Όση ώρα μού μιλούσε, προσπαθούσα να σκεφθώ τι μου θύμιζε.
Γιατί κάτι μου θύμιζε αλλά δεν θυμόμουν τι...
Και τότε μου ήρθε το επόμενο flash.
Παιδί, στην γειτονιά.
Είχαμε μία φίλη, που έμενε σε μία μονοκατοικία.
Μοναχοπαίδι(;), δεν θυμάμαι.
Λοιπόν, αυτό το κοριτσάκι, κάθε μεσημέρι λίγο πριν το φαγητό - η μαμά του δεν το άφηνε να βγει πολύ έξω με εμάς, αν δεν είχε κάνει όλα τα μαθήματά του 18 φορές, και δεν κατέβαινε ποτέ το απόγευμα γιατί είχε συνέχεια ιδιαίτερα -, κατέβαινε στα σκαλιά τού σπιτιού του με ένα επιτραπέζιο στην αγκαλιά. Καθόταν στο πλατύσκαλο, και ξεκινούσε - μόνο του, χωρίς να μιλάει σε κανένα μας - να στήνει χαρτόνια, πιόνια κλπ, μεθοδικά, σαν να μην υπήρχε περιβάλλον, σαν να μην υπήρχε ψυχή, μόνον εκείνο και το επιτραπέζιό του. Μόλις, λοιπόν, έστηνε τα πάντα (έχω στύψει το μυαλό μου να θυμηθώ ποιο ήταν αυτό το επιτραπέζιο, αλλά είχα φάει τόση φρίκη τότε, που, μάλλον, η μνήμη μου το έχει εξοστρακίσει εντελώς!), σηκωνόταν όρθιο, και άρχιζε να κοιτάζει γύρω του για το ποιο παιδί θα περάσει έξω από το σπίτι του να το σταματήσει να παίξει μαζί του.
Με άλλα λόγια, ήθελε - απαιτούσε, πιο σωστά - να κάνει ό,τι ήθελε να κάνει, να παίξει με ό,τι το ευχαριστούσε να παίξει, χωρίς να δίνει δεκάρα για το αν υπήρχαμε ή δεν υπήρχαμε μέχρι να στήσει το θέμα του, και ύστερα, χωρίς να το νοιάζει αν εμείς παίζαμε μήλα ή κλέφτες κι αστυνόμους ή οτιδήποτε ομαδικό, καραδοκούσε - ναι, καραδοκούσε - για το ποιο παιδί θα πάει να πιει νερό στο σπίτι του π.χ., για να το σταματήσει και να το πρήξει να παρατήσει τα υπόλοιπα για να πάει να παίξει μαζί του. Έτσι. Γιατί αυτό γούσταρε. Δεν μας ρωτούσε ποτέ αν θέλουμε. Μας πίεζε να κάνουμε αυτό που ήθελε. Και κανένα παιδί δεν ήθελε να το κάνει. Και όποτε άνοιγε η πόρτα του, εξαφανιζόμασταν, λέμε, όλα μαζί, ψιθυρίζοντας το ένα στο άλλο "σύρμα...". Ήταν καλό παιδί, δεν ήταν θέμα. Αλλά αφόρητο.
Αφόρητο, όμως.
Ο Ψ ήταν αφόρητος.
Αυτό το επίθετο μού έβγαινε όπως καθόμουν και τον άκουγα. Και η εικόνα που είχα δεν ήταν του επιτραπέζιου. Ήταν η εικόνα από 100 μετρημένα κουτιά. Όλα τακτοποιημένα όπως του άρεσε(;), όπως τον βόλευε(;), κι εσύ απέναντί του δεν ήσουν τίποτα παραπάνω από το αυτί που έπρεπε να ακούσει τους όρους, τους κανόνες, την τοποθεσία τους. Δεν είχε σημασία το "γιατί" και το "διότι". Σημασία είχε αυτά τα κουτιά να τα έπαιρνες όπως σου έλεγε και να τα έβαζες όπως εκείνος ήθελε. Δεν υπήρχε λίγο πιο δεξιά-λίγο πιο αριστερά. Έπρεπε να μπουν εκεί, διότι έπρεπε να μπουν εκεί. Κι εσύ έπρεπε να μάθεις το "τι" και το "πως".
Τέλος.
Και δεν ήταν ότι είχα ξενερώσει, πλέον.
Όχι.
Για παράδειγμα.
Η τελευταία φορά που ξενέρωσα με άνδρα - και πολύ χοντρά, λέμε τώρα... - ήταν τα Χριστούγεννα του 2007. Γνώρισα έναν τύπο που μου άρεσε πάρα πολύ. Τα γνωστά φαινόμενα - σαν να γνωρίζεστε χρόνια, γελάτε πολύ, κολλάτε αμέσως, blah, blah, blah... -, σε ωραίο και οικείο περιβάλλον, με αρκετούς κοινούς γνωστούς, Χριστούγεννα τώρα..., όλα μες στην γλυκιά θαλπωρή, blah, blah, blah. Και κάποια στιγμή, ανακαλύπτω ότι μου έχουν τελειώσει τα τσιγάρα. Του λέω ότι πρέπει να βγω να αγοράσω, και προσφέρεται να πάει εκείνος, παρακαλώντας με να μείνω, γιατί δεν ήθελε να φύγω, να μου προσέφερε εκείνος μερικά από τα δικά του μέχρι να ολοκληρώναμε την συζήτηση που είχαμε ανοίξει. "Χμ...", σκέφθηκα, "είναι, τελικά, καλός...". Κι εκεί που είμαι μισοψημένη κι έχω αρχίσει να μυρίζω, βάζει το χέρι στο σακκάκι του - μέχρι εκείνη την ώρα είναι τόσο απορροφημένος που δεν έχει καπνίσει ούτε ένα - και βγάζει ένα πακέτο από εκείνα τα λεπτά τσιγάρα με το λευκό φίλτρο, που έχουν ένα επώνυμο για μάρκα (...).
Και τον κοιτάζω σαν βλαμμένο...
Όχι μόνο κάπνιζε λευκά φίλτρα - φίλε, αν δεν είσαι 70 και τα τσιγάρα δεν είναι Καρέλια, πως την έχεις δει να καπνίζεις τσιγάρα με λευκά φίλτρα... πες μου... -, όχι μόνο κάπνιζε τόσο λεπτά τσιγάρα που έμοιαζαν με μολυβάκια για τις ατζέντες που είχαμε όταν ήμασταν κοριτσάκια... Φίλε, κάπνιζε τσιγάρα που καπνίζουν οι απανταχού ψωνισμένες γκομενίτσες - ξέρεις, "μένω Πετράλωνα αλλά συχνάζω Κολωνάκι, κοίτα τι καπνίζω, είμαι σαν εσένα", τύπου (...). Δεν έκανε, καλύτερα, τα μαλλιά του κοτσιδάκια μπροστά μου; Θα έλεγα "um... ok... goodbye, see ya!". Τσιγαράκια για δείγμα;! Τσιγαράκια-τσίχλες που τις αγοράζαμε παιδιά και κάναμε ότι καπνίζαμε;! Φίλε, για/τί, στον διάολο, μπαίνεις στον κόπο να καπνίζεις αφού είσαι λουλού; Άσ' το, ρε παλληκάρι μου... Άσ'το, σου λέω, να καπνίσει κάνας άνδρας... Άσ΄το, γαμώ τους φλούφληδες που έχει γεμίσει ο τόπος, λέμε...
Δεν ψήθηκα.
Ξεράθηκα.
Λοιπόν, όχι.
Με τον Ψ είχα περάσει το στάδιο του ξενερώματος.
Ένοιωθα βαρεμάρα. Τρελή βαρεμάρα.
Και το μόνο που με κρατούσε εκείνη την στιγμή, ήταν, καθαρά, η περιέργειά μου να μάθω που το πήγαινε τόση ώρα που με είχε εκεί να ακούω και να μαθαίνω. Απλά, ήθελα να πιστεύω ότι δεν θα έβγαζε από πουθενά πλαστελίνες για να μου τα κάνει πιο παραστατικά. Δεν έβλεπα άλλον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να συνεχίσει. Τα είχε εξαντλήσει όλα. Ήμασταν ήδη στις επαναλήψεις.
Έπρεπε να του πατήσω λίγο το πόδι στο γκάζι.
Θα με έπαιρνε ο ύπνος, διαφορετικά.
-Λοιπόν, είπα απότομα, διακόπτοντάς τον. Έχουμε κάτι άλλο να πούμε; Είναι αργά. Κι αυτά τα έχουμε ξαναπεί. Δεν θέλω να σε χαλάσω, αλλά θα ήθελα να πάω σπίτι μου.
-Να ολοκληρώσω;, με ρώτησε ακάθεκτος.
"Α... έχουμε μεγάλο πρόβλημα...", σκέφθηκα.
-Ναι... ας το ολοκληρώσεις... Έχε τον νου σου, όμως. Αν με πάρει ο ύπνος με αναμμένο τσιγάρο, μην κάψω τα δάκτυλά μου, ε;...
Από εκείνη την στιγμή, χάθηκε.
Το κατάλαβα από την ματιά του. Πήρε βαθιά ανάσα, σαν να ήταν αποφασισμένος να μου ανακοινώσει το πιο βαρύγδουπο σημείο της συζήτησης. Ο τύπος ήθελε να κλείσει θριαμβευτικά. Ok.
Και αυτό που είπε, ήταν από εκείνα που δεν περιμένεις να ακούσεις ποτέ στην ζωή σου.
Ποτέ, όμως...
-Νομίζω, ότι το σημαντικότερο πράγμα που ξεχωρίζει μία Αφέντρα από μία γυναίκα τής σειράς, είναι ότι είναι τόσο ανώτερη από την άλλη, που αρνείται το sex με τον σκλάβο της.
Κι από εκείνη την στιγμή, χάθηκα εγώ...
Δυστυχώς, δεν μπορώ να περιγράψω την κατάστασή μου...
Δεν ήταν σοκ...
Ήταν κάτι above & beyond...
Έπρεπε να βάλω τα γέλια;...
Να αρχίζω να ουρλιάζω;...
Να βάλω τα κλάμματα;...
Να τραβήξω τα μαλλιά μου;...
Να χτυπήσω το κεφάλι μου στο τραπέζι;...
Να φωνάξω "βοήθεια!";...
Δεν
ήξερα
τι
να
κάνω...
Το μόνο πράγμα που κατάφερα να κάνω, ήταν να ψελλίσω...
-Συγγνώμη...;
Γιατί κάτι μου θύμιζε αλλά δεν θυμόμουν τι...
Και τότε μου ήρθε το επόμενο flash.
Παιδί, στην γειτονιά.
Είχαμε μία φίλη, που έμενε σε μία μονοκατοικία.
Μοναχοπαίδι(;), δεν θυμάμαι.
Λοιπόν, αυτό το κοριτσάκι, κάθε μεσημέρι λίγο πριν το φαγητό - η μαμά του δεν το άφηνε να βγει πολύ έξω με εμάς, αν δεν είχε κάνει όλα τα μαθήματά του 18 φορές, και δεν κατέβαινε ποτέ το απόγευμα γιατί είχε συνέχεια ιδιαίτερα -, κατέβαινε στα σκαλιά τού σπιτιού του με ένα επιτραπέζιο στην αγκαλιά. Καθόταν στο πλατύσκαλο, και ξεκινούσε - μόνο του, χωρίς να μιλάει σε κανένα μας - να στήνει χαρτόνια, πιόνια κλπ, μεθοδικά, σαν να μην υπήρχε περιβάλλον, σαν να μην υπήρχε ψυχή, μόνον εκείνο και το επιτραπέζιό του. Μόλις, λοιπόν, έστηνε τα πάντα (έχω στύψει το μυαλό μου να θυμηθώ ποιο ήταν αυτό το επιτραπέζιο, αλλά είχα φάει τόση φρίκη τότε, που, μάλλον, η μνήμη μου το έχει εξοστρακίσει εντελώς!), σηκωνόταν όρθιο, και άρχιζε να κοιτάζει γύρω του για το ποιο παιδί θα περάσει έξω από το σπίτι του να το σταματήσει να παίξει μαζί του.
Με άλλα λόγια, ήθελε - απαιτούσε, πιο σωστά - να κάνει ό,τι ήθελε να κάνει, να παίξει με ό,τι το ευχαριστούσε να παίξει, χωρίς να δίνει δεκάρα για το αν υπήρχαμε ή δεν υπήρχαμε μέχρι να στήσει το θέμα του, και ύστερα, χωρίς να το νοιάζει αν εμείς παίζαμε μήλα ή κλέφτες κι αστυνόμους ή οτιδήποτε ομαδικό, καραδοκούσε - ναι, καραδοκούσε - για το ποιο παιδί θα πάει να πιει νερό στο σπίτι του π.χ., για να το σταματήσει και να το πρήξει να παρατήσει τα υπόλοιπα για να πάει να παίξει μαζί του. Έτσι. Γιατί αυτό γούσταρε. Δεν μας ρωτούσε ποτέ αν θέλουμε. Μας πίεζε να κάνουμε αυτό που ήθελε. Και κανένα παιδί δεν ήθελε να το κάνει. Και όποτε άνοιγε η πόρτα του, εξαφανιζόμασταν, λέμε, όλα μαζί, ψιθυρίζοντας το ένα στο άλλο "σύρμα...". Ήταν καλό παιδί, δεν ήταν θέμα. Αλλά αφόρητο.
Αφόρητο, όμως.
Ο Ψ ήταν αφόρητος.
Αυτό το επίθετο μού έβγαινε όπως καθόμουν και τον άκουγα. Και η εικόνα που είχα δεν ήταν του επιτραπέζιου. Ήταν η εικόνα από 100 μετρημένα κουτιά. Όλα τακτοποιημένα όπως του άρεσε(;), όπως τον βόλευε(;), κι εσύ απέναντί του δεν ήσουν τίποτα παραπάνω από το αυτί που έπρεπε να ακούσει τους όρους, τους κανόνες, την τοποθεσία τους. Δεν είχε σημασία το "γιατί" και το "διότι". Σημασία είχε αυτά τα κουτιά να τα έπαιρνες όπως σου έλεγε και να τα έβαζες όπως εκείνος ήθελε. Δεν υπήρχε λίγο πιο δεξιά-λίγο πιο αριστερά. Έπρεπε να μπουν εκεί, διότι έπρεπε να μπουν εκεί. Κι εσύ έπρεπε να μάθεις το "τι" και το "πως".
Τέλος.
Και δεν ήταν ότι είχα ξενερώσει, πλέον.
Όχι.
Για παράδειγμα.
Η τελευταία φορά που ξενέρωσα με άνδρα - και πολύ χοντρά, λέμε τώρα... - ήταν τα Χριστούγεννα του 2007. Γνώρισα έναν τύπο που μου άρεσε πάρα πολύ. Τα γνωστά φαινόμενα - σαν να γνωρίζεστε χρόνια, γελάτε πολύ, κολλάτε αμέσως, blah, blah, blah... -, σε ωραίο και οικείο περιβάλλον, με αρκετούς κοινούς γνωστούς, Χριστούγεννα τώρα..., όλα μες στην γλυκιά θαλπωρή, blah, blah, blah. Και κάποια στιγμή, ανακαλύπτω ότι μου έχουν τελειώσει τα τσιγάρα. Του λέω ότι πρέπει να βγω να αγοράσω, και προσφέρεται να πάει εκείνος, παρακαλώντας με να μείνω, γιατί δεν ήθελε να φύγω, να μου προσέφερε εκείνος μερικά από τα δικά του μέχρι να ολοκληρώναμε την συζήτηση που είχαμε ανοίξει. "Χμ...", σκέφθηκα, "είναι, τελικά, καλός...". Κι εκεί που είμαι μισοψημένη κι έχω αρχίσει να μυρίζω, βάζει το χέρι στο σακκάκι του - μέχρι εκείνη την ώρα είναι τόσο απορροφημένος που δεν έχει καπνίσει ούτε ένα - και βγάζει ένα πακέτο από εκείνα τα λεπτά τσιγάρα με το λευκό φίλτρο, που έχουν ένα επώνυμο για μάρκα (...).
Και τον κοιτάζω σαν βλαμμένο...
Όχι μόνο κάπνιζε λευκά φίλτρα - φίλε, αν δεν είσαι 70 και τα τσιγάρα δεν είναι Καρέλια, πως την έχεις δει να καπνίζεις τσιγάρα με λευκά φίλτρα... πες μου... -, όχι μόνο κάπνιζε τόσο λεπτά τσιγάρα που έμοιαζαν με μολυβάκια για τις ατζέντες που είχαμε όταν ήμασταν κοριτσάκια... Φίλε, κάπνιζε τσιγάρα που καπνίζουν οι απανταχού ψωνισμένες γκομενίτσες - ξέρεις, "μένω Πετράλωνα αλλά συχνάζω Κολωνάκι, κοίτα τι καπνίζω, είμαι σαν εσένα", τύπου (...). Δεν έκανε, καλύτερα, τα μαλλιά του κοτσιδάκια μπροστά μου; Θα έλεγα "um... ok... goodbye, see ya!". Τσιγαράκια για δείγμα;! Τσιγαράκια-τσίχλες που τις αγοράζαμε παιδιά και κάναμε ότι καπνίζαμε;! Φίλε, για/τί, στον διάολο, μπαίνεις στον κόπο να καπνίζεις αφού είσαι λουλού; Άσ' το, ρε παλληκάρι μου... Άσ'το, σου λέω, να καπνίσει κάνας άνδρας... Άσ΄το, γαμώ τους φλούφληδες που έχει γεμίσει ο τόπος, λέμε...
Δεν ψήθηκα.
Ξεράθηκα.
Λοιπόν, όχι.
Με τον Ψ είχα περάσει το στάδιο του ξενερώματος.
Ένοιωθα βαρεμάρα. Τρελή βαρεμάρα.
Και το μόνο που με κρατούσε εκείνη την στιγμή, ήταν, καθαρά, η περιέργειά μου να μάθω που το πήγαινε τόση ώρα που με είχε εκεί να ακούω και να μαθαίνω. Απλά, ήθελα να πιστεύω ότι δεν θα έβγαζε από πουθενά πλαστελίνες για να μου τα κάνει πιο παραστατικά. Δεν έβλεπα άλλον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να συνεχίσει. Τα είχε εξαντλήσει όλα. Ήμασταν ήδη στις επαναλήψεις.
Έπρεπε να του πατήσω λίγο το πόδι στο γκάζι.
Θα με έπαιρνε ο ύπνος, διαφορετικά.
-Λοιπόν, είπα απότομα, διακόπτοντάς τον. Έχουμε κάτι άλλο να πούμε; Είναι αργά. Κι αυτά τα έχουμε ξαναπεί. Δεν θέλω να σε χαλάσω, αλλά θα ήθελα να πάω σπίτι μου.
-Να ολοκληρώσω;, με ρώτησε ακάθεκτος.
"Α... έχουμε μεγάλο πρόβλημα...", σκέφθηκα.
-Ναι... ας το ολοκληρώσεις... Έχε τον νου σου, όμως. Αν με πάρει ο ύπνος με αναμμένο τσιγάρο, μην κάψω τα δάκτυλά μου, ε;...
Από εκείνη την στιγμή, χάθηκε.
Το κατάλαβα από την ματιά του. Πήρε βαθιά ανάσα, σαν να ήταν αποφασισμένος να μου ανακοινώσει το πιο βαρύγδουπο σημείο της συζήτησης. Ο τύπος ήθελε να κλείσει θριαμβευτικά. Ok.
Και αυτό που είπε, ήταν από εκείνα που δεν περιμένεις να ακούσεις ποτέ στην ζωή σου.
Ποτέ, όμως...
-Νομίζω, ότι το σημαντικότερο πράγμα που ξεχωρίζει μία Αφέντρα από μία γυναίκα τής σειράς, είναι ότι είναι τόσο ανώτερη από την άλλη, που αρνείται το sex με τον σκλάβο της.
Κι από εκείνη την στιγμή, χάθηκα εγώ...
Δυστυχώς, δεν μπορώ να περιγράψω την κατάστασή μου...
Δεν ήταν σοκ...
Ήταν κάτι above & beyond...
Έπρεπε να βάλω τα γέλια;...
Να αρχίζω να ουρλιάζω;...
Να βάλω τα κλάμματα;...
Να τραβήξω τα μαλλιά μου;...
Να χτυπήσω το κεφάλι μου στο τραπέζι;...
Να φωνάξω "βοήθεια!";...
Δεν
ήξερα
τι
να
κάνω...
Το μόνο πράγμα που κατάφερα να κάνω, ήταν να ψελλίσω...
-Συγγνώμη...;