6.1.12

Crash Test For Dummies

Ok.

Που είχαμε μείνει;
Α, ναι.
Στον πιο καλό τον μαθητή.

Ωραία.
Τι χρειάζεται ένας καλός μαθητής;
Βιβλία, τετράδια, στυλό.
Στην δική μας περίπτωση, εξοπλισμό.

Πήρα σβάρνα τις ρούγες, κι άρχισα να ψάχνω στα γυφτοπάζαρα των Αθηνών για διάφορα. Είχα δώσει όλη μου την προσοχή στα αντικείμενα. Και μου άρεσε. Δεν είχα ενδιαφέρον για εκείνον. Ήξερα πως ό,τι κι αν έπαιρνα θα του άρεσε. Αναγκαστικά. Κι επειδή δεν είχα καμμία διάθεση να επαναληφθεί το σκηνικό με τον σταυρό, ανέλαβα να πάρω ό,τι άρεσε σε εμένα. Εκείνος, απλά, θα συμφωνούσε.

Δεν υπήρχε ούτε ένα αντικείμενο σαδομαζοχισμού που να μου άρεσε πραγματικά. Ούτε ένα, όμως. Έπαιρνα το καλύτερο από τα χειρότερα. Αναγκαστικά. Έπρεπε να μπει το θέμα μου σε τροχιά, γιατί ένοιωθα πως έχανα τον χρόνο μου περιμένοντας να συνεννοηθούμε. Πήγαινα και άφηνα τα πράγματα στο σπίτι του. Στο δικό μου, ούτε λόγος. Ήταν σαν να άνοιγα μία επιχείρηση. Έπρεπε να την στήσω, να την εξοπλίσω, να δω τι θα κάνω.
Αλλά να υπολογίσω και τους λογαριασμούς.

Είπα λογαριασμούς;
Χμ...
Ναι...
Λοιπόν, το πρώτο πράγμα που ανακάλυψα, ήταν η τσιγκουνιά του. Κάποια στιγμή, έχω αφήσει αυτά που έχω πάρει, όπως είναι, σε σακούλες στο δωμάτιο. Ήρθε αθόρυβα από πίσω μου και κοίταξε με περιέργεια το περιεχόμενο. Τον κοίταξα λοξά, και το μόνο που δεν περίμενα ήταν να τον δω να πιάνει την απόδειξη. Στέκομαι και τον κοιτάζω άναυδη. Περιμένω να πετάξει την μαλακία... Και δεν άργησε.
-Είναι ακριβά, ε;..., είπε σαν να μονολογούσε.
-Από ό,τι βλέπεις, αυτό σε ενδιαφέρει;, ρώτησα αηδιασμένη.
-Δεν θέλω να ξοδεύεστε..., έπιασε τον πληθυντικό.
-Μην μου στενοχωριέσαι, του είπα ψυχρά. Έχω μερικές οικονομίες στην άκρη...
Και τότε είπε το αδιανότητο.
-Να σας δίνω εγώ τα μισά...

Έχω φρικάρει.
Έχω αηδιάσει μέχρι εκεί που δεν παίρνει.
-Τα μισά..., επανέλαβα.
-Ναι, είπε. Μην τα πληρώνετε όλα μόνη σας.
-Δεν θέλω παρέα. Ευχαριστώ. Μπορείς να φύγεις, τώρα;

Κοίταξα τις σακούλες γύρω μου.
Άρχισα να τις ανοίγω. Από μέσα έλειπαν όλες οι αποδείξεις... Εάν ήταν κάποιος άλλος, μία κανονική σχέση, εύκολα θα υπέθετα ότι κρατά memorabilia. Και θα μου φαινόταν λογικό. Πρώτη φορά, κάτι πρωτόγνωρο, θέλεις να το θυμάσαι. Θα μπορούσα να το είχα κάνει κι εγώ. Αλλά η ερώτηση που μου ερχόταν στο μυαλό, ήταν: "Πρώτη φορά, κάτι πρωτόγνωρο, και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το κόστος του;...". Κατέβηκα στα γραφείο του. Καθόταν μπροστά στον υπολογιστή.
-Που είναι οι αποδείξεις;
-Ποιες αποδείξεις;
-Όσων αγόρασα. Δεν είναι στις σακούλες.
-Τις θέλατε;
-Όχι. Δεν τις θέλαμε. Εσείς τι θα τις κάνετε;
-Μπορεί να τις βάλω στην δήλωσή μου.

Με κορόϊδευε...
Δεν υπήρχε περίπτωση...
Δεν υπήρχε, όμως...

-Συγγνώμη..., είπα με δυσκολία. Θα βάλεις στην φορολογική σου δήλωση αποδείξεις από sex shop;...
-Δεν το έχω σκεφθεί ακόμα..., παραδέχθηκε.
-Αλλά σκέφθηκες να το κάνεις..., είπα μη πιστεύοντας στ' αυτιά μου.
-Μπορεί να γίνεται, δικαιολογήθηκε.
-Σωστά... μπορεί να γίνεται...

Έφυγα.
Ήθελα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον πρώτο τοίχο που θα έβρισκα.
Αλλά συγκρατήθηκα.
Έπρεπε να το πάρω απόφαση.
Είχα να κάνω με έναν μεγάλο μαλάκα.
Μεγάλο, όμως.

Η τσιγκουνιά του δεν σταμάτησε εκεί.
Δεν είχα προσέξει ότι έπαιρνε τις αποδείξεις από όπου πηγαίναμε. Άρχισα να σκαλίζω τις προηγούμενες συναντήσεις μας και να τον παρακινώ να βγαίνουμε. Παρατηρούσα τις εκφράσεις του κάθε φορά που πλήρωνε. Θα κοιτούσε 1-2 φορές τον λογαριασμό - σαν να υπήρχε περίπτωση να έβγαινε μειωμένος με κάθε ματιά... -, και το τραγικότερο, δεν άφηνε παρά κάτι ψιλά για φιλοδώρημα. Υπήρξαν και φορές που δεν άφηνε τίποτα, και αναγκαζόμουν να έχω βγάλει εγώ από πριν χρήματα για να τα αφήσω διακριτικά στο τραπέζι φεύγοντας... (Μιλάμε, ότι δεν μπορώ ακόμα και σήμερα που τα γράφω να το πιστέψω...).

Ένα βράδυ, έχω μεγάλα κέφια.
Κάπου τρώμε, και περιμένω την ώρα τού λογαριασμού, σαν τρελή. Έρχεται ο λογαριασμός, και πριν προλάβει να τον πάρει στα χέρια του, τον έχω στα δικά μου.
-Χμ..., είπα με ύφος, σκεπτική. 70 ευρώ...
Παίρνω την τσάντα, νωχελικά, στην αγκαλιά μου, αλλά τον παρακολουθώ σαν γύπας. Βγάζω αργά το πορτοφόλι μου, και ακόμη πιο αργά το ανοίγω. Αφήνω ένα χαρτονόμισμα των 20, αργά, ακόμη πιο αργά ένα των 10 δίπλα του, και, κοιτάζοντας μέσα στο πορτοφόλι αυτό των 5, σταματώ.
-Χμ... μάλλον δεν έχω 5 ευρώ..., είπα προσπαθώντας να μην με πάρουν τα γέλια. Να σου τα χρωστώ;
Του είχα ρίξει μία φόλα επάνω στο τραπέζι. Και, διάολε, ήμουν σίγουρη ότι θα την δάγκωνε...
Και ο κόπρος απάντησε.
-Εμ... δεν πειράζει... αύριο...

(...)

Έχω τσαλακώσει μέσα στην γροθιά μου τα χαρτονομίσματα, βάζοντας τους αγκώνες στο τραπέζι. Τον κοιτάζω, έτοιμη να τον φτύσω.
-Πες μου κάτι, του είπα με πάθος. Σου σηκώθηκε;... Την αλήθεια...
-...
-Όχι;...
Βγάζω ό,τι χαρτονόμισμα είχα μαζί μου και το απλώνω στο τραπέζι.
-Τώρα;..., τον ξαναρώτησα χαμογελώντας σατανικά.
-Δεν...
-Δεν; Τι, δεν; Δεν φτάνουν για να σου τον σηκώσουν;
-Μα...
-Πες μου!, είπα και έφερα το κάθισμα πιο κοντά στο τραπέζι, κοιτάζοντάς τον έντονα στα μάτια. Πόσο ξεφτυλισμένος άνδρας είσαι; Πόσο; Τα θέλεις; Ε;! Κράτα τα. Μην σε απασχολεί. Κράτα τα και για την επόμενη φορά. Αύριο θα σου φέρω κι άλλα. Θα σου τα βάλω στις σακούλες με τα πράγματα, μαζί με τις αποδείξεις. Είναι πολύ άσχημο να πληρώνεις κάτι για μία γυναίκα, ε; Να ξοδεύεσαι. Κράτησε τα χρήματά σου. Και πάρε και τα δικά μου. Αρκεί να μου πεις ότι αισθάνεσαι καλύτερα. Και από την επόμενη φορά, θα τα πληρώνω εγώ όλα. Θέλεις; Ησύχασες;
-Δεν είναι..., είπε ανήσυχος.
-Δεν είναι, πάλι;!, είπα μη μπορώντας πλέον να συγκρατήσω τα γέλια μου. Δεν είναι τι, αυτή την φορά; Αυτό που θα ήθελες; Ω, μην είσαι χαζός! Να κάνεις ό,τι θέλεις να κάνεις με τον σαδομαζοχισμό. Όχι και να ξοδεύεσαι, όμως! Έλα. Μην κάνεις έτσι. Είμαι εδώ εγώ για εσένα. Θα σε χτυπάω, θα σε μαστιγώνω, και θα σε πληρώνω από πάνω. Μου ακούγεται θαυμάσιο! Εσένα;

Και φεύγω.

Περιμένοντας ταξί έξω από το εστιατόριο, έρχεται από πίσω μου, με τα χρήματα στο χέρι. Δεν θυμάμαι τι ξεκίνησε να μου λέει.
-Άκου, του είπα κοφτά. Εμένα μην με υπολογίζεις. Εγώ, όσο ξαφνικά ήρθα τόσο ξαφνικά θα φύγω. Δεν έχεις τίποτα που μπορεί να με κρατήσει. Τίποτα, όμως. Για όσον καιρό θα είμαστε, τυπικά και για τον συγκεκριμένο λόγο, μαζί, θα φροντίσεις ποτέ μα ποτέ να μην μου αναφέρεις οτιδήποτε έχει να κάνει με χρήματα. Είμαι σαφής;
Έσκυψε το κεφάλι, πούστικα.
-Θα το εκλάβω ως "ναι". Τέλεια. Κράτησε αυτά που σου έδωσα, και κοίτα να πιάσουν τόπο. Σε καλή μεριά, λοιπόν.

Αυτά, σε ό,τι αφορούσε την τσιγκουνιά του.

Κολλητά με την τσιγκουνιά, ωστόσο, πηγαίνει και η μιζέρια...