόμα πάρει το χέρι του από το χειρόφρενο: "Κλάψε, Ν. Κλάψε τώρα. Αύριο, για κάποιο χρονικό διάστημα, θα πρέπει να είσαι ήρεμος. Μην με κοιτάς. Κλάψε. Τώρα".

Και ο Ν έκλαιγε στην αγκαλιά μου, δεν ξέρω για πόση ώρα. Αλλά για όση ώρα, έλεγε: "Δεν ξέρω αν κάνουμε το σωστό... ένα παιδάκι είναι... ψυχούλα έχει... δικό μας είναι... γιατί να το ρίξουμε... άλλα ζευγάρια δεν μπορούν να κάνουν παιδιά... και εμείς αύριο θα το σκοτώσουμε... αφού την αγαπάω... να παντρευτούμε... που είναι το κακό;... δεν είμαστε πιτσιρίκια... έτυχε σε εμάς... για να τύχει με αυτόν τον τρόπο, κάτι σημαίνει...". Και εκεί ήταν που βρήκε το δικό μου ευαίσθητο σημείο. Γιατί η σύλληψη ανήκε στα γνωστά "ατυχήματα" και δεν είχε να κάνει σε καμμία περίπτωση με "αμέλεια". Και για εμένα αυτό, όντως, σήμαινε κάτι. Αλλά η απόφαση ήταν άλλου. Όχι δική μου.

Δική μου ήταν μόνο η ταραχή.
Η θλίψη που εισέπραττα και από τους δύο.
Για ένα θέμα που ήμασταν όλοι τόσο cool όταν το συζητούσαμε, πριν.
Πριν.

Γιατί μετά όλα άλλαξαν.

Την φίλη μου ήρθαν να την πάρουν 2 νοσοκόμες για να την "ετοιμάσουν".
Εγώ, που το χειρότερο που μπορείς να μου κάνεις είναι να με βάλεις μέσα σε νοσοκομείο - το χειρότερο - κι ας είμαι μια χαρά, θα αρρωστήσω. Όχι όπως το λένε οι άλλοι γενικά. Αληθινά αρρωσταίνω. Και παρ' όλο που εκεί που πήγαμε ήταν, υποτίθεται, νοσοκομείο τής χαράς (...), και έβλεπα τις μαλακίες με τα μπαλόνια και τις γλάστρες να περνούν από δίπλα μας, και ήθελα να ξεράσω με την μαλακία τού ανθρώπινου γένους που το δέρνει και το μισό το κάνει να τρέχει με τις κάμερες και τις φωτογραφικές, ενώ το άλλο μισό ουρλιάζει για να το ακούσει κι αυτός που δουλεύει στο gift shop "μα δεν της/του μοιάζει;!", "δεν ήταν το πιο ωραίο μωρό τού ορόφου;!", και δεν υπάρχει ένας άνθρωπος - ένας, λέμε - να τους αρχίσει στα χαστούκια να το βουλώσουν το ρημάδι τους!

Γιατί στους κάτω ορόφους, κάποιοι κλαίνε...
Όχι η μάζα που δεν ξέρει τι είναι προφυλακτικά, γονόρροια, ηπατίτιδα, κονδυλώματα, μία ζωή που δεν σου φταίει, γαμιόλα/ξεκωλιάρα/πουτανογκόμενα, που δεν ξέρεις ποιος σου έχυσε την μήτρα.
Αλλά γυναίκες που πρέπει να πάρουν μίαν απόφαση, για να βγουν από ένα Τεράστιο ηθικό αδιέξοδο, να πάρουν μίαν απόφαση για ένα ερώτημα που δεν είχαν θέσει ποτέ ούτε στον εαυτό τους ούτε στον σύντροφό τους.

Εκείνη την ημέρα, πήρα όρκο, πως εάν ποτέ βρεθεί κάποιος να μου αλλάξει την γνώμη και με γονιμοποιήσει, όταν θα γεννήσω, δεν θα το μάθει κανείς. Μόνον εκείνος που συνετέλεσε στο γεγονός. Κανείς άλλος. Και κανένας δεν θα έρθει με καμμία γλάστρα, κανένα φυτό, κανένα μπαλόνι, γιατί όσο κι αν έχω πονέσει, όσο κι αν έχω ταλαιπωρηθεί, θα του φέρω την γλάστρα στο κεφάλι, θα του χώσω το φυτό στο στόμα, και θα τον πνίξω με τον σπάγκο του μπαλονιού. Μα την Παναγία. Θα μπω με έναν άνδρα και θα βγω με τον ίδιο. Αυτό ορκίστηκα βλέποντας γύρω μου.

Δεν θέλω να περιγράψω τα πρόσωπα των γυναικών που ανέβαιναν...
Και τι να θέλω; Μπορώ; Υπάρχουν λόγια;
Όσες φορές έχω συνοδεύσει γνωστές ή άγνωστες για τον ίδιο λόγο, δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω εκείνες - κάτι πιτσιρίκες, κυρίως των (wannabe) "βορείων" - που βγαίνουν σαν να μην έγινε τίποτα - και είμαι βέβαιη ότι κάθε μήνα είναι εκεί - κι εκείνες που δεν το ήθελαν πραγματικά. Γιατί αυτό μπορεί να σου συμβεί σε ανύποπτο χρόνο και, φυσικά, σε οποιαδήποτε ηλικία. Και είναι το ίδιο οδυνηρό. Και αξεπέραστο για κάθε γυναίκα.

Όταν το μήνυμα "έρχομαι" ήρθε στο κινητό μου, ήμουν προετοιμασμένη.
Ο Ν δεν ήταν χαμαντράκι. Ήταν άνδρας. Ένας συντετριμμένος άνδρας. Ήθελε να πάει στο κυλικείο να καπνίσει, αλλά δεν μπορούσε να φύγει πίσω από την πόρτα που χώριζε την αναμονή από τους θαλάμους. Και το μόνο που δεν έκανε ήταν να τραβάει τα μαλλιά του. Και το μόνο που του είπα ήταν: "Θα ακουστεί άσχημο και σκληρό, αλλά μακάρι να μπορούσα να δείξω αυτήν την εικόνα σου στην Σ, όταν θα περάσει όλο αυτό και θα ηρεμήσει. Θα της καταλάγιαζε τον πόνο...". Τίποτε άλλο δεν του είπα όση ώρα περιμέναμε.

Όταν βγήκε η Σ ήταν σαν ζωντανή-νεκρή.
Παραπατώντας, μας κοίταξε χαμένη, ο Ν την έπιασε από το ένα χέρι και εγώ από το άλλο, και αμίλητοι μπήκαμε στο αυτοκίνητό του. Την πήγαμε σπίτι του - για να είμαστε μόνοι -, και θυμάμαι ότι την αφήσαμε λίγο να ξαπλώσει στο κρεβάτι του, και μετά της δίναμε γιαούρτι με το κουταλάκι. Η έκτρωση έγινε Παρασκευή. Το Σαββατοκύριακο, υποτίθεται για τους άλλους, ότι θα έφευγαν. Αλλά έμειναν εκεί.

Δεν ξέρω τι είπαν.
Δεν το συζητήσαμε ποτέ.
Ο Ν και η Σ μετά από 2-3 χρόνια παντρεύτηκαν.
Έχουν μία ζωή πολύ όμορφη, έχουν κάνει του κόσμου τα ταξίδια, έχουν καλές δουλειές, είναι προσγειωμένα άτομα, δεν τους λείπει τίποτα, είναι καλά μαζί, ευτυχισμένοι. Παιδιά δεν έχουν ακόμα αλλά το συζητούν, πλέον, γιατί η φίλη μου άλλαξε γνώμη και ο Ν θα ήθελε να αποκτήσουν.

Κι όμως.
Η φίλη μου έχει κρατήσει το test εγκυμοσύνης...

Και από τότε, την ημέρα που έκανε την έκτρωση, δεν υπάρχει χρονιά που δεν συναντιόμαστε - ό,τι κι αν γίνει, όπου κι αν είμαστε - και πάντα λέει: "Το παιδί μου θα ήταν σήμερα 2/5/8/ χρονών...". Κι εγώ ξαναβλέπω την Σ, που μόλις έχει βγει από το χειρουργείο, αφήνοντας πίσω εκείνο που μεγάλωνε μέσα της. Μπορεί να μην παραπατάει, μπορεί να μην μοιάζει σαν χαμένη, αλλά μέσα της θρηνεί. Και δεν θα πάψει, όσα παιδιά κι αν κάνει. Ακόμα κι αν είναι με τον ίδιο άνδρα.

Λοιπόν, κοπελιά.
Λυπάμαι που έχεις την εντύπωση ότι είμαι μία "άκαρδη" γκόμενα που πουλάει μούρη στο internet, διατυμπανίζοντας "πόσο καλά χειρίζεται τους άνδρες" και αναρωτιέσαι "αν καταλαβαίνει τις άλλες γυναίκες" που δεν είναι "τόσο δυναμικές" όσο εκείνη. Λυπάμαι, κοπελιά, αλλά, χωρίς να ψάξω, είμαι σίγουρη ότι εγώ ούτε έγραψα ούτε υπεννόησα κάτι ανάλογο από όλα αυτά που μου προσάπτεις.

Σου απαντώ, όμως, γιατί με ρωτάς...
Παρ' όλον τον θυμό και την οργή σου, έψαξες να βρεις τις απαντήσεις σε εμένα.
Τον λόγο δεν μου είπες.
Στην θέση σου, θα με έβριζα και θα με έγραφα στο μουνί μου.
Εσύ γιατί δεν το έκανες;

Λοιπόν, κοπελιά, για να τελειώνουμε.
Αυτές είναι οι απαντήσεις μου.

Αυτό που περνάς τώρα, δεν θα το ξεπεράσεις ποτέ.
Ακόμα κι αν όντως δεν ήθελες να κρατήσεις το παιδί.
Μην περιμένεις κανέναν να σου πει παπαριές και δικαιολογίες.
Έκανες μία πολύ έξυπνη κίνηση: δεν μίλησες σε κανέναν.

Ρωτάς τι θα έκανα εγώ.
Το ίδιο ακριβώς.
Αλλά δεν θα έστελνα ένα τέτοιο mail σε μία γυναίκα σαν εμένα.
Θα είχα περισσότερο σεβασμό σε έναν άνθρωπο που έχει ξοδέψει απίστευτο χρόνο για να ασχολείται με τις σχέσεις των φύλων, και ξοδεύει ακόμα γράφοντας γι' αυτές.

Λοιπόν, κοπελιά, ναι, δεν θα έλεγα σε κανέναν τίποτε.
Το ότι το είπες σε εκείνον κι εκείνος εξαφανίστηκε, δεν με εντυπωσιάζει.
Και στην ηλικία που είσαι, δεν θα έπρεπε να εντυπωσιάζει ούτε εσένα.
Όφειλες να γνωρίζεις ότι τα λαμόγια είναι παντού.
Δεν ξέρω αν σε σοκάρω, αλλά ακόμα και όταν κάνουν/λένε/τάζουν τα πάντα προκειμένου να σε πηδήξουν, την επόμενη μέρα έχουν κλειστά και τα κινητά.
Και δεν ξέρω αν διαβάζεις κανένα βιβλίο/βλέπεις τηλεόραση/έχεις φίλες, αλλά είναι γνωστό τοις πάσι ότι έτσι είναι ένα πολύ μεγάλο μερίδιο Ελλήνων.
Εσύ, πριν μείνεις έγκυος, που ζούσες;

Δεν σε κατηγορώ ότι δεν μπορούσες να το γνωρίζεις.
Καμμιά φορά, όλα πηγαίνουν καλά με τα λαμόγια.
Πως καταλαβαίνεις ότι τα λαμόγια είναι λαμόγια;
Όταν πρέπει να πάρουν αποφάσεις.
Δυστυχώς, σε εσένα κλήρωσε εγκυμοσύνη.
Και, φαντάσου, ότι εσύ δεν ήθελες καν να το κρατήσεις.
Που αυτό σημαίνει ότι μπορεί να έχει ανοίξει ένα λαγούμι και να έχει χωθεί.
Εάν του έλεγες "το θέλω, το κρατώ", μπορεί και να άλλαζε χώρα.

Γι' αυτό πρέπει να είσαι καλά.
Άκουσέ με.
Όσο πιο γρήγορα αναγνωρίσεις το λαμόγιο, τόσο πιο εύκολη θα κάνεις την ζωή σου.
Φαντάσου το χειρότερο - διότι όταν θα βγεις από αυτήν την κατάσταση, γιατί θα βγεις, να είσαι σίγουρη, θα βγεις και πιο δυνατή από ό,τι ήσουν, θυμήσου το...
Φαντάσου, λοιπόν, να τον είχες παντρευτεί, να είχες κάνει παιδιά μαζί του, και μία μέρα να την έκανε για κάποιον άλλον λόγο.
Γιατί θα την έκανε, κοπελιά.
Διότι αυτός είναι ο ορισμός του "λαμόγιο".

Μπορεί, λοιπόν, να είναι κάτι δυσάρεστο, αλλά να χαίρεσαι που συνέβη τώρα.
Τώρα, που δεν μπορούσες να το κρατήσεις αυτό το παιδί.
Μετά, δεν ξέρεις μπροστά σε τι δίλλημα θα την έκανε το ανθρωπάκι.
Ξέρω, πως όσο αποφασισμένη κι αν ήσουν για την κίνησή σου, σου στοίχισε.
Ακόμα και με τις πιο δυνατές που έχω πάει μαζί τους, βλέπω ότι κάτι πεθαίνει μέσα τους.

Δυστυχώς, όμως, το μητρικό είναι ένστικτο θηλυκού γένους.
Όχι αρσενικού.
Δεν υπάρχει πατρικό ένστικτο.
Και οι άνδρες που έχουν ευθύνη για τα παιδιά τους - γεννημένα/αγέννητα - στην Ελλάδα, είναι λίγοι.

Αλλά το δικό σου θέμα δεν είναι το παιδί.
Είναι η συμπεριφορά του που σε σόκαρε.
Και έχεις δίκαιο. Τεράστιο.
Μην περιμένεις, όμως, να το βρεις από εκείνον.
Κλάψε όσο θέλεις, θρήνησε για το παιδί σου, βρίσε με κι άλλο αν γουστάρεις - δε γαμιέται -, αλλά σε καμμία περίπτωση μην στενοχωριέσαι/λυπάσαι για το ότι ξεφτορτώθηκες ένα λαμόγιο.

Το τι θα έκανα εγώ - εάν είχες διαβάσει όλο το ιστολόγιο - θα έπρεπε να το ξέρεις ήδη.
Αλλά να σου τα συνοψίσω.
Δεν θα έκανα τίποτα.
Καμμία επαφή με εκείνον, καμμία αναφορά σε τρίτους.
Και εξηγώ.

Είμαι άνθρωπος που, όσο αυστηρός κι αν είμαι, όσο κακός, δίνω πάντα μία δεύτερη ευκαιρία.
Όχι γιατί το πιστεύω.
Αλλά γιατί μπορεί έστω και ένας να την αξίζει.
Και δεν θέλω να τον χάσω στον σωρό.
Ο κανόνας, όμως, είπαμε έχει τις εξαιρέσεις του.
Και σε κανένα λαμόγιο, κανείς, ποτέ, δεν πρέπει να δίνει δεύτερες ευκαιρίες.
Το μόνο που πρέπει, είναι να ξεχνά ότι υπάρχει.

Αναφορά σε τρίτους, ούτε γι' αστείο.
Δεν θα το έκανα λόγω χαρακτήρα, αλλά μετά και από όσα έχω ακούσει να λένε σε γυναίκες που πέρασαν το ίδιο με εσένα - θα μου ανέβει η πίεση τώρα, το νοιώθω... - δεν θα το έκανα ποτέ. Θα προτιμούσα να σκοτώσω κάποιον από αυτούς που λένε πράγματα τού στυλ: "Δεν ξέρεις πως μπορεί να αισθάνθηκε εκείνος... Μπορεί να πόνεσε περισσότερο από εσένα... Δεν ξέρεις πως αντιδρά ο κάθε άνθρωπος..."

(...)
(...)
(...)

Λοιπόν, κοπελιά, εγώ ξέρω.
Ο "άνθρωπος" που σου λέει ότι σε αγαπάει, αν μη τι άλλο, είναι παρών.
Ο "άνθρωπος" που δεν είναι εκεί όταν πρέπει, δεν είναι άνθρωπος.
Ο "άνθρωπος" που το βάζει στα πόδια/εξαφανίζεται/γαμιέται/δεν ξέρω, είναι ένα πουστράκι.
Ο "άνθρωπος" δεν απουσιάζει ποτέ.
Το πουστράκι την κάνει με ελαφρά και πλάγια, γιατί αγαπάει περισσότερο το τομάρι του, παρά εσένα που σου ορκίζονταν.

Και το πουστράκι θα ξαναγυρίσει.
Να το περιμένεις.
Όλα τα πουστράκια γυρίζουν.
Και θα σου φέρει ένα τσουβάλι δικαιολογίες, θα σου τις αραδιάσει γύρω σου, και θα σε προκαλέσει να διαλέξεις όποια σε πείθει περισσότερο.
Γιατί το πουστράκι σου, όλον αυτόν τον καιρό, αυτό δουλεύει: την λίστα.
Έχε τον νου σου, κοπελιά.
Το πουστράκι θα γυρίσει.

Άκου και κάτι τελευταίο από εμένα.
Που μπορεί να με μισείς, αλλά θέλεις να με διαβάσεις...
Μην ακούς τι λένε οι άλλοι σε αυτές τις περιπτώσεις.
Οι άλλοι είναι η μάζα - από αυτήν βγήκε και το πουστράκι σου.
Μην πέσεις στις παραμύθες και τις παρηγοριές τού κώλου.
Όταν μας συμβαίνει κάτι σοβαρό - και ιδίως κάτι σαν αυτό, όταν είμαστε γυναίκες - γινόμαστε ευάλωτες, και μόνο η παρουσία ενός ξένου μάς ηρεμεί.
Η απουσία τού δικού μας ανθρώπου - και ιδίως του συντρόφου που μας "αγαπούσε" - δεν συγχωρείται ποτέ.

Σταμάτα, λοιπόν, να στέλνεις mail σε άτομα που δεν έχουν καμμία σχέση με όσα τα κατηγορείς, σκούπισε τα δάκρυά σου, και συνέχισε την ζωή που ζούσες.
Κανονικά.
Και όταν θα γυρίσει το πουστράκι σου, μην βγάλεις άχνα.
Άσε τον να σου πει ό,τι θέλει να σου πει - εννοείται πως θα μου τα στείλεις να τα διαβάσω, μετά από τέτοια σύγχυση, να διασκεδάσω κι εγώ η Αφέντρα... -, ευχαρίστησέ τον για την επίσκεψη, και κλείσε την πόρτα πίσω του, σαν να μην έγινε τίποτα.

Γιατί τίποτα δεν έγινε, κοπελιά.
Απλά, πήρες ένα μάθημα.
Πήγαινε να βρεις έναν πραγματικό άνδρα.
Κι όταν τον βρεις, ξαναέλα να με διαβάσεις.

Καλά, και από την αρχή.
Χωρίς δάκρυα στα μάτια.