28.8.11

The Timing

Εκείνη την περίοδο δεν ήθελα τίποτα.
Ή, μάλλον, ήθελα ένα πράγμα: ησυχία.

Ήθελα να είχα ένα remote control, να πατούσα το mute, και να μην άκουγα τίποτα.
Α! Και να ήμουν αόρατη, ίσως.

Να έκανα την δουλειά μου, να έβλεπα τους φίλους μου, αλλά πέρα από αυτά, ούτε άλλες γνωριμίες ούτε άλλες συζητήσεις ούτε καν τα τυπικά.
Δεν ήθελα.

Φυσικά, ο περίγυρός μου καταλάβαινε ότι δεν ήμουν στα καλά μου.
Είναι λίγο δύσκολο εκεί που κάνεις παρέα - ή έχεις συνηθίσει - με έναν άνθρωπο που είναι 220 Volt, να ξυπνάς μία μέρα και να τον βλέπεις να μην μπορεί να γεμίσει ούτε μία μπαταρία ΑΑ. Δεν ήξεραν. Και δεν ρωτούσαν. Απλά έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να με κάνουν να γελάω και να περνάω καλά.
Όταν με έβλεπαν.

Γιατί όταν δεν είμαι καλά, απομονώνομαι.
Οπότε δεν χρειάζεται να με δεις.
Το καταλαβαίνεις από την απουσία.

Ένα μεσημέρι, μου τηλεφώνησε μία φίλη ζητώντας να συναντηθούμε στο στέκι της, στο κέντρο. Κατάλαβα από την φωνή της ότι πήρε προαγωγή, και μου ήταν αδύνατον να αρνηθώ. Πήγα προσπαθώντας να είμαι χαμογελαστή - εκείνο το χαμόγελο που μόλις φαίνεται; - και βρήκα μία τεράστια παρέα, όλοι συνάδερφοί της από την εταιρεία που εργαζόταν. Όλοι μες στην τρελή χαρά - ήταν εκείνες οι εποχές που καίγονταν οι πιστωτικές και ο κόσμος διασκέδαζε με το παραμικρό και ασυνείδητα; -, έτρωγαν και, κυρίως, έπιναν.

Αφού έγιναν οι κοντινές συστάσεις - μέχρι εκεί που έφτανε το χέρι μου όταν απλώνονταν, γιατί γινόταν της πουτάνας από την δυνατή μουσική, τον κόσμο, τα γέλια και τις φωνές -, κάθησα, και η φίλη μου μού ανακοίνωσε τα νέα που ήδη είχα υποψιαστεί. Είχα σκοπό να μείνω όχι περισσότερο από μία ώρα. Φαινόμουν από την πόρτα ότι ήμουν το outsider, όχι της παρέας, όλου του μαγαζιού. Δυστυχώς το control ήταν μόνο στην φαντασία μου, και με αυτήν έπαιζα παιχνίδια τού τύπου "πατώ το mute και το βουλώνουν όλοι" ή "πατώ το mute και δεν ακούω Χριστό".
Κι έτσι περνούσε η ώρα.

Μόλις το είχα πάρει απόφαση να φύγω, είχα σηκωθεί, και κρατούσα τα τσιγάρα στο χέρι. Η φίλη μου κόντεψε να πνιγεί, αφήνοντας το ποτό που έπινε απότομα στο τραπέζι.
-Δεν φεύγεις!, είπε πανικόβλητη, αρπάζοντάς με από τον καρπό.
-Αλήθεια;..., την ρώτησα αφ' υψηλού.
Σηκώθηκε σαν ελατήριο.
-Τώρα θα φύγουμε!, είπε αμέσως.
-Θα έρθετε όλοι σπίτι μου;
-Όχι! Θα πάμε αλλού!
-Να πάτε.
-Περίμενε λίγο!, είπε και εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος.

Άφησα το σώμα μου να καταρρεύσει στο κάθισμα, άναψα ένα τσιγάρο, κι άρχισα σιγά-σιγά να βράζω. Αυτά είναι που μου την δίνουν όταν βγαίνω. Όταν εγώ θέλω να φύγω και οι άλλοι θέλουν να μείνουμε. Ή να πάμε κάπου αλλού. Εάν θέλω να φύγω, φεύγω. Δεν μπορείς να με σταματήσεις. Νευριάζω. Και δεν θέλεις να το δεις.

Αλλά η φίλη μου γύρισε ενθουσιασμένη, κοιτάζοντάς με με νόημα. Την κοίταξα κι εγώ με απορία και γύρισα να δω που αλλού κοιτούσε. Μία παρέα κοστουμαρισμένη ερχόταν, σαν να ήταν διαφήμιση ασφαλιστικής εταιρείας(;), πολιτικού κόμματος(;), κάτι τέτοιο, προς το μέρος μας.
-Δεν κατάλαβα, την ρώτησα καχύποπτη. Θα μας δείρουν;
-Όχι, όχι!, είπε χαμηλόφωνα, σκύβοντας στο μέρος μου, και μου εξήγησε ότι αυτοί ήταν οι "νέοι" της συνάδερφοι.
-Όλοι άνδρες;..., την ρώτησα με θαυμασμό. Τότε, διπλά συγχαρητήρια από εμένα.
-Δεν θα με αφήσεις, έτσι δεν είναι;, είπε μαραζώνοντας.
-Φοβάσαι;
-Νανά, σταμάτα!, είπε παραπονεμένη. Υπάρχει λόγος!

Ξανακοίταξα την παρέα.
Προφανώς, "κάποιος" από αυτούς ήταν ο λόγος. Και, μάλλον, η φίλη μου ήθελε υποστήριξη. Δεν ήξερα ποιος είναι ο "κάποιος" και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τόσο γρήγορα. Έμοιαζαν κι όλοι σαν να είχαν βγει από το ίδιο εργοστάσιο: κομμένοι και ραμμένοι στο ίδιο στυλ και χρώμα. Δεν με ένοιαζε. Αλλά έπρεπε να είμαι εκεί για την φίλη μου.

Πήγαμε με τα πόδια 2-3 τετράγωνα πιο πάνω - ανηφόρα, τις σιχαίνομαι τις ανηφόρες... -, σε ένα εστιατόριο πιο low profile, και με διακριτική μουσική. Εγώ, εκείνη, και καμμιά 10ριά άνδρες. Δεν μπορέσαμε να πούμε κουβέντα αλλά με κοιτούσε με το γνωστό ύφος "θα σου πω όταν φτάσουμε". Με κανέναν από αυτούς δεν είχαμε γνωριστεί, κανείς από αυτούς δεν καθόταν κοντά μας.

Όταν τακτοποιηθήκαμε, συνειδητοποίησα ότι αισθανόμουν καλύτερα.
1. είχα βγάλει τα παπούτσια κάτω από το τραπέζι
2. δεν έβρισα στην ανηφόρα
3. διάολε, άνδρες!

Αφού μου σύστησε κάθε έναν ξεχωριστά με όνομα, επίθετο, και θέση στην εταιρεία, έφτασε στον διπλανό μου.
-Και ο κύριος που κάθεται δίπλα σου, είναι ο (...), και είναι το...
-... ο προϊστάμενος, την έκοψε κομψά και χαμηλοφώνως.
-Όλων!, πετάχτηκε κάποιος.
Έδωσα το χέρι μου σαν καλό κορίτσι, και κοίταξα φευγαλέα την φίλη μου. Ο "κάποιος" ήταν αυτός.
Σίγουρα.

Υπέθεσα, πως θα είχε ηθικό δίλημμα: προαγωγή και σχέση με το αφεντικό της;
Τα πράγματα ήταν σοβαρά...

-Λοιπόν, είπα υψώνοντας αρκετά την φωνή μου. Εμείς θα πάμε να φρεσκαριστούμε. Εσείς παραγγείλετε ό,τι νομίζετε. Θα αργήσουμε.
Σηκώθηκα, πήρα την τσάντα μου, και έκανα νόημα με τα μάτια στην φίλη μου να σηκωθεί κι εκείνη. Στραβοκαταπίνοντας, σηκώθηκε, και καθώς έκανα να γυρίσω την πλάτη, βλέπω τον "κάποιο" να ανασηκώνεται κι εκείνος για λίγο. "Τουλάχιστον, είναι ευγενής", σκέφτηκα.

-Το κατάλαβες;!, ρώτησε με έξαψη η φίλη μου όταν έκλεισε η πόρτα τής τουαλέτας πίσω μας.
-Ότι την πάτησες με το αφεντικό; Ε, δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Μόνο να αλλάξουμε θέσ...
-Αυτός την πάτησε μαζί σου!, είπε τσιριχτά, καθώς με έπιασε από τους ώμους.

Σταμάτησα.
Δεν μίλησα.
Την κοίταξα.
Δολοφονικά.
Mute.
Τα πάντα, όλα.

Άφησα την τσάντα μου στο μάρμαρο τού νιπτήρα, κατέβασα με ψυχραιμία τα χέρια της από επάνω μου, πήρα βαθιά ανάσα, έκλεισα τα μάτια, και της κράτησα τα χέρια στα δικά μου.
-Με έφερες εδώ για προξενιό...; Πες μου ότι δεν έχω καταλάβει...
-Δεν... δεν είναι προξενιό..., είπε τρομαγμένη.
-Μην συνεχίζεις!, την προειδοποίησα σπρώχνοντας τα χέρια της μακριά. Λοιπόν. Θα πάω έξω, θα χαιρετήσω, και θα φύγω. Και εμείς θα τα πούμε όταν θα σου φύγει η χαρά τής προαγωγής.

Πηγαίνοντας προς την πόρτα, η φίλη μου με τράβηξε απότομα πίσω.
Μου εξήγησε - σαν να είχε πάρει speed - ότι ο τύπος ήταν περίπτωση, όταν πάντα έβγαινε με γυναίκες αρκετά μεγαλύτερες από εκείνον, ότι ποτέ δεν ψάρωνε με τις γκόμενες που του την έπεφταν στο γραφείο, ότι ήταν πάντα χαμηλών τόνων, πολύ προσγειωμένος, πολύ λιγομίλητος, πολύ σοβαρός, όλοι τον σέβονταν αλλά είχαν και τον φόβο του, και ότι το θεώρησε πολύ καλό σημάδι, που την ημέρα τής προαγωγής της, εκδήλωσε στην ίδια το ενδιαφέρον του για εμένα, την φίλη της. Ήταν εκείνος που της είπε να με πάρει μαζί της "no matter what", διότι του φάνηκα "πολύ ενδιαφέρον άτομο".

Σταμάτησε για να πάρει ανάσα.
-Ωραία, της είπα. Πες του, πως το "ενδιαφέρον άτομο" θέλει να πάει σπίτι του. Και τα ξαναλέμε.
-Όχι! Όχι!, είπε τρελαμένη. Μην μου το κάνεις αυτό! Σε παρακαλώ! Τι σου έχω ζητήσει;! Κάτσε λίγο, και φεύγεις! Θα καταλάβει ότι σου μίλησα! Μην μου το κάνεις αυτό!

"Δεν γαμιέται", σκέφτηκα.
Φρεσκαριστήκαμε, βγήκαμε, καθήσαμε, φάγαμε, και άρχισε η ψιλοκουβέντα. Η φίλη μου τράβηξε το κάθισμά της πιο κοντά στους άλλους, για να μας αφήσει μόνους. Εγώ έβραζα. Μία λέξη ήθελα. Μία στραβή.
Τίποτε άλλο.

Αλλά ο "κάποιος" ήταν εξαιρετικά ευγενής.
Μου άναβε όλα τα τσιγάρα. Μου γέμιζε τα ποτήρια νερό και κρασί, απαγορεύοντας στον σερβιτόρο να επέμβει. Πήγε και μου πήρε τσιγάρα. 2 πακέτα. Μιλούσε ήρεμα, ευγενικά, σοβαρά. Περί ανέμων και υδάτων. Φαινόταν ότι ενδιαφερόταν, και το είχαν καταλάβει όλοι.

Κι εμένα, αυτά τα πράγματα δεν μου αρέσουν.