Από παιδί ποτέ δεν έκανα διακρίσεις.
Δεν με ενδιέφερε εάν ο άλλος ήταν όμορφος ή άσχημος, πλούσιος ή φτωχός, από καλή ή κακή οικογένεια, αν οι άλλοι έλεγαν θετικά ή αρνητικά σχόλια για το άτομό του, αν τον έπαιζαν τα παιδιά στην γειτονιά ή στο σχολείο. Δεν με ενδιέφερε ποτέ. Ήθελα να είμαι μαζί του για κάποιον λόγο; Δεν με σταματούσε τίποτα.
Είχα κάποια κριτήρια.
Αν είχε humor, είχε σεβασμό, αν ήταν διακριτικός, αν ήταν ειλικρινής. Τέτοια πράγματα. Πράγματα που δεν είχαν να κάνουν ούτε με την εικόνα, ούτε με τους άλλους.
Μπαίνοντας στην εφηβεία, πρόσθεσα και την εικόνα.
Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσα να είμαι ποτέ με κάποιον, που έχει τρίχες στο πρόσωπο - αυτό, ειδικά, μπορεί να με κάνει να ξεράσω - ή μακριά μαλλιά (αν είναι άνδρας), που ντύνεται προκλητικά, που βάφεται σαν να γύρισε από τα μπουζούκια στις 10 το πρωί (αν είναι γυναίκα).
Βγαίνοντας από την εφηβεία - και μπαίνοντας στην διαδικασία τού ζευγαρώματος -, ποτέ δεν με απασχόλησε το τρίπτυχο που απασχολεί τις απανταχού γυναικούλες: μόρφωση-επάγγελμα-οικονομική κατάσταση. Με ενδιέφερε πάντα αυτό που είχε κάποιος μέσα του, κι αν αυτό μπορούσε να εξελιχθεί, να προοδεύσει.
Οπότε, θα μπορούσε να είναι ένας αμόρφωτος τσοπάνος που είναι πολύ ανήσυχο πνεύμα και την ώρα που βοσκά τα πρόβατά του διαβάζει τόνους βιβλία, γιατί θα έβαζε κάτω έναν καθηγητή πανεπιστημίου, που μόλις τελειώνουν οι ελάχιστες διδακτικές του ώρες ρουφάει διπλά espresso με συναδέλφους του, και συγχαίρουν ο ένας τον άλλον για το πνεύμα τους. Ή ένας πολύ δραστήριος υδραυλικός, που θα έσβηνε από τον χάρτη έναν καρδιοχειρουργό, ο οποίος μετά από κάθε επέμβαση ανοικτής καρδιάς θα πήγαινε 10 μέρες διακοπές στην Hawaii να ξεκουράσει τα χεράκια του. Ή κάποιος που όταν μικρός η μαμά του δεν είχε ούτε γάλα να του δώσει γιατί ο μπαμπάς του δεν έβγαζε αρκετά, αλλά είχε μεγαλώσει κάνοντας 2 δουλειές σπουδάζοντας, που θα έκανε σκόνη έναν ντιντή από τα βορειονότια προάστια που θα είχε φτάσει τα 40 και θα έμενε ακόμη με την μανούλα, τρώγοντας τα λεφτά τού μπαμπάκα.
Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, το πρώτο και το τρίτο παρέμειναν, όχι μόνον ακλόνητα, αλλά ενισχύθηκαν, κι όλα. Έχω γνωρίσει άπειρους ανθρώπους που είναι μορφωμένοι, και είναι οι πιο άξεστοι, αγενείς, γλοιώδεις τύποι που μπορείς να φανταστείς. Όπως έχω γνωρίσει πάρα πολλούς άλλους, που είχαν χρήματα - έτοιμα - και τα έφαγαν όλα, και πάρα πολλούς, επίσης, που δεν είχαν μία και έχουν κάνει περιουσίες.
Αυτό που άλλαξε εντελώς, ήταν το μεσαίο.
Όταν γνωρίζουμε έναν άνθρωπο, ρωτάμε κάποια βασικά για να σχηματίσουμε μίαν εικόνα που την ζυγίζουμε ανάλογα με τα κριτήριά μας: ηλικία (αν έχουμε κάποιο όριο), περιοχή (εάν μας ενδιαφέρει αν ο γκόμενος είναι από την Εκάλη, για να μπορούμε να το πούμε στις φίλες μας), επάγγελμα (για να δούμε πόσα μπορεί να ξοδέψει για εμάς), ζώδιο (για να δούμε, εάν ποτέ πάμε σε αστρολόγο, εάν ταιριάζουμε). Κι ενώ για εμένα όλα αυτά είναι τυπικές πληροφορίες που, απλώς, ξεκινούν μία συζήτηση με έναν άγνωστο, το επάγγελμα μπορεί να με κάνει να σταματήσω κάθε είδους επαφή.
Υπάρχει, λοιπόν, μία λίστα από επαγγέλματα - που θα έκαναν πολλές γυναικούλες να κοιμούνται ήσυχες - που την ώρα που ξεστομίζει κάποιος κάποιο από αυτά, έχω εξαφανιστεί δια μαγείας. Ένα από αυτά, έχει να κάνει με τα οικονομικά. Δεν έχει σημασία εάν είναι ο λογιστάκος που δουλεύει στο υπόγειο μίας εταιρείας ή αν είναι ο οικονομολόγος CEO που διοικεί την δική του.
Ασχολείται με προσθαφαιρέσεις;
Λογιστής.
Τέλος.
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι παίζει με τους λογιστές.
Και, ειλικρινά, ούτε που θα ήθελα να μάθω.
Και δεν έχει να κάνει μόνο με τους άνδρες.
Η μαλακία χτυπάει κόκκινο και στις γυναίκες.
Οι λογιστές είναι μία τραγική κατηγορία ανθρώπων, που το μόνο που αναρωτιέμαι, είναι αν ήταν έτσι σαν άνθρωποι και επέλεξαν αυτό το επάγγελμα ή αν το επάγγελμα τούς κάνει φυτά(;), ζώα(;), δεν ξέρω τι να πω. Με τους λογιστές πάντα φείδομαι χαρακτηρισμών.
Όταν άρχιζα να καταλαβαίνω ότι κάτι πάει στραβά με αυτό το είδος ανθρώπων, είχα ήδη πίσω μου αρκετές εμπειρίες. Η πρώτη ανάμνηση ήταν ο πατέρας ενός φίλου, που δεν αγόραζε ποτέ μπλοκάκια - για post it ούτε κουβέντα... - και έκοβε σε χαρτάκια από τους φάκελους και τα αποκόμματα των λογαριασμών, μέχρι τα περιτυλίγματα δώρων που έπιαναν μελάνι, για να κρατάει σημειώσεις. Και μία μέρα, πηγαίναμε με τον φίλο μου στο εξοχικό του, που τον είχε στείλει να μαζέψει λεμόνια από τον κήπο τους και να τους τα πάει. Κάποια στιγμή, βλέπω μία μηχανογραφική απόδειξη κοινοχρήστων - μα δεν μπορώ να το ξεχάσω... - πάνω στο ταμπλώ, και διαβάζω στο πίσω μέρος οδηγίες με απίστευτες, ανούσιες λεπτομέρειες για τι θα κάνει πως - μέχρι ποιο φως να ανάβει και ποιο να σβήνει... -, και στο τέλος: "Τα λεμόνια, με φειδώ".
Υπέθεσα ότι θα είχαν 1-2 δέντρα; Ότι ίσως θα έπρεπε να κόψει προσεκτικά τα λεμόνια, γιατί αν έκοβε τα άγουρα πιθανόν να έκανε κακό στο δέντρο και να μην καρποφορούσε την επόμενη χρονιά; Όταν φτάσαμε στο εξοχικό του, βράδυ, υπέθεσα ότι δεν είδα καλά. Μου φάνηκε ότι η αυλή ήταν γεμάτη λεμονόδεντρα... αλλά περίμενα να ξημερώσει.
Η αυλή ήταν γεμάτη λεμονόδεντρα.
Το πόσα λεμόνια είχαν επάνω, και πόσα άλλα σάπιζαν στο χώμα, δεν περιγράφεται. Είχα μείνει σοκαρισμένη. Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα.
Τότε.
Μετά χρειάστηκα κι εγώ λογιστές.
Πρέπει να έχω αλλάξει 15-20;
Όλοι, σαν να τους έκανε η ίδια μάνα;
Όλοι, σαν να ήρθαν από ένα συγκεκριμένο μέρος;
Δεν ξέρω τι να πω.
Και δεν έχει να κάνει με τα φύλα.
Άνδρες/γυναίκες, το ένα και το αυτό.
Είναι τόσο αγχωτικά, κομπλεξικά, μίζερα ανθρωπάκια, που δεν υπάρχει χειρότερο επάγγελμα που να συγκεντρώνει τόση μαλακία. Μα την Παναγία. Πνίγονται σε μία κουταλιά νερό, έχουν ξεσπάσματα από το πουθενά, δεν μπορούν να βάλουν σε μία σειρά την ζωή τους, ζουν στον δικό τους κόσμο, δεν έχουν ιδέα τι θα πει κομψότητα, δεν έχουν αίσθηση τής ευγένειας, κατηγορούν διαρκώς τούς άλλους, και γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια, μιζέρια, μιζέρια, μιζέρια.
Άνθρωποι που μαζί τους μόνον ασφυξία μπορείς να βιώσεις.
Είναι εκείνο το αγοράκι που καθόταν στο τελευταίο θρανίο, με κάτι πατομπούκαλα και κοντά παντελονάκια; Που συνέχεια έγραφε και έγραφε και έγραφε; Που δεν είχε κανέναν φίλο, γιατί ήταν το καρφί τής τάξης; Που δεν καταλάβαινε Χριστό από αστεία; Ή εκείνο το κοριτσάκι με τα γυαλάκια, που καθόταν στο πρώτο θρανίο, φορούσε πάντα μπαλαρίνες και φουστίτσες με απλικέ μαργαρίτες, και πεταγόταν να πει πρώτο μάθημα στριφογυρίζοντάς τες στο δάκτυλό του; Αυτό που ήθελες να το πλακώσεις στις φάπες, γιατί ποτέ δεν έπαρνε μέρος σε ό,τι κανόνιζε η τάξη;
Μεγαλώνοντας, το αγοράκι έγινε ένας κωλοσφίχτης, που προτιμά να είναι χαμένος στα βιβλία του με τους αριθμούς και τις πράξεις. Δεν έχει ιδέα τι είναι ζωή εκτός δουλειάς, και γίνεται εξαιρετικά γελοίος όταν βρεθεί σε μία κοινωνική συγκέντρωση. Πιθανόν να τρώει τα νύχια του μέχρι ρίζας, και από την ανασφάλειά του μπορεί να τα καταπίνει κι όλα ή να έχει τα Primperan για καραμέλες, γιατί το στομάχι του δένεται πάντα κόμπος για πλάκα ή να πέφτει ξερός και πανικόβλητος στο κρεβάτι μόλις αρχίσει να φτερνίζεται. Γι΄αυτόν υπάρχει μόνο ο μπαμπάκας και η μανούλα, και αν είναι παντρεμένος, η γυναίκα του είναι εικόνισμα - η γυναίκα του συνήθως είναι φυτό.
Μεγαλώνοντας, το κοριτσάκι κρεμιέται από την μανούλα, κυρίως - είναι το καμάρι της -, αν είναι παντρεμένο από τον σύζυγό της - ο σύζυγός της συνήθως είναι φυτό. Φίλες δεν έχει, μισεί όλες τις γυναίκες που βγαίνουν/διασκεδάζουν/φλερτάρουν, διότι εκείνη δεν ξέρει ούτε να ντυθεί, και πάντα - μα πάντα - θα κατηγορήσει όποια είναι έστω και ένα γραμμάριο ευειδής, κι αν έχει μία φίλη, αυτή θα είναι τα ίδια σκατά σαν εκείνη, και θα είναι κολλητές από το σχολείο. Ο πανικός την καταβάλλει με το παραμικρό, η γκρίνια της είναι ανυπόφορη, και περνά τον χρόνο της ή ξερνώντας ή χέζοντας σε μία τουαλέτα από το άγχος που της προκαλείται ακόμα και από ένα στυλό που σταμάτησε να γράφει.
Μπορεί να τους έχω ζήσει είτε κοινωνικά είτε επαγγελματικά, και να μην έχω μπει στις κρεβατοκάμαρές τους. Αμφιβάλλω, όμως, τόσο πολύ για το εάν έχουν ερωτική ζωή που, αν ήταν Προ-Πο, θα το έπαιζα standard. Οι άνδρες θα πρέπει να νομίζουν ότι το sex είναι μαγαζί τής παραλιακής και οι γυναίκες ότι ο οργασμός είναι βουνό της βορείου Ελλάδος. Είμαι τόσο σίγουρη.
Όταν γνώρισα τον Ψ, δεν είχα ακόμα σχηματίσει άποψη.
Κι εκείνο που με τράβηξε, δεν ήταν ότι ήταν λογιστής.
Ο Ψ ήταν μαζοχιστής.
Δεν με ενδιέφερε εάν ο άλλος ήταν όμορφος ή άσχημος, πλούσιος ή φτωχός, από καλή ή κακή οικογένεια, αν οι άλλοι έλεγαν θετικά ή αρνητικά σχόλια για το άτομό του, αν τον έπαιζαν τα παιδιά στην γειτονιά ή στο σχολείο. Δεν με ενδιέφερε ποτέ. Ήθελα να είμαι μαζί του για κάποιον λόγο; Δεν με σταματούσε τίποτα.
Είχα κάποια κριτήρια.
Αν είχε humor, είχε σεβασμό, αν ήταν διακριτικός, αν ήταν ειλικρινής. Τέτοια πράγματα. Πράγματα που δεν είχαν να κάνουν ούτε με την εικόνα, ούτε με τους άλλους.
Μπαίνοντας στην εφηβεία, πρόσθεσα και την εικόνα.
Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσα να είμαι ποτέ με κάποιον, που έχει τρίχες στο πρόσωπο - αυτό, ειδικά, μπορεί να με κάνει να ξεράσω - ή μακριά μαλλιά (αν είναι άνδρας), που ντύνεται προκλητικά, που βάφεται σαν να γύρισε από τα μπουζούκια στις 10 το πρωί (αν είναι γυναίκα).
Βγαίνοντας από την εφηβεία - και μπαίνοντας στην διαδικασία τού ζευγαρώματος -, ποτέ δεν με απασχόλησε το τρίπτυχο που απασχολεί τις απανταχού γυναικούλες: μόρφωση-επάγγελμα-οικονομική κατάσταση. Με ενδιέφερε πάντα αυτό που είχε κάποιος μέσα του, κι αν αυτό μπορούσε να εξελιχθεί, να προοδεύσει.
Οπότε, θα μπορούσε να είναι ένας αμόρφωτος τσοπάνος που είναι πολύ ανήσυχο πνεύμα και την ώρα που βοσκά τα πρόβατά του διαβάζει τόνους βιβλία, γιατί θα έβαζε κάτω έναν καθηγητή πανεπιστημίου, που μόλις τελειώνουν οι ελάχιστες διδακτικές του ώρες ρουφάει διπλά espresso με συναδέλφους του, και συγχαίρουν ο ένας τον άλλον για το πνεύμα τους. Ή ένας πολύ δραστήριος υδραυλικός, που θα έσβηνε από τον χάρτη έναν καρδιοχειρουργό, ο οποίος μετά από κάθε επέμβαση ανοικτής καρδιάς θα πήγαινε 10 μέρες διακοπές στην Hawaii να ξεκουράσει τα χεράκια του. Ή κάποιος που όταν μικρός η μαμά του δεν είχε ούτε γάλα να του δώσει γιατί ο μπαμπάς του δεν έβγαζε αρκετά, αλλά είχε μεγαλώσει κάνοντας 2 δουλειές σπουδάζοντας, που θα έκανε σκόνη έναν ντιντή από τα βορειονότια προάστια που θα είχε φτάσει τα 40 και θα έμενε ακόμη με την μανούλα, τρώγοντας τα λεφτά τού μπαμπάκα.
Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, το πρώτο και το τρίτο παρέμειναν, όχι μόνον ακλόνητα, αλλά ενισχύθηκαν, κι όλα. Έχω γνωρίσει άπειρους ανθρώπους που είναι μορφωμένοι, και είναι οι πιο άξεστοι, αγενείς, γλοιώδεις τύποι που μπορείς να φανταστείς. Όπως έχω γνωρίσει πάρα πολλούς άλλους, που είχαν χρήματα - έτοιμα - και τα έφαγαν όλα, και πάρα πολλούς, επίσης, που δεν είχαν μία και έχουν κάνει περιουσίες.
Αυτό που άλλαξε εντελώς, ήταν το μεσαίο.
Όταν γνωρίζουμε έναν άνθρωπο, ρωτάμε κάποια βασικά για να σχηματίσουμε μίαν εικόνα που την ζυγίζουμε ανάλογα με τα κριτήριά μας: ηλικία (αν έχουμε κάποιο όριο), περιοχή (εάν μας ενδιαφέρει αν ο γκόμενος είναι από την Εκάλη, για να μπορούμε να το πούμε στις φίλες μας), επάγγελμα (για να δούμε πόσα μπορεί να ξοδέψει για εμάς), ζώδιο (για να δούμε, εάν ποτέ πάμε σε αστρολόγο, εάν ταιριάζουμε). Κι ενώ για εμένα όλα αυτά είναι τυπικές πληροφορίες που, απλώς, ξεκινούν μία συζήτηση με έναν άγνωστο, το επάγγελμα μπορεί να με κάνει να σταματήσω κάθε είδους επαφή.
Υπάρχει, λοιπόν, μία λίστα από επαγγέλματα - που θα έκαναν πολλές γυναικούλες να κοιμούνται ήσυχες - που την ώρα που ξεστομίζει κάποιος κάποιο από αυτά, έχω εξαφανιστεί δια μαγείας. Ένα από αυτά, έχει να κάνει με τα οικονομικά. Δεν έχει σημασία εάν είναι ο λογιστάκος που δουλεύει στο υπόγειο μίας εταιρείας ή αν είναι ο οικονομολόγος CEO που διοικεί την δική του.
Ασχολείται με προσθαφαιρέσεις;
Λογιστής.
Τέλος.
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι παίζει με τους λογιστές.
Και, ειλικρινά, ούτε που θα ήθελα να μάθω.
Και δεν έχει να κάνει μόνο με τους άνδρες.
Η μαλακία χτυπάει κόκκινο και στις γυναίκες.
Οι λογιστές είναι μία τραγική κατηγορία ανθρώπων, που το μόνο που αναρωτιέμαι, είναι αν ήταν έτσι σαν άνθρωποι και επέλεξαν αυτό το επάγγελμα ή αν το επάγγελμα τούς κάνει φυτά(;), ζώα(;), δεν ξέρω τι να πω. Με τους λογιστές πάντα φείδομαι χαρακτηρισμών.
Όταν άρχιζα να καταλαβαίνω ότι κάτι πάει στραβά με αυτό το είδος ανθρώπων, είχα ήδη πίσω μου αρκετές εμπειρίες. Η πρώτη ανάμνηση ήταν ο πατέρας ενός φίλου, που δεν αγόραζε ποτέ μπλοκάκια - για post it ούτε κουβέντα... - και έκοβε σε χαρτάκια από τους φάκελους και τα αποκόμματα των λογαριασμών, μέχρι τα περιτυλίγματα δώρων που έπιαναν μελάνι, για να κρατάει σημειώσεις. Και μία μέρα, πηγαίναμε με τον φίλο μου στο εξοχικό του, που τον είχε στείλει να μαζέψει λεμόνια από τον κήπο τους και να τους τα πάει. Κάποια στιγμή, βλέπω μία μηχανογραφική απόδειξη κοινοχρήστων - μα δεν μπορώ να το ξεχάσω... - πάνω στο ταμπλώ, και διαβάζω στο πίσω μέρος οδηγίες με απίστευτες, ανούσιες λεπτομέρειες για τι θα κάνει πως - μέχρι ποιο φως να ανάβει και ποιο να σβήνει... -, και στο τέλος: "Τα λεμόνια, με φειδώ".
Υπέθεσα ότι θα είχαν 1-2 δέντρα; Ότι ίσως θα έπρεπε να κόψει προσεκτικά τα λεμόνια, γιατί αν έκοβε τα άγουρα πιθανόν να έκανε κακό στο δέντρο και να μην καρποφορούσε την επόμενη χρονιά; Όταν φτάσαμε στο εξοχικό του, βράδυ, υπέθεσα ότι δεν είδα καλά. Μου φάνηκε ότι η αυλή ήταν γεμάτη λεμονόδεντρα... αλλά περίμενα να ξημερώσει.
Η αυλή ήταν γεμάτη λεμονόδεντρα.
Το πόσα λεμόνια είχαν επάνω, και πόσα άλλα σάπιζαν στο χώμα, δεν περιγράφεται. Είχα μείνει σοκαρισμένη. Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα.
Τότε.
Μετά χρειάστηκα κι εγώ λογιστές.
Πρέπει να έχω αλλάξει 15-20;
Όλοι, σαν να τους έκανε η ίδια μάνα;
Όλοι, σαν να ήρθαν από ένα συγκεκριμένο μέρος;
Δεν ξέρω τι να πω.
Και δεν έχει να κάνει με τα φύλα.
Άνδρες/γυναίκες, το ένα και το αυτό.
Είναι τόσο αγχωτικά, κομπλεξικά, μίζερα ανθρωπάκια, που δεν υπάρχει χειρότερο επάγγελμα που να συγκεντρώνει τόση μαλακία. Μα την Παναγία. Πνίγονται σε μία κουταλιά νερό, έχουν ξεσπάσματα από το πουθενά, δεν μπορούν να βάλουν σε μία σειρά την ζωή τους, ζουν στον δικό τους κόσμο, δεν έχουν ιδέα τι θα πει κομψότητα, δεν έχουν αίσθηση τής ευγένειας, κατηγορούν διαρκώς τούς άλλους, και γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια, μιζέρια, μιζέρια, μιζέρια.
Άνθρωποι που μαζί τους μόνον ασφυξία μπορείς να βιώσεις.
Είναι εκείνο το αγοράκι που καθόταν στο τελευταίο θρανίο, με κάτι πατομπούκαλα και κοντά παντελονάκια; Που συνέχεια έγραφε και έγραφε και έγραφε; Που δεν είχε κανέναν φίλο, γιατί ήταν το καρφί τής τάξης; Που δεν καταλάβαινε Χριστό από αστεία; Ή εκείνο το κοριτσάκι με τα γυαλάκια, που καθόταν στο πρώτο θρανίο, φορούσε πάντα μπαλαρίνες και φουστίτσες με απλικέ μαργαρίτες, και πεταγόταν να πει πρώτο μάθημα στριφογυρίζοντάς τες στο δάκτυλό του; Αυτό που ήθελες να το πλακώσεις στις φάπες, γιατί ποτέ δεν έπαρνε μέρος σε ό,τι κανόνιζε η τάξη;
Μεγαλώνοντας, το αγοράκι έγινε ένας κωλοσφίχτης, που προτιμά να είναι χαμένος στα βιβλία του με τους αριθμούς και τις πράξεις. Δεν έχει ιδέα τι είναι ζωή εκτός δουλειάς, και γίνεται εξαιρετικά γελοίος όταν βρεθεί σε μία κοινωνική συγκέντρωση. Πιθανόν να τρώει τα νύχια του μέχρι ρίζας, και από την ανασφάλειά του μπορεί να τα καταπίνει κι όλα ή να έχει τα Primperan για καραμέλες, γιατί το στομάχι του δένεται πάντα κόμπος για πλάκα ή να πέφτει ξερός και πανικόβλητος στο κρεβάτι μόλις αρχίσει να φτερνίζεται. Γι΄αυτόν υπάρχει μόνο ο μπαμπάκας και η μανούλα, και αν είναι παντρεμένος, η γυναίκα του είναι εικόνισμα - η γυναίκα του συνήθως είναι φυτό.
Μεγαλώνοντας, το κοριτσάκι κρεμιέται από την μανούλα, κυρίως - είναι το καμάρι της -, αν είναι παντρεμένο από τον σύζυγό της - ο σύζυγός της συνήθως είναι φυτό. Φίλες δεν έχει, μισεί όλες τις γυναίκες που βγαίνουν/διασκεδάζουν/φλερτάρουν, διότι εκείνη δεν ξέρει ούτε να ντυθεί, και πάντα - μα πάντα - θα κατηγορήσει όποια είναι έστω και ένα γραμμάριο ευειδής, κι αν έχει μία φίλη, αυτή θα είναι τα ίδια σκατά σαν εκείνη, και θα είναι κολλητές από το σχολείο. Ο πανικός την καταβάλλει με το παραμικρό, η γκρίνια της είναι ανυπόφορη, και περνά τον χρόνο της ή ξερνώντας ή χέζοντας σε μία τουαλέτα από το άγχος που της προκαλείται ακόμα και από ένα στυλό που σταμάτησε να γράφει.
Μπορεί να τους έχω ζήσει είτε κοινωνικά είτε επαγγελματικά, και να μην έχω μπει στις κρεβατοκάμαρές τους. Αμφιβάλλω, όμως, τόσο πολύ για το εάν έχουν ερωτική ζωή που, αν ήταν Προ-Πο, θα το έπαιζα standard. Οι άνδρες θα πρέπει να νομίζουν ότι το sex είναι μαγαζί τής παραλιακής και οι γυναίκες ότι ο οργασμός είναι βουνό της βορείου Ελλάδος. Είμαι τόσο σίγουρη.
Όταν γνώρισα τον Ψ, δεν είχα ακόμα σχηματίσει άποψη.
Κι εκείνο που με τράβηξε, δεν ήταν ότι ήταν λογιστής.
Ο Ψ ήταν μαζοχιστής.