11.1.12

Misery

Έχουμε αναφερθεί ξανά στην λαϊκή σοφία, που λέει πως όποιος είναι τσιγκούνης στα χρήματα είναι και στα αισθήματα. Εκείνοι που το έχουν διαπιστώσει, ξέρουν πόσο αληθές είναι. Διότι δεν υπάρχει μόνο το αρχαίο "ουκ αν λάβοις παρά τού μη έχοντος" αλλά και το "ουκ αν λάβοις παρά τού μη δίδοντος"...

Ο Ψ δεν είχε οικονομικό πρόβλημα.
Ούτε οι οικογένειά του είχε αντιμετωπίσει ποτέ κάτι τέτοιο. Σε αυτήν την περίπτωση, θα ήταν κάτι φυσιολογικό. Ο Ψ ήταν, προφανώς, ένας άνθρωπος άπληστος. Ένας άνθρωπος που τα ήθελε όλα δικά του. Κι αυτός που τα θέλει όλα δικά του, δεν έχει τίποτα...

Δεν θα μιλήσω για τις προηγούμενες σχέσεις μου.
Δεν έχει νόημα, αφ' ενός, και, αφ' ετέρου θα ήταν άκομψο.
Θα μιλήσω για τις πρωτογενείς μου εικόνες.
Θα μιλήσω για τον μπαμπά μου.

Όταν ήμασταν παιδιά, και μας έπαιρναν μαζί τους οι γονείς μας, ήταν το καλύτερό μου. Πάντα ήταν το καλύτερό μου όταν γνώριζα κόσμο. Συνήθως, έφερναν και οι άλλοι τα δικά τους, και καθόμασταν πολλές φορές και σε διαφορετικά τραπέζια, για να μην ακούμε τις συζητήσεις τους. Όταν, λοιπόν, τρώγαμε, παίζαμε, δεν ξέρω, και έφθανε η ώρα τού λογαριασμού, έτρεχα να δω. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη... Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και γρήγορα... Δεν υπήρξε φορά που να μην γινόταν καυγάς. Οι άνδρες σηκώνονταν επάνω και έσπρωχναν τα χέρια ο ενός τού άλλου, για να πάρει τα χρήματά του πίσω. Ο μπαμπάς μου ήταν ένας από αυτούς. Πάντα... Τον κοιτούσα με απίστευτο θαυμασμό... Ήταν μία υπέροχη σκηνή, με άνδρες να προσπαθούν να επιβληθούν ο ένας στον άλλον. Δεν ήταν τσαμπουκάς. Όχι. Ήταν ζήτημα τιμής.

Υπήρχαν, ωστόσο, και οι κακομοίρηδες.
Κάτι ανθρωπάκια, που όταν ερχόταν εκείνη η στιγμή, λούφαζαν στις θέσεις τους. Δεν μιλούσαν, και "αναλάμβαναν" να "χωρίσουν" τους άλλους, για να μην βάλουν το χέρι στην τσέπη. Έκαναν ό,τι ήταν άσχετο, για να μην πληρώσουν. Τους κοιτούσα αηδιασμένη, και μόνον όταν η ματιά μου έπεφτε στους άλλους - και ιδίως στον μπαμπά μου - ανάσαινα βαθιά και χαμογελούσα από την καρδιά μου. Αυτός είναι ο μπαμπάς μου και αυτές ήταν οι παραστάσεις μου.

Και όλα αυτά, ήταν μεταξύ ανδρών.
Δεν χρειάζεται να γράψω ότι δεν υπήρχε περίπτωση να καθόταν γυναίκα σε τραπέζι, και όταν σηκώνονταν, να έδινε εκείνη έστω και μία δραχμή. Αυτά είναι αστεία πράγματα. Αδιανόητα.

Συνεπώς, δεν χρειάζεται κανείς και πολλή φαντασία για να υποθέσει πως είναι ένας τέτοιος άνθρωπος ως χαρακτήρας. Διότι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό, είναι μία λέξη: μιζέρια. Κι όταν είσαι μίζερος άνθρωπος, μόνο με μίζερους ανθρώπους μπορείς να συναναστρέφεσαι. Είναι κάτι τύποι στο διπλανό τραπέζι, που τους βλέπεις πάντα να ανοίγουν τα πορτοφόλια τους και να μετράνε τα ψιλά; Κάτι ανθρωπάκια, που τα πορτοφόλια τους είναι φουσκωμένα και βαριά από τα μονά-διπλά cents; Που αυτό σημαίνει ότι καταδέχονται να παίρνουν τα ρέστα που τους δίνουν, ακόμα κι αν αυτά είναι 5 λεπτά... Αηδία... Το πορτοφόλι ενός άνδρα είναι πάντα αδύνατο. Πάντα, όμως. Δεν έχει, σχεδόν ποτέ, ψιλά. Δεν είναι τυχαίο.

Αλλά αρκετά με τα πορτοφόλια.
Ας πούμε για την μιζέρια.

Ο Ψ φαινόταν άνθρωπος ήρεμος και ρεαλιστής.
Και με βάση το επάγγελμά του, αυτό νόμιζα πως ήταν.
Αλλά νόμιζα λάθος.

Πολύ σύντομα, άρχισε να διαφαίνεται πως ο Ψ ήταν ένας άνθρωπος μουλωχτός, και, ιδίως, αρνητικός. Σε οτιδήποτε έκανε ή έλεγε, υπήρχαν πάντα μόνον αρνητικά. Τίποτα θετικό. Και όπως μεταξύ ενός τσιγκούνη και ενός σπάταλου ανθρώπου επιλέγεις το μη χείρων βέλτιστον - δηλαδή τον σπάταλο, διότι με εκείνον μπορεί να ζήσεις και κάτι συναρπαστικό, ενώ το σωστό είναι να είναι το κοινώς λεγόμενο "νοικοκύρης", που σημαίνει ότι ξέρει τι πρέπει να κάνει πότε -, έτσι και ανάμεσα σε έναν αρνητικό κι έναν θετικό άνθρωπο επιλέγεις τον θετικό, για τον ίδιο λόγο, ενώ ξέρεις ότι το σωστό είναι να είναι ρεαλιστής, για τον ίδιο λόγο, επίσης.

Δεν ήταν θέμα απαισιοδοξίας.
Δεν μου αρέσουν οι αισιόδοξοι άνθρωποι. Είναι αφελείς και υπερφίαλοι. Και οι δύο, όμως, είναι το ίδιο νόμισμα. Ένα άχρηστο νόμισμα. Με τους απαισιόδοξους σε πιάνει ψυχοπλάκωμα, με τους αισιόδοξους δεν ξέρεις που πατάς και που βρίσκεσαι, γιατί δεν ξέρουν ούτε κι εκείνοι. Προτιμώ, λοιπόν, τους ρεαλιστές. Εκείνους που έχουν μία κατάσταση και την αντιμετωπίζουν όπως πρέπει. Ούτε φαίνονται λίγοι, ούτε υπερβολικοί. Ανάμεσα, όμως, σε έναν απαισιόδοξο κι έναν αισιόδοξο, είναι δεδομένο ότι θα προτιμήσω τον δεύτερο. Με εκείνον μπορώ να πέσω μέσα σε κάποια από τις εκτιμήσεις ή τους χειρισμούς του. Με τον πρώτο, θα βγάλω θυμό.

Ο Ψ, λοιπόν, είχε μιζέρια.
Δεν του άρεσε κανείς και τίποτα. Όλοι είχαν κάτι. Τι; Οτιδήποτε. Όταν σου αρέσει να βλέπεις τα πάντα άσχημα, πολεμάς πολύ σκληρά για να σβήσεις ό,τι όμορφο υπάρχει γύρω σου. Κι αυτό μπορεί να μην γίνεται, αλλά αν είναι αυτός ο χαρακτήρας σου νομίζεις ότι τα καταφέρνεις. Επίσης, τον χαρακτήρα τού ανθρώπου τον καταλαβαίνεις και από τον τρόπο που μιλάει για τους άλλους. Δεν ήταν ότι δεν του άρεσαν 1,2,3 πράγματα / άνθρωποι / καταστάσεις. Δεν είχε μία καλή κουβέντα να πει για κανέναν. Και για τίποτα.

Τρωγόταν με το παρελθόν και σκεφτόταν μόνο το μέλλον.
Το παρόν, ούτε να το χέσει.
Που αυτό σήμαινε, πολύ απλά, ότι ήταν οπουδήποτε αλλού εκτός από το "εδώ". Μπορούσε να μιλάει ώρες με κάποιους από την δουλειά για ό,τι δεν πήγε "τότε" καλά. Μπορούσε να κάνει το ίδιο με το "δεν ήξερε αν θα πήγαινε" κάτι καλά. Δεν υπήρξε, όμως, φορά που να τον άκουσα να λέει "είμαστε σε καλό δρόμο", π.χ. Οι αναφορές του στο παρελθόν και στο μέλλον, ήταν συνεχείς. Αναφορά στο παρόν, καμμία. Κατά τα άλλα, όλα μαύρα. Αδιάφορα. Δεν ξέρω τι άλλο.

Γρήγορα ανακάλυψα ότι δεν είχε φίλους.
Είχε δυο-τρεις από την δουλειά, και που δεν θα έλεγες ότι ήταν και ο ορισμός τού "φίλου". Ήταν μόνος. Καθόλου παράξενο. Δεν ξέρω αν δεν έβγαινε, επίσης, για τους ανθρώπους ή για τα έξοδα... Ούτε αυτό θα μου έκανε εντύπωση. Ο Ψ δεν είχε καμμία αίσθηση τού humor. Δεν ήταν σοβαρός, όπως θα τον χαρακτήριζες όταν θα τον γνώριζες. Ήταν αδιάθετος. Συνεχώς. Είχε μία διαρκή εμμηνόρροια, που έβγαζε χολή και περιφρόνηση. Το ωραιότερο, δε, ήταν όταν - εμμέσως, πλην σαφώς - είπε ότι κανένας άνθρωπος δεν άξιζε εάν δεν είχε μόρφωση πανεπιστημίου...(!) Έκανα τρελά γέλια. Τρελά, όμως.

Ούτε εγώ είχα πανεπιστημιακή μόρφωση.
Αλλά αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα.
Ήταν σαφές ότι ήμουν κάτι άλλο.
Είπαμε.
Μία μηχανή πόνου.
Και γι' αυτό δεν χρειαζόταν χαρτί τριτοβάθμιας.

Αυτά σε ό,τι αφορούσε το μέσα.

Το έξω, ήταν άλλο θέμα...