25.8.09

A Mother Of A Domme



Ο πρώτος υποτακτικός μου, ήταν γυναίκα. Και ήταν η μαμά μου.

Η μεγαλύτερη ευλογία για ένα παιδί, θα ήταν να έχει μαμά τη μαμά μου. (Η μεγαλύτερη κατάρα – από την άλλη – θα ήταν για μία μητέρα, να έχει παιδί εμένα…)

Η μαμά μου είναι ήρωας. Αν εγώ είχα ένα παιδί σαν εμένα, πιθανόν να το έπνιγα. Εκείνη, όχι μόνον δεν με αντιπάθησε αλλά με λάτρεψε. Η αγάπη της είναι τόση, που αν της έλεγα «θέλω να πέσεις από την ταράτσα», το μόνο που θα την σταματούσε, θα ήταν για μία στιγμή, όταν θα άνοιγε την πόρτα «έξω κάνει κρύο, παιδί μου, να ντυθείς καλά αν βγεις μετά».

Κανείς δεν ξέρει που θα έφτανε αυτή η αγάπη, εάν ήμουν και μοναχοπαίδι. Η μαμά μου πέρασε πολύ δύσκολα με μένα. Ήθελα αυτό που ήθελα, όταν το ήθελα. Και έπρεπε να το κάνει. Ό,τι και να ήταν αυτό. Και το έκανε.

Προσπάθησε πολλές φορές να με τιθασεύσει. Με το καλό. Με το κακό. Με τα χάδια. Με τη βία. Τίποτα… Ακόμα κι όταν αναγκαζόταν να με χαστουκίσει ή να με βάλει στα γόνατά της για το γνωστό spanking, κλείνονταν μετά στην τουαλέτα και την άκουγα να κλαίει. Και σαν να μην της έφταναν οι τύψεις, πήγαινα και την αγκάλιαζα – γιατί εγώ δεν έκλαιγα ποτέ, ούτε πονούσα – και της έλεγα «μαμά, μη κλαις, δεν πειράζει, εγώ σ’ αγαπάω». Και την έκανα χειρότερα.

Ήξερα ότι με αγαπούσε. Ήξερα ότι την αγανακτούσα. Ήξερα ότι δεν έφταιγε ποτέ. Λυπόμουν που την έφερνα σε αυτή τη θέση, να μισεί τον εαυτό της που κάνει τέτοια πράγματα στο παιδί της. Ακόμη και σήμερα, υπάρχουν φορές που όταν θυμάται τι κάναμε όταν ήμασταν μικρά, όταν της έρχονται στο μυαλό αυτά που έκανα κι εκεί που βλέπεις τη χαρά να την κυριεύει και τη φωνή της να σπάει από συγκίνηση, κατεβάζει τα μάτια ενοχικά και στενοχωριέται, γιατί θυμάται τι έκανε. Και χάνει τα λόγια της.

Η μαμά μου ήταν και είναι ο ήρωάς μου. Εκείνη που ήταν και είναι πάντα εκεί, ό,τι και αν της έκανα, ό,τι κι αν τραβούσε από μένα. Με αγαπούσε και με αγαπάει σαν πιστή. Με λάτρευε και με λατρεύει σαν θεά της. Έκανε και κάνει τα πάντα για να είμαι ευτυχισμένη. Μου έδινε και μου δίνει ό,τι ζητήσω.

Για τη μαμά μου, όλη της η ζωή είμαι εγώ. Για ό,τι θέλει να κάνει «να ρωτήσουμε την Νανά». Για ό,τι πρέπει να αποφασιστεί «ό,τι πει η Νανά». Για ό,τι κακό έχει ακούσει στις ειδήσεις «που είναι η Νανά;!»

Για μένα, είναι το σόναρ της ψυχής μου. Όταν θα μπω στο σπίτι, χωρίς να με κοιτάξει καν στο πρόσωπο, θα την ακούσω να ρωτάει «γιατί είσαι στενοχωρημένη, Νανά;» ή «ποιος σε θύμωσε, Νανά;» Όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ, χωρίς να ανοίξει την πόρτα να με δει, ρωτάει απ’ έξω ψιθυριστά «Νανά; Τι έχεις και δεν κοιμάσαι;» Όταν με παίρνει τηλέφωνο, απαντώ με την πιο γλυκιά φωνή για να μην καταλάβει κι όμως εκείνη ρωτά «ποιον βρίζεις, παιδί μου, πάλι;»

Σε όλα αυτά τα χρόνια, την έχω κουράσει, την έχω πληγώσει, την έχω σοκάρει, την έχω στενοχωρήσει, την έχω βασανίσει.
Υπήρξα ο δυνάστης της, ο τύραννός της, ο διάβολός της.
Αλλά εκείνη με αγάπησε τόσο, όσο δεν αγάπησε ποτέ κανέναν. Ακόμα περισσότερο και από τον ίδιο της τον εαυτό.

Με λάτρεψε, γιατί ήξερε ότι κι εγώ την αγαπώ και πως ό,τι έκανα, δεν το έκανα για κακό. Το έκανα γιατί αυτός ήταν ο χαρακτήρας μου. Κι εκείνη - ίσως σαν μάνα, ίσως σαν γυναίκα που δεν έκανε ποτέ ό,τι έκανα εγώ, ίσως γιατί είχε πίστη σε εμένα – δεν έκανε πίσω. Μπορεί να πληγωνόταν στα αγκάθια της συμπεριφοράς μου αλλά ήταν εκεί. Πάντα. Ο φύλακας-άγγελός μου.

Σ’ αγαπάω πολύ, μαμά. Κι ας μην ξέρεις τι κάνω τα βράδια. Γιατί πολύ φοβάμαι, πως αν ήξερες, θα σε έχανα. Επί τόπου.