Εκτός, από έναν ηλικιωμένο, που έμενε στο 1ο διαμέρισμα δεξιά, στον 2ο όροφο.
Καθόταν ώρες στο μπαλκόνι, προσέχοντας τα παιδιά και κοιτάζοντας το δρομάκι, μήπως πάει κανένα και το χτυπήσει αυτοκίνητο.
Τα μικρά, έκαναν σαν τρελά για τον "παππού".
Ο "παππούς", όμως, ήταν πολύ κλειστός άνθρωπος.
Κι όσο τα παιδιά τον αγαπούσαν, τόσο οι γονείς τον φοβούνταν.
Δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου, δεν είχε επαφές με τους γείτονες.
Πρόσεχε τον κήπο του και τα παιδιά.
Τίποτε άλλο δεν έκανε.
Προφανώς, όταν πήγαμε εμείς, του φάνηκε περίεργο το "μία γυναίκα-τέσσερεις άνδρες", και την Κυριακή το πρωΐ - όταν τα παιδιά έφυγαν -, είπε να επιθεωρήσει.
Ήμουν στην κουζίνα, με τα εσώρουχά μου, και κάτι έκανα.
Όλοι κοιμόνταν τα πρωϊνά - ή, και να είχαν ξυπνήσει, φρόντιζαν τα παιδιά τους -, κι έτσι είχα αφήσει την πόρτα της κουζίνας ανοικτή, με την κουρτίνα τραβηγμένη.
Και ξαφνικά, βλέπω τον "παππού" να περνά απ' έξω και, μόλις οι ματιές μας διασταυρώθηκαν, εκείνος έκανε να κλείσει τα μάτια και να γυρίσει το κεφάλι από την άλλη, ενώ εγώ, βούτηξα την πετσέτα που είχα βγει από το μπάνιο, και την τύλιξα όπως-όπως γύρω μου!
Εκείνος θα πρέπει να είχε υποστεί ένα μικρό σοκ, γιατί είχε μείνει ακίνητος, και δεν έλεγε να ανοίξει βήμα.
Βγήκα στο μπαλκόνι.
-Καλημέρα. Με συγχωρείτε, δεν ήξερα ότι θα μπορούσε να περάσει κάποιος, τέτοια ώρα, από 'δω, του είπα σοβαρά.
-Όχι! Όχι! Εμένα να με συγχωρείτε, που πέρασα..., τα είχε χαμένα. Το κεφάλι δεν το είχε γυρίσει, ακόμη.
-Με λένε Νανά, προέτεινα το χέρι μου, πάνω από τα κάγκελα.
Γύρισε και κοίταξε μία το χέρι μου, μία εμένα. Δίστασε.
-Εγώ είμαι ο Μ, είπε ντροπαλά, δίνοντάς μου το δικό του.
-Μένετε εδώ;
-Ναι, είναι δικό μου.
-Το διαμέρισμά μας;
-Όλα τα διαμερίσματα.
-Ω, τότε θα ξέρετε και ποιος έχει τον μικρό κήπο, πίσω, στη θέση του parking!, ενθουσιάστηκα.
-Εγώ τον έχω..., έσκυψε λίγο το κεφάλι.
Χαμογέλασα.
-Έχετε πιει καφέ;
-Έχω πιει... Νωρίς... Στις 6...
-Πρέπει να είναι 11-12. Θέλετε να πιούμε έναν μαζί; Δεν κάνω καλό καφέ, αλλά θα ήθελα πάρα πολύ να μιλήσουμε για τον κήπο σας... αν δεν έχετε αντίρρηση...
Το σκέφτηκε. Το ξανασκέφτηκε.
-Αλήθεια, θα το ήθελα πολύ... Τα παιδιά, είναι για μπάνιο. Θα μου κάνετε και παρέα.
-Είναι ανοικτή η πόρτα;, ρώτησε σκεπτικός.
-Μέχρι να αλλάξω, θα την έχω ανοίξει, του φώναξα, τρέχοντας προς τα μέσα.
-Περάστε, του είπα, κάνοντας χώρο, χαμογελώντας.
Αφού κοίταξε δεξιά-αριστερά - λες και θα τον κάρφωνε κανείς -, προχώρησε με μικρά βηματάκια.
Περιεργάστηκε τον χώρο και πήγαμε στην κουζίνα.
Ετοίμασα τους καφέδες και καθήσαμε στο τραπέζι.
-Πείτε μου τώρα για τον κήπο!, σταύρωσα τα δάκτυλα πάνω στη ξύλινη επιφάνεια. Τι έχετε σπείρει;!
-Όλα τα ζαρζαβατικά... Ντομάτες, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, πατάτες..., είχε σηκώσει τους ώμους. Καθόταν μαζεμένος, ανάμεσα στον τοίχο και το ψυγείο... Σας αρέσουν οι λαχανόκηποι;...
-Πολύ! Δεν είναι ωραία, να έχεις σπείρει κάτι εσύ και να το βλέπεις να μεγαλώνει, και να το φροντίζεις μέχρι να γίνει, κι όταν το κόβεις να νοιώθεις υπερήφανος που τα κατάφερες;! Εμείς στην Αθήνα, τρώμε ό,τι άχρηστο μας προμηθεύουν. Δεν είναι το ίδιο να κόβεις την ντομάτα από τον κήπο και να μυρίζει όλη η κουζίνα με την πρώτη μαχαιριά, με το να κόβεις την ντομάτα από το super market. Κανένα λαχανικό δεν έχει γεύση ή μυρωδιά. Την ψάχνεις...
-Εσείς, είστε ζευγάρι με κάποιον από τα παιδιά;, είχε αλλού τον νου του εκείνος.
-Όχι. Είμαστε όλοι φίλοι. Παρέα.
-Εσείς τους μαγειρεύετε;
-Όχι. Εκείνοι μαγειρεύουν, κι εγώ τους δείχνω.
-Και το σπίτι;
-Το σπίτι...;
-Εκείνοι το κάνουν;
-Ελάτε μαζί μου, του είπα μαλακά και σηκώθηκα από τη θέση μου.
Με ακολούθησε στον διάδρομο.
-Αυτό είναι το δωμάτιό μου. Κι αυτό, είναι των 2. Οι άλλοι 2, κοιμούνται εκεί, του έδειξα το σαλόνι. Όπως βλέπετε, είναι όλα εν πλήρει τάξει. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον χώρο του και τα πράγματά του. Εγώ δεν είμαι υπηρέτρια. Είμαι γυναίκα.
Ξαναπήγαμε στην κουζίνα.
-Εσείς; Μένετε μόνος; Με την οικογένειά σας;
-Η γυναίκα μου πέθανε πριν τρεις μήνες..., είπε λυπημένος.
-Με συγχωρείτε... Δεν ήθελα να σας στενοχωρήσω..., είπα πιο λυπημένη.
-Δεν πειράζει... Ήταν πολύ καλή γυναίκα... Η ψυχή της... Μ' άφησε μόνο μου...
-Τώρα, να ρωτήσω αν έχετε παιδιά ή...
-Δεν μπορούσε να κάνει παιδιά... Δεν με πείραζε... Ήταν πολύ καλή γυναίκα... Την αγαπούσα... Δεν με πείραζε... Εκείνη πείραζε... Μ' αυτόν τον καημό, έφυγε...
-Έχετε, όμως, του κόσμου τα παιδιά στην αυλή σας, κάθε καλοκαίρι..., προσπάθησα να του αλλάξω τη διάθεση. Όλα έρχονται εδώ, για να παίξουν...
-Εγώ έστρωσα το χαλίκι και πήρα και τις κούνιες και όλα... Για να μαζεύονται... και να τα βλέπουμε... της μακαρίτισσας της άρεσε αυτό..., είπε ντροπαλά.
Δεν μπορούσα να μη χαμογελάω... Ήταν τόσο γλυκός...
-Και πάντα τα διαμερίσματα, τα νοικιάζαμε σε οικογένειες με παιδιά... Για να τα βλέπουμε...
-Και σε 'μας;... Πως κάνατε εξαίρεση;..., έδιωξε η απορία το χαμόγελο.
-Με έπαιρναν κάθε μέρα 10 τηλέφωνα! Ήρθαν από 'δω, όχι όλοι, τρεις ήρθαν, και μου έδιναν όσα-όσα, για να μη το δώσω αλλού! Μου έλεγαν ότι δεν βρίσκουν, ότι το θέλουν για μία εβδομάδα και ότι πρέπει οπωσδήποτε να τους το δώσω. Τους είπα, ότι δεν έχω που να δώσω τα πράγματα, και ότι δεν μπορώ τέτοια εποχή να κάνω τέτοιες δουλειές.
-Συγγνώμη, σήκωσα λίγο το χέρι. Ποια πράγματα; Τι εννοείτε;
-Αυτό το διαμέρισμα, το είχα αποθήκη.
-Αποθήκη...; Πότε...;
-Όταν ήρθαν και το είδαν. Αποθήκη ήταν.
Είχα μείνει μαλάκας... Με το στόμα ανοικτό...
-Δεν το ξέρατε;, έσκυψε λίγο το κεφάλι απορημένος.
-Όχι... Για πείτε μου... Και...;
-Ε, ήρθαν, με παρακάλεσαν, είπαν ότι θα το αναλάβουν εκείνοι, μιλούσαν με κάποιον στο τηλέφωνο, και μου είπαν ότι είναι ανάγκη, για κάποιον που θα έρθει από το εξωτερικό, και τους είχε δώσει προθεσμία, και δεν προλάβαιναν να ψάξουν αλλού.
-Και...;, είχα τρελαθεί, λέμε...
-Και ήρθαν, το άδειασαν, το έβαψαν, κι εγώ πήρα όλα αυτά..., έδειξε τον χώρο.
-Γι' αυτό είναι όλα καινούρια..., έβγαζα συμπέρασμα, μονολογώντας.
-Ναι! Όλα είναι καινούρια! Και το πλυντήριο και τα κρεβάτια και τα τραπέζια, όλα, όλα!
Σηκώθηκε.
-Να φύγω, να πάω να ποτίσω..., δικαιολογήθηκε αμήχανα.
Χαμογέλασα.
-Εντάξει... Εγώ τέτοια ώρα, επιστρέφω από τη θάλασσα. Εάν περάσετε καμμιά φορά, ελάτε πάλι...
-Εσείς γιατί δεν πάτε μαζί με τα παιδιά, για μπάνιο;, ρώτησε.
-Γιατί δεν είναι σωστό να γυρίζει μία γυναίκα ημίγυμνη, μπροστά σε τέσσερεις άνδρες.
-Μα είστε στη θάλασσα...
-Ναι, αλλά είμαστε φίλοι. Όχι αδέρφια. Οπότε, εκείνοι είναι άνδρες, κι εγώ είμαι γυναίκα. Δεν είναι σωστό. Πήγα μία φορά, όταν ήρθαμε. Για την παρέα. Δεν μπορεί να γίνεται αυτό κάθε μέρα... Εγώ πηγαίνω όταν ξυπνάω, κι εκείνοι το ίδιο. Απλά, δε συμπίπτουν οι ώρες μας. Εξ' άλλου, τους ξέρετε τους άνδρες. Όλο και καμμιά ξεβράκωτη θα κυνηγήσουν. Εγώ τι να κάνω; Να τους προσέχω με την απόχη; Δεν είναι πράματα αυτά!
Χαμογέλασε για πρώτη φορά.
-Εσάς πρέπει να προσέχουν, είπε χαμηλόφωνα.
-Με προσέχουν. Και, μάλιστα, πολύ. Δεν θα ήμουν εδώ, διαφορετικά.
Ο "παππούς", έφυγε.
Αλλά ξαναήρθε.
Όταν βγήκα να απλώσω μαγιώ κτλ, βρήκα μία πλαστική ποδιά στο μπαλκόνι, με ντομάτες, αγγουράκια, μαϊντανό και κρεμμύδια...
Τρελάθηκα! Τρελάθηκα, όμως...
Κάθε πρωΐ, όταν έφευγαν τα παιδιά, ερχόταν δειλά στο πίσω μπαλκόνι, μετά - όταν τον έβλεπα - ερχόταν από μπροστά, και του έψηνα καφέ. Ήταν ο μόνος που έμπαινε από την πόρτα της εισόδου, σε εκείνο το διαμέρισμα.
Κάθε μεσημέρι, πριν γυρίσουν τα παιδιά, μου άφηνε - στο γνωστό μέρος - ό,τι έκοβε από τον κήπο του, και η κουζίνα γέμιζε αρώματα...
Τα παιδιά, άρχισαν τα πειράγματα, του στυλ "βρε, τον παππού...!", "πάει, Χ, θα σ' την κλέψει ο παππούς!", "τι καλό έχουμε από το μποστάνι του θαυμαστή, σήμερα;", "ε, ρε και να τον πιάσει κανείς καμμιά μέρα να πηγαινοέρχεται...", και γελούσαμε τρελά!
Δεν τους είπα, όμως, τι είχα μάθει...
Απλά, όταν τους κοιτούσα - μετά από εκείνη τη μέρα -, καταλάβαινα πόσο αγαπούσαν τον Χ.
Κι όταν κοιτούσα εκείνον, καταλάβαινα πόσο αγαπούσε εμένα...
Διάολε...
Είναι τόσο ωραία πλάσματα οι άνδρες...
Καθόταν ώρες στο μπαλκόνι, προσέχοντας τα παιδιά και κοιτάζοντας το δρομάκι, μήπως πάει κανένα και το χτυπήσει αυτοκίνητο.
Τα μικρά, έκαναν σαν τρελά για τον "παππού".
Ο "παππούς", όμως, ήταν πολύ κλειστός άνθρωπος.
Κι όσο τα παιδιά τον αγαπούσαν, τόσο οι γονείς τον φοβούνταν.
Δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου, δεν είχε επαφές με τους γείτονες.
Πρόσεχε τον κήπο του και τα παιδιά.
Τίποτε άλλο δεν έκανε.
Προφανώς, όταν πήγαμε εμείς, του φάνηκε περίεργο το "μία γυναίκα-τέσσερεις άνδρες", και την Κυριακή το πρωΐ - όταν τα παιδιά έφυγαν -, είπε να επιθεωρήσει.
Ήμουν στην κουζίνα, με τα εσώρουχά μου, και κάτι έκανα.
Όλοι κοιμόνταν τα πρωϊνά - ή, και να είχαν ξυπνήσει, φρόντιζαν τα παιδιά τους -, κι έτσι είχα αφήσει την πόρτα της κουζίνας ανοικτή, με την κουρτίνα τραβηγμένη.
Και ξαφνικά, βλέπω τον "παππού" να περνά απ' έξω και, μόλις οι ματιές μας διασταυρώθηκαν, εκείνος έκανε να κλείσει τα μάτια και να γυρίσει το κεφάλι από την άλλη, ενώ εγώ, βούτηξα την πετσέτα που είχα βγει από το μπάνιο, και την τύλιξα όπως-όπως γύρω μου!
Εκείνος θα πρέπει να είχε υποστεί ένα μικρό σοκ, γιατί είχε μείνει ακίνητος, και δεν έλεγε να ανοίξει βήμα.
Βγήκα στο μπαλκόνι.
-Καλημέρα. Με συγχωρείτε, δεν ήξερα ότι θα μπορούσε να περάσει κάποιος, τέτοια ώρα, από 'δω, του είπα σοβαρά.
-Όχι! Όχι! Εμένα να με συγχωρείτε, που πέρασα..., τα είχε χαμένα. Το κεφάλι δεν το είχε γυρίσει, ακόμη.
-Με λένε Νανά, προέτεινα το χέρι μου, πάνω από τα κάγκελα.
Γύρισε και κοίταξε μία το χέρι μου, μία εμένα. Δίστασε.
-Εγώ είμαι ο Μ, είπε ντροπαλά, δίνοντάς μου το δικό του.
-Μένετε εδώ;
-Ναι, είναι δικό μου.
-Το διαμέρισμά μας;
-Όλα τα διαμερίσματα.
-Ω, τότε θα ξέρετε και ποιος έχει τον μικρό κήπο, πίσω, στη θέση του parking!, ενθουσιάστηκα.
-Εγώ τον έχω..., έσκυψε λίγο το κεφάλι.
Χαμογέλασα.
-Έχετε πιει καφέ;
-Έχω πιει... Νωρίς... Στις 6...
-Πρέπει να είναι 11-12. Θέλετε να πιούμε έναν μαζί; Δεν κάνω καλό καφέ, αλλά θα ήθελα πάρα πολύ να μιλήσουμε για τον κήπο σας... αν δεν έχετε αντίρρηση...
Το σκέφτηκε. Το ξανασκέφτηκε.
-Αλήθεια, θα το ήθελα πολύ... Τα παιδιά, είναι για μπάνιο. Θα μου κάνετε και παρέα.
-Είναι ανοικτή η πόρτα;, ρώτησε σκεπτικός.
-Μέχρι να αλλάξω, θα την έχω ανοίξει, του φώναξα, τρέχοντας προς τα μέσα.
-Περάστε, του είπα, κάνοντας χώρο, χαμογελώντας.
Αφού κοίταξε δεξιά-αριστερά - λες και θα τον κάρφωνε κανείς -, προχώρησε με μικρά βηματάκια.
Περιεργάστηκε τον χώρο και πήγαμε στην κουζίνα.
Ετοίμασα τους καφέδες και καθήσαμε στο τραπέζι.
-Πείτε μου τώρα για τον κήπο!, σταύρωσα τα δάκτυλα πάνω στη ξύλινη επιφάνεια. Τι έχετε σπείρει;!
-Όλα τα ζαρζαβατικά... Ντομάτες, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, πατάτες..., είχε σηκώσει τους ώμους. Καθόταν μαζεμένος, ανάμεσα στον τοίχο και το ψυγείο... Σας αρέσουν οι λαχανόκηποι;...
-Πολύ! Δεν είναι ωραία, να έχεις σπείρει κάτι εσύ και να το βλέπεις να μεγαλώνει, και να το φροντίζεις μέχρι να γίνει, κι όταν το κόβεις να νοιώθεις υπερήφανος που τα κατάφερες;! Εμείς στην Αθήνα, τρώμε ό,τι άχρηστο μας προμηθεύουν. Δεν είναι το ίδιο να κόβεις την ντομάτα από τον κήπο και να μυρίζει όλη η κουζίνα με την πρώτη μαχαιριά, με το να κόβεις την ντομάτα από το super market. Κανένα λαχανικό δεν έχει γεύση ή μυρωδιά. Την ψάχνεις...
-Εσείς, είστε ζευγάρι με κάποιον από τα παιδιά;, είχε αλλού τον νου του εκείνος.
-Όχι. Είμαστε όλοι φίλοι. Παρέα.
-Εσείς τους μαγειρεύετε;
-Όχι. Εκείνοι μαγειρεύουν, κι εγώ τους δείχνω.
-Και το σπίτι;
-Το σπίτι...;
-Εκείνοι το κάνουν;
-Ελάτε μαζί μου, του είπα μαλακά και σηκώθηκα από τη θέση μου.
Με ακολούθησε στον διάδρομο.
-Αυτό είναι το δωμάτιό μου. Κι αυτό, είναι των 2. Οι άλλοι 2, κοιμούνται εκεί, του έδειξα το σαλόνι. Όπως βλέπετε, είναι όλα εν πλήρει τάξει. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον χώρο του και τα πράγματά του. Εγώ δεν είμαι υπηρέτρια. Είμαι γυναίκα.
Ξαναπήγαμε στην κουζίνα.
-Εσείς; Μένετε μόνος; Με την οικογένειά σας;
-Η γυναίκα μου πέθανε πριν τρεις μήνες..., είπε λυπημένος.
-Με συγχωρείτε... Δεν ήθελα να σας στενοχωρήσω..., είπα πιο λυπημένη.
-Δεν πειράζει... Ήταν πολύ καλή γυναίκα... Η ψυχή της... Μ' άφησε μόνο μου...
-Τώρα, να ρωτήσω αν έχετε παιδιά ή...
-Δεν μπορούσε να κάνει παιδιά... Δεν με πείραζε... Ήταν πολύ καλή γυναίκα... Την αγαπούσα... Δεν με πείραζε... Εκείνη πείραζε... Μ' αυτόν τον καημό, έφυγε...
-Έχετε, όμως, του κόσμου τα παιδιά στην αυλή σας, κάθε καλοκαίρι..., προσπάθησα να του αλλάξω τη διάθεση. Όλα έρχονται εδώ, για να παίξουν...
-Εγώ έστρωσα το χαλίκι και πήρα και τις κούνιες και όλα... Για να μαζεύονται... και να τα βλέπουμε... της μακαρίτισσας της άρεσε αυτό..., είπε ντροπαλά.
Δεν μπορούσα να μη χαμογελάω... Ήταν τόσο γλυκός...
-Και πάντα τα διαμερίσματα, τα νοικιάζαμε σε οικογένειες με παιδιά... Για να τα βλέπουμε...
-Και σε 'μας;... Πως κάνατε εξαίρεση;..., έδιωξε η απορία το χαμόγελο.
-Με έπαιρναν κάθε μέρα 10 τηλέφωνα! Ήρθαν από 'δω, όχι όλοι, τρεις ήρθαν, και μου έδιναν όσα-όσα, για να μη το δώσω αλλού! Μου έλεγαν ότι δεν βρίσκουν, ότι το θέλουν για μία εβδομάδα και ότι πρέπει οπωσδήποτε να τους το δώσω. Τους είπα, ότι δεν έχω που να δώσω τα πράγματα, και ότι δεν μπορώ τέτοια εποχή να κάνω τέτοιες δουλειές.
-Συγγνώμη, σήκωσα λίγο το χέρι. Ποια πράγματα; Τι εννοείτε;
-Αυτό το διαμέρισμα, το είχα αποθήκη.
-Αποθήκη...; Πότε...;
-Όταν ήρθαν και το είδαν. Αποθήκη ήταν.
Είχα μείνει μαλάκας... Με το στόμα ανοικτό...
-Δεν το ξέρατε;, έσκυψε λίγο το κεφάλι απορημένος.
-Όχι... Για πείτε μου... Και...;
-Ε, ήρθαν, με παρακάλεσαν, είπαν ότι θα το αναλάβουν εκείνοι, μιλούσαν με κάποιον στο τηλέφωνο, και μου είπαν ότι είναι ανάγκη, για κάποιον που θα έρθει από το εξωτερικό, και τους είχε δώσει προθεσμία, και δεν προλάβαιναν να ψάξουν αλλού.
-Και...;, είχα τρελαθεί, λέμε...
-Και ήρθαν, το άδειασαν, το έβαψαν, κι εγώ πήρα όλα αυτά..., έδειξε τον χώρο.
-Γι' αυτό είναι όλα καινούρια..., έβγαζα συμπέρασμα, μονολογώντας.
-Ναι! Όλα είναι καινούρια! Και το πλυντήριο και τα κρεβάτια και τα τραπέζια, όλα, όλα!
Σηκώθηκε.
-Να φύγω, να πάω να ποτίσω..., δικαιολογήθηκε αμήχανα.
Χαμογέλασα.
-Εντάξει... Εγώ τέτοια ώρα, επιστρέφω από τη θάλασσα. Εάν περάσετε καμμιά φορά, ελάτε πάλι...
-Εσείς γιατί δεν πάτε μαζί με τα παιδιά, για μπάνιο;, ρώτησε.
-Γιατί δεν είναι σωστό να γυρίζει μία γυναίκα ημίγυμνη, μπροστά σε τέσσερεις άνδρες.
-Μα είστε στη θάλασσα...
-Ναι, αλλά είμαστε φίλοι. Όχι αδέρφια. Οπότε, εκείνοι είναι άνδρες, κι εγώ είμαι γυναίκα. Δεν είναι σωστό. Πήγα μία φορά, όταν ήρθαμε. Για την παρέα. Δεν μπορεί να γίνεται αυτό κάθε μέρα... Εγώ πηγαίνω όταν ξυπνάω, κι εκείνοι το ίδιο. Απλά, δε συμπίπτουν οι ώρες μας. Εξ' άλλου, τους ξέρετε τους άνδρες. Όλο και καμμιά ξεβράκωτη θα κυνηγήσουν. Εγώ τι να κάνω; Να τους προσέχω με την απόχη; Δεν είναι πράματα αυτά!
Χαμογέλασε για πρώτη φορά.
-Εσάς πρέπει να προσέχουν, είπε χαμηλόφωνα.
-Με προσέχουν. Και, μάλιστα, πολύ. Δεν θα ήμουν εδώ, διαφορετικά.
Ο "παππούς", έφυγε.
Αλλά ξαναήρθε.
Όταν βγήκα να απλώσω μαγιώ κτλ, βρήκα μία πλαστική ποδιά στο μπαλκόνι, με ντομάτες, αγγουράκια, μαϊντανό και κρεμμύδια...
Τρελάθηκα! Τρελάθηκα, όμως...
Κάθε πρωΐ, όταν έφευγαν τα παιδιά, ερχόταν δειλά στο πίσω μπαλκόνι, μετά - όταν τον έβλεπα - ερχόταν από μπροστά, και του έψηνα καφέ. Ήταν ο μόνος που έμπαινε από την πόρτα της εισόδου, σε εκείνο το διαμέρισμα.
Κάθε μεσημέρι, πριν γυρίσουν τα παιδιά, μου άφηνε - στο γνωστό μέρος - ό,τι έκοβε από τον κήπο του, και η κουζίνα γέμιζε αρώματα...
Τα παιδιά, άρχισαν τα πειράγματα, του στυλ "βρε, τον παππού...!", "πάει, Χ, θα σ' την κλέψει ο παππούς!", "τι καλό έχουμε από το μποστάνι του θαυμαστή, σήμερα;", "ε, ρε και να τον πιάσει κανείς καμμιά μέρα να πηγαινοέρχεται...", και γελούσαμε τρελά!
Δεν τους είπα, όμως, τι είχα μάθει...
Απλά, όταν τους κοιτούσα - μετά από εκείνη τη μέρα -, καταλάβαινα πόσο αγαπούσαν τον Χ.
Κι όταν κοιτούσα εκείνον, καταλάβαινα πόσο αγαπούσε εμένα...
Διάολε...
Είναι τόσο ωραία πλάσματα οι άνδρες...