4.9.09

Goodnight, Mistress



-Θα πάμε;
-Βαριέμαι.
-Έλα ρε Νανάαα! Πάμε! Θα είναι ωραία! Μπορεί να ‘ρθει και κανένας καλός γκόμενος!
-Σ’ τον χαρίζω.
-Νανά! Θα πάρω στο κομμωτήριο να κλείσω ραντεβού και θα κλείσω και για σένα.
-Ωραία… Θα κάνεις δύο χτενίσματα.
-Καλά! Θα το πω και στους άλλους και θα έρθεις θέλεις δε θέλεις!
-Πες το όπου θέλεις. Βαριέμαι.

Η Νανά είμαι εγώ. Η άλλη, είναι μία φίλη που είχε βάλει σκοπό να με κουβαλήσει σε ένα πάρτυ για τη γιορτή μίας κοινής μας φίλης, που δεν της είχα και ιδιαίτερη συμπάθεια. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Άλλαζε η εποχή, άλλαζε ο καιρός, ξεκινούσαν οι γιορτές. Όλα μαζί. Και βαριόμουν. Θανάσιμα.

Υπάρχει μία περίεργη αντίστροφη αναλογία, μεταξύ εμού και των φίλων μου. Οι φίλες/οι μου, τρελαίνονται να βγαίνουν αλλά δεν είναι τόσο κοινωνικοί. Εγώ μπορώ να κάνω 40 φίλους βγαίνοντας από το σπίτι μου και μέχρι να φτάσω στο super market αλλά δεν τρελαίνομαι όταν ακούω για νυχτερινή έξοδο. Να πλυθώ, να ντυθώ, να χτενιστώ, να βαφτώ, να πάω, να σταθώ, να καπνιστώ, να κουραστώ, να βαρεθώ, να γυρίσω, να ξεβαφτώ, να ξεντυθώ, να ξαναπλυθώ. Και να χάσω τον beauty sleep μου. Όλα για κάτι σικέ. Και σχεδόν πάντα προβλεπόμενο.

Μέσα στη μελαγχολία εκείνης της μέρας και την ησυχία μου, χτύπησε το τηλέφωνο.
-Ξέρω ότι δεν θέλεις να έρθεις στη γιορτή μου, ξέρω ότι βαριέσαι αλλά έλα! Θα είναι πολύ ωραίο πάρτυ! Και σου έχω και μία έκπληξη!
-Ξέχασες ότι δεν είσαι το καλύτερό μου, χρυσή μου. Όσο για την έκπληξή σου, κράτα την για σένα. Ή τσακωθείτε με την Θ που της την έχω χαρίσει από το μεσημέρι.
-Δεν είμαι το καλύτερό σου αλλά θα χάσεις! Του έχω πει για σένα και θέλει λέει να σε γνωρίσει!
-Τώρα είναι που δεν θα έρθω.
-Αν αλλάξεις γνώμη…
-Θα πάω στο Χρυσό Κουφέτο. Γεια!
Έκλεισα το τηλέφωνο και άνοιξα το βιβλίο μου.

Λίγο μετά τις 21:00, άρχισαν τα παρακάλια. Από παντού. Το τηλέφωνο δεν σταματούσε να χτυπά και είχα αρχίσει ήδη να εκνευρίζομαι. Τελικά το είπα: «Θα ‘ρθω! Αλλά μη μου πει κανείς καμμιά κουβέντα για γκόμενους και εκπλήξεις, γιατί θα τον πάρει ο διάολος!»

Ξεκινήσαμε με τρία αυτοκίνητα. 12 τρελές χαρές. Και μία αδέσποτη σφαίρα.

Το πάρτυ ήταν όπως όλα τα πάρτυ. Κόσμος έμπαινε, έβγαινε, έπινε, γελούσε, μιλούσε. Κι εγώ σε μία γωνία. Βαριόμουν. Είδα την Δ να τρέχει προς το μέρος μου. Όταν με πλησίασε, έκανα ένα βήμα πίσω.
-Μην αρχίσεις τις μαλακίες, να χαρείς…
-Ήρθες! Ήρθες! Είναι εδώ και ο…
-Σοβαρέψου. Και φύγε.
-Γιατίιι;
-Γιατί θα σου κάνω τη γιορτή, κηδεία! Φύγε!

Η Δ έφυγε. Ήρθε, όμως, ο γαμπρός… Περπατούσε με τον αέρα του executive… Χαλαρά και άνετα. Τον κοιτούσα όπως η αράχνη τη μύγα. Με κοιτούσε σαν να με είχε ήδη γκόμενα…
-Καλησπέρα, είπε με περίσσια μαγκιά.
-Καλησπέρα, είπα με περίσσια βαρεμάρα.
-Είστε φίλη της Δ;
-Ναι. Άσπονδη.
-Είμαι ο Κ, είπε και μου έδωσε το χέρι του.
-Είμαι η Μαρίκα, είπα και κοίταξα το χέρι του.
-Μαρίκα…;
-Ναι. Μαρίκα. Δεν σας αρέσει; Βγαίνει από το Μαρία.
-Α, ναι, ναι, βέβαια…, είπε και κοίταξε γύρω του. Προφανώς γιατί νόμιζε ότι έκανε λάθος. Και ήθελε να φύγει. Όχι, όμως, τόσο εύκολα…
-Με τι ασχολείστε;, τον ρώτησα με το χαμόγελο της Gioconda.
-Είμαι Broker σε μία ναυτιλιακή. Βγάζω γύρω στα €2.000 τον μήνα. Αλλά σε κάνα 4μηνο, θα ξεπερνάω τις 5, είπε και έβγαλε τα πούρα του, φουσκώνοντας το στέρνο του.
-Αλήθεια;!, ρώτησα με έκπληξη.
-Ναι, μου απάντησε με περίσσια υπερηφάνεια, ανάβοντας ένα. Εσείς; Με τι ασχολείστε;
-Είμαι καθαρίστρια, του απάντησα με περίσσια ταπεινότητα.
-Καθαρίστρια…;, ρώτησε αποσβολωμένος.
-Ναι. Σε ένα δημοτικό. Που μένετε;, συνέχισα τον τουφεκισμό.
-Νότια, μου απάντησε με μία ιδέα απαξίας. Στη Βούλα.
-Α! Κι εγώ! Νότια!, του είπα και τον είδα να αναθαρρεί λίγο.
-Στη Γλυφάδα;, με ρώτησε με καχυποψία.
-Όχι. Στον Αγ. Ιωάννη του Ρέντη! Τον ξέρετε;

Ο γαμπρός δεν έφυγε. Εξαφανίστηκε. Κι εγώ σταμάτησα να βαριέμαι. Το κέφι μου είχε ξυπνήσει. Ήμουν άλλος άνθρωπος. Γύριζα μέσα στον κόσμο, μιλούσα, γελούσα, έκανα φίλους. Έβριζα την Δ με κάθε ευκαιρία κι εκείνη μου έλεγε να τη βρίζω όσο θέλω, γιατί την έπειθα με τον τρόπο μου ότι την αγαπάω. Όπως κι εκείνη.

Μέσα στο πλήθος η ματιά μου διασταυρώθηκε με μία άλλη. Καθόταν σε μία γωνία - με ένα ζευγάρι πλάτη σε μένα - και όταν κατάλαβε πως τον κοιτάζω, κατέβασε τα μάτια στο πάτωμα. Ακόμα και από τόση απόσταση, είδα ότι κοκκίνισε. Ένας μικρός συναγερμός άρχισε να χτυπά... Συνέχισα απτόητη να κάνω ό,τι έκανα, μέχρι τη στιγμή που ήρθε για να φύγω. Σκέφτηκα να ρωτήσω την επομένη ποιος ήταν. Χαιρέτησα τους δικούς μου ανθρώπους και αποχώρησα.

Βγαίνοντας από το ασανσέρ, άκουσα ποδοβολητά να κατεβαίνουν τις σκάλες. Γύρισα ξαφνιασμένη να δω ποιος ήταν και τι είχε συμβεί. Και βλέπω εκείνον. Μόλις συναντήθηκαν οι ματιές μας, σταμάτησε απότομα στο σκαλοπάτι που βρισκόταν.
-Τι συμβαίνει;, τον ρώτησα ανήσυχη.
-Φεύγετε;, με ρώτησε χαμηλόφωνα.
-Ναι. Τι συμβαίνει;
-Μη φύγετε!
-Συγγνώμη…;
-Είναι νωρίς ακόμα, είπε και άρχισε αργά να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια που είχαν απομείνει.
-Με κοιτάζετε έντρομος και μου ζητάτε να μείνω; Γι’ αυτό κατεβήκατε; Είστε σίγουρος ότι δεν έγινε κάτι;
-Δεν έγινε τίποτα, με πλησίασε με τα μάτια ορθάνοιχτα. Ενθουσιασμένος μεν, συγκρατημένος δε.
-Και τότε γιατί να μείνω; Επειδή είναι νωρίς; Κι εσείς ποιος είστε; Ο κηδεμόνας μου;
-Όοοχι…, έχασε τα λόγια του και τα μάτια του καρφώθηκαν στο πάτωμα. Κοκκινίζοντας… Άρχισε πάλι ο μικρός συναγερμός.
-Τότε;
-Απλά… έλεγα να μένατε…
-Το θέμα, όμως, είναι ότι εγώ λέω να φύγω, και γύρισα προς την εξώπορτα. Μπήκε όμως μπροστά μου.
-Μη φεύγετε! Σας παρακαλώ!, είπε και τα μάτια του με ξανακοίταξαν ορθάνοιχτα.
-Θέλετε να μου πείτε τι συμβαίνει; Έχω αρχίσει να χάνω την υπομονή μου.
-Αποκλείεται, μου είπε με ένα υπέροχο χαμόγελο. Υπέροχο όμως. Ντροπαλό. Εσείς είστε Αφέντρα. Και η Αφέντρα έχει μεγάλη υπομονή.
-Τι είμαι;, κοντοστάθηκα.
-Αφέντρα… Είστε Αφέντρα.
-Τι μου λέτε; Μου επιτρέπετε να φύγω τώρα;
-Θα φύγετε;
-Αυτό λέω εδώ και μισή ώρα. Αλλά προφανώς έχετε πιει. Να το κόψετε αν σας πειράζει τόσο.
-Δεν έχω πιει! υπερασπίστηκε τον εαυτό του. Σας παρακολουθώ όλο το βράδυ.
-Αλήθεια…
-Μάλιστα… Αλλά αν θέλετε να φύγετε, εγώ θα σας ξαναβρώ. Οπωσδήποτε.
-Τι μου λέτε…
-Δεν με πιστεύετε; Θα το κάνω. Είστε Αφέντρα. Και οι Αφέντρες δεν είναι πολλές. Θα σας βρω.
-Πολύ καλά. Φροντίστε να είστε ξεμέθυστος. Και φύγετε από μπροστά μου τώρα.

Χαμήλωσε τα μάτια, έσκυψε λίγο, μου άνοιξε την πόρτα και πήρε θέση δίπλα της.
Τον κοίταξα παραξενεμένη. Σκέφτηκα, κρίμα, και μου άρεσε. Ποιος ξέρει τι πετριά έχει φάει.
Βγαίνοντας, άκουσα καθαρά: «καληνύχτα, Αφέντρα». Δεν γύρισα. Φαινόταν στον κόσμο του.

Ο κόσμος του, όμως, ήταν και δικός μου.
Αλλά δεν είχα ιδέα.