26.1.12

Toxicity

Θα έλεγα ότι είμαι σπιτόγατα.

Αγαπώ πολύ τον χώρο που κοιμάμαι και ξυπνώ. Μου αρέσει να μαγειρεύω, να δέχομαι φίλες/ους, να μένω μόνη. Διαβάζω, βλέπω ταινίες, μιλώ στο τηλέφωνο, σερφάρω στο internet. Είμαι στην άνεση τού σπιτιού μου. Νοιώθω, πραγματικά, βασίλισσα. Διότι το σπίτι μου είναι το βασίλειό μου.

Μου αρέσει, ωστόσο, και να βγαίνω.
Όχι για καφέδες - τα έχουμε ξαναπεί. Ούτε για να συναντήσω κάποιον επί τούτου. Προτιμώ αυτό να γίνει στο σπίτι μου, όπου μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Πιθανόν να έχει να κάνει και με τον έλεγχο. Θα βγω μόνο για κάποιο event ή happening - κάτι δηλαδή που γίνεται σε/για ειδικές περιστάσεις/περιπτώσεις -, και για να κάνω νέες γνωριμίες. Χωρίς αυτά τα τρία, δεν βρίσκω τον λόγο να βγω από το σπίτι μου.

Αν βγούμε έξω, και με αφήσεις ελεύθερη να κινηθώ στον χώρο, θα φύγω με 43 τηλέφωνα και 26 κάρτες. Επίσης, μπορεί να έχω δώσει σε άλλα 43 άτομα το τηλέφωνό μου και σε άλλα 26 την κάρτα μου. Θα μιλήσω με όσους περισσότερους μπορώ - άνδρες / γυναίκες / παιδιά -, εκτός κι αν βγω με τον σύντροφό μου, που θα αποφύγω συνειδητά τούς άνδρες που δεν συνοδεύονται, για να μην δώσω δικαίωμα.

Οι φίλες/οι μου βγαίνουν μαζί μου για τρεις, κυρίως, λόγους.
Διότι ξέρουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην περάσουν καλά, νοιώθουν ασφάλεια, και απελευθερώνονται. Υπάρχουν φίλες/οι που με ακολουθούν σαν σκιά. Υπάρχουν φίλες/οι που κοιτάζουν εντυπωσιασμένοι από το πόσο απλό είναι να κάνει κανείς γνωριμίες, και το προσπαθούν κι εκείνες/οι. Αλλά δεν έχω κάποια/αν φίλη/ο που να αισθάνεται άσχημα γι' αυτό. Επίσης, οι φίλες/μου θέλουν να βγαίνουμε για ψύλλου πήδημα, με τρελή χαρά. Εάν αποδεχόμουν όλες τις προσκλήσεις τους, μάλλον θα ήμουν άστεγη...

Οι σχέσεις μου ήταν άλλο πράγμα.
Ας πούμε ότι οι μισές - δεν είναι, αλλά ας πούμε... - ήταν πολύ χαρούμενες που με έβλεπαν να το κάνω, και οι άλλες μισές - ας πούμε πάλι... - όχι. Στην πρώτη περίπτωση, όλα ήταν παραπάνω από καλά. Έβλεπα όχι απλή υπερηφάνεια, αλλά, κυριολεκτικά, καμάρι στα πρόσωπά τους. Στις άλλες μισές, δεν έμενα πολύ για να βλέπω τα μούτρα τους.

Με τον Ψ δεν ήταν σχέση.
Ναι.
Αλλά θα ξεκινήσουμε από αλλού.

Η βασική γκρίνια τού Ψ, σε σχέση με εμένα, ήταν το πως έπρεπε να είμαι.
Όχι, βέβαια, σε πρώτο πρόσωπο.
Πάντα σε τρίτο.
Του στυλ "πως πρέπει να είναι μία Αφέντρα".
Με μία πρόταση;
Στρατιωτάκια, αμίλητα, ακούνητα, στον τοίχο κολλημένα.
Με πολλές;
Δεν έπρεπε να μιλάω. Δεν έπρεπε να γελάω - ιδίως να γελάω... Να αστειεύομαι. Να δίνω σημασία σε άλλους.
(Κοίτα να δεις που τώρα μου φαίνονται αστεία... Τότε τα θεωρούσα τραγικά. Τραγικά, όμως...).

Μετά.
Όταν του έλεγαν να βγει, ποτέ δεν έλεγε "όχι".
Μόλις ερχόταν η ημέρα, έπαιρνε τηλέφωνο, έλεγε μία δικαιολογία τού κώλου, και το ακύρωνε.
Συνέχεια αυτό.

Άρχισα να τον δοκιμάζω κι εγώ.
Του έλεγα - άκυρα... - "με έχουν καλέσει εκεί" - σιγά μη με είχαν καλέσει και ήθελα να πάω μαζί του, τώρα... - "θα με συνοδεύσεις;". "Ναι", έλεγε. Το πρωΐ εκείνης τής ημέρας, με έπαιρνε τηλέφωνο, μου έλεγε μια παπαριά, και το ακύρωνε. Δεν με πείραζε που το έκανε και σε εμένα. Ποια ήμουν εγώ στο κάτω-κάτω τής γραφής; Η υπηρέτριά του. Εδώ ακύρωνε σημαντικές συναντήσεις με άτομα που έρχονταν μέχρι και από το εξωτερικό, και που κάποιοι άλλοι θα έκαναν τα πάντα για να τους γνωρίσουν, πόσο, μάλλον, να είναι καλεσμένοι τους. Αυτό που με ενοχλούσε, ήταν η μαλακία του. Δεν σκεφτόταν καν ότι ήξερα πως το έκανε. Τέτοια ξεφτίλα...

Και αυτή ήταν μικρή ξεφτίλα.
Η μεγάλη ήταν όταν, όντως, βγαίναμε έξω...

Στις σχέσεις μας, δεν παίζει ρόλο μόνο το πως φερόμαστε όταν είμαστε μόνοι.
Παίζει ρόλο και το πως φερόμαστε ο ένας στον άλλον μπροστά σε τρίτους, αλλά και το πως φερόμαστε εμείς στους τρίτους. Η μεταξύ μας αλληλεπίδραση και η αλληλεπίδραση και των δύο, αλλά και του κάθε ενός ξεχωριστά, παίζει μεγάλο ρόλο όταν βρισκόμαστε ανάμεσα σε άλλους. Εκεί μπορείς να καταλάβεις πότε κάποιοι είναι ζευγάρι, πότε είναι καλό ζευγάρι, και πότε κακό. Και μπορείς να το καταλάβεις από μακριά.

Στον δικό μου τον κύκλο, δεν ετίθετο θέμα να τον παρουσιάσω - δεν έχω παρουσιάσει σοβαρές μου σχέσεις... Οι φορές που βγήκαμε - μετρημένες, μην φανταστεί κανείς... -, ήταν με τους δικούς του ανθρώπους. Όλοι από τον επαγγελματικό του χώρο. Να πάει το μυαλό όσων τον ήξεραν ότι είμαι η γκόμενά του, ούτε κατά διάνοια. Μάλλον για καμμία γραμματέα θα με περνούσαν. Εύκολα, λοιπόν, με πλησίαζαν. Δεν χρειαζόταν να μπω εγώ στον κόπο. Εξ άλλου, δεν πήγαινα και πολύ μακριά. Ήθελα να τον παρακολουθώ: πως μιλά, πως κινείται.

Με απλά λόγια;
Δεν ήθελε να μου μιλά κανείς.
Δεν ήθελε να μιλώ σε κανέναν.
Έφριττε όποτε με έκαναν να γελώ.
Με πλησίαζε, με ένα ύφος "αυτό είναι δικό μου, μακριά!".
Όχι "αυτή".
"Αυτό".

Χρειάζεται να εξηγήσω τι σημαίνει για κάποιον το ουδέτερο άρθρο;
Μάλλον, όχι...

Δεν ήθελε να είμαι με κόσμο.
Ούτε να γελώ με τα αστεία των άλλων.
Φοβόταν μην με χάσει.
Συγγνώμη.
Φοβόταν μην το χάσει.

Και έτσι, όλοι απομακρύνονταν.
Μέχρι την ώρα που φεύγαμε, δεν με πλησίαζε ούτε μύγα.
Οι άνθρωποι που στέκονταν / κάθονταν δίπλα μου, ούτε που με κοιτούσαν.
Αυτό ήθελε.

Με μεγάλη μου έκπληξη, μαθαίνω μία μέρα ότι έχει καλέσει στο σπίτι του κάποιους εξωτερικούς συνεργάτες, για να μιλήσουν για ένα project. Και με μεγαλύτερη, ότι ήθελε να ήμουν παρούσα - χμ... παρόν. Χάρηκα. Όσο σίγουρος και να είσαι για κάποιον, υπάρχει πάντα η εξαίρεση. Και ίσως να ήταν εκείνη.
Δεν ήταν.

Στο τραπέζι καθόμουν δίπλα του.
Δεν μου απηύθυνε τον λόγο ούτε μία φορά.
Δεν με σύστησε, καν.

Τον παρατηρούσα, ωστόσο, να ακούει με μεγάλη προσοχή, να είναι ιδιαίτερα περιποιητικός, να ρωτά συχνά για το εάν το catering είχε κάνει καλή δουλειά με τα εδέσματα, να επιβλέπει το προσωπικό. Το ενδιαφέρον του - αν και ήταν απλά για την δουλειά - με ευχαριστούσε.
Ο λογαριασμός, παρ' όλα αυτά, ήρθε άλλη μέρα...

Την ημέρα που, ανεβαίνοντας την σκάλα για να πάω στο διαμέρισμα, βρήκα ανοικτή την πόρτα τού διαμερίσματος τής μητέρας του. Από την σκάλα μέχρι την πόρτα, ήταν ούτε ένα μέτρο απόσταση. Και αυτό που είδα με εξέπληξε τόσο πολύ, που δεν μου έχει φύγει ακόμη ως εικόνα.

Δεν είχα δει - και δεν έχω δει ξανά - ποτέ δύο πολυθρόνες με γυρισμένη την πλάτη στην πόρτα ενός σπιτιού... Ένα τεράστιο σαλόνι, σχεδόν άδειο, με μία τηλεόραση σχεδόν στο κέντρο του, και δύο πολυθρόνες πλάτη, ένα με ενάμιση μέτρο μακριά από την πόρτα... Στην δεξιά καθόταν η μητέρα του, ένα τραπεζάκι δίπλα της με ένα μικρό φωτιστικό, και στην αριστερή εκείνος, με ένα άλλο ένα ίδιο τραπεζάκι. Μιλούσαν. Μιλούσαν, χωρίς να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Έβλεπαν τηλεόραση, η οποία δεν ήταν και ιδιαίτερα δυνατά για να ακούς. Πριν προλάβω να πω "καλησπέρα" χτυπώντας την ανοικτή πόρτα - κι ενώ φανταζόμουν πως σχολιάζαν αυτό που έβλεπαν στην τηλεόραση -, τους ακούω να μιλούν για το τραπέζι που είχε γίνει.

Ο σαρκασμός, η ειρωνία, η υποτίμηση, έχαναν πάσα έννοια...
Ο δε Ψ, σχολίαζε από το τι φορούσε η γυναίκα τού τάδε, μέχρι το τι αυτοκίνητο οδηγούσε ο δείνα. Η μητέρα του, κυρίως, γελούσε. Υπεροπτικά. Όχι. Το ενδιαφέρον του στο τραπέζι δεν είχε να κάνει με το ενδιαφέρον ενός οικοδεσπότη. Είχε να κάνει με την δουλειά ενός πληροφοριοδότη. Δεν ήταν τραπέζι. Ήταν μάζωξη. Έπαιρνε όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε, για να έχει μετά να υποβιβάζει και να εξευτελίζει. Με την μαμά του...

Μάζεψα το χέρι μου αργά, κι άρχισα να κατεβαίνω με προσοχή τα σκαλιά.
Όχι για να μην γλιστρήσω.
Για να μην με ακούσουν.

Έφυγα με τόση ντροπή, που δεν μπορώ να περιγράψω...
Όχι επειδή άκουσα.
Επειδή κατάλαβα.

Και είχα καταλάβει μόλις τα μισά.