29.7.10

Getting High

Κανονικά, θα έπρεπε να γράφω για την πρώτη μου εμπειρία σε αεροπλάνο.
Κι εγώ γράφω για τον Χ.
Κανονικά, θα έπρεπε να ανέπνεα μέσα σε χαρτοσακούλες.
Να τραβούσα από τα μαλλιά την αεροσυνοδό.
Κι εγώ σκεφτόμουν τον Χ.

Η αεροσυνοδός ήταν η μόνη που μου τράβηξε την προσοχή.
Όταν μας ρώτησε αν θέλουμε κάτι, γύρισα ξαφνιασμένη και την κοίταξα. Ναι. Υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι στο αεροπλάνο, εκτός από τον Χ. Όταν, όμως, εκείνος τής απάντησε ευγενικά "όχι, ευχαριστούμε", ο μόνος που υπήρχε πάλι ήταν εκείνος. 'Ισως να μην έπρεπε να τον μετράω. Γιατί εκείνη την στιγμή ο Χ μιλούσε αντί εμού. Ήξερε ότι δεν τρώω / πίνω / καπνίζω στα ταξίδια, και ότι με εκνευρίζουν αυτοί που το κάνουν. Ο καφές του στο πλοίο, ήταν ξεκάθαρα στα πλαίσια τού ταξιδιού ενός "κανονικού ζευγαριού". Το αεροπλάνο, δεν ήταν η απλή μεταβίβασή μας στην Αθήνα. Ήταν και η μετάβασή μας από το "κανονικό" στο "ιδιαίτερο". Το ήξερε.

Δεν μου αρέσει, επίσης, να μιλώ.
Οπότε δεν μιλούσε ούτε εκείνος. Καθόταν ήσυχος και κοιτούσε τα σύννεφα έξω από το παράθυρό του. Ξαναφόρεσα τα γυαλιά και ακούμπησα το κεφάλι μου στο κάθισμα. Γιατί δεν με είχε πιάσει υστερία; Δεν θα έπρεπε; Δεν κινδυνεύαμε να ξεκολλήσουν τα φτερά, να ανοίξει τρύπα στο πάτωμα, να φύγει η οροφή, να πάθει έμφραγμα ο πιλότος; Δεν έπρεπε να είμαι γονατιστή, με το μαντήλι στο κεφάλι, με τα κομποσκοίνια στα χέρια, να προσεύχομαι μέχρι να προσγειωθούμε; Θα έπρεπε. Αυτό ήταν το σενάριο μέχρι τότε.

Το σενάριο, όμως, δεν υπήρχε πια.
Η παρουσία τού Χ το είχε κάψει. Τον κοίταζα. Είχε ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη, και ήταν φανερό ότι εκείνη την στιγμή έγραφε τα δικά του σενάρια. Ήμουν σίγουρη ότι ήξερα και την πρωταγωνίστρια.

Όπως δεν θυμάμαι πως απογειωθήκαμε, έτσι δεν θυμάμαι πως προσγειωθήκαμε.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, και εμείς ήμασταν ήδη μέσα στο ταξί για το σπίτι μας. Η ναυτία είχε ξαναγυρίσει... Ο Χ ήταν εξαιρετικά νευρικός, και δεν τον χωρούσε το κάθισμα. Όταν, δε, μπήκαμε στην τελική ευθεία, ήμασταν για να πηδάμε από τα παράθυρα... Και οι δύο... Μπήκαμε στην είσοδο, και σταματήσαμε στο ασανσέρ, περιμένοντάς το σαν να περιμέναμε την συνοδεία για το εκτελεστικό απόσπασμα. Όταν βρεθήκαμε έξω από την πόρτα τού διαμερίσματος, κανείς μας δεν έκανε καμμία κίνηση. Ούτε για να πει κάτι, ούτε για να βρει κλειδιά, ούτε για τίποτα.

-Ήσουν χαρούμενος μέχρι τώρα..., έσπασα την σιωπή.
-Ναι... ήμουν..., παραδέχθηκε σοβαρός.
-Μπορούμε πάντα να πάρουμε το επόμενο αεροπλάνο να γυρίσουμε πίσω... Δεν έχω πρόβλημα... Το συνήθισα...

Άρχισε να ψάχνει πανικόβλητος τα κλειδιά.
Άρχισα να γελάω.
-Μη μου πεις μόνο ότι τα ξεχάσαμε..., μπόρεσα να αρθρώσω.
-Όχι! Εδώ είναι! Εδώ είναι!, κούνησε τα κλειδιά θριαμβευτικά.
-Συγχαρητήρια..., συνέχισα να γελάω. Θα μπούμε; Τι θα γίνει;

-Αφέντρα..., είπε σχεδόν λυπημένα. Θα είμαι μία εβδομάδα μαζί σας... Συνέχεια... Στο σπίτι μας... Θα ζούμε κανονικά...
Σταμάτησα απότομα να γελάω.
-Άνοιξε την πόρτα, Χ..., είπα ήρεμα, κοιτώντας το χαλί της εισόδου. Δεν ξέρεις τι μπορεί να είναι αυτή η εβδομάδα... Πως μπορεί να είναι μαζί μου...
-Ξέρω, Αφέντρα..., είπε μυστικά, σαν να ήταν και κάποιος άλλος στον όροφο. Αυτό που περίμενα μία ζωή... Ό,τι κι αν είναι...

Θα μπορούσα να γράψω πολλά.
Αλλά δεν θα το κάνω. Θα μπορούσα να γράψω τι σκεφτόμουν, τι ήξερα ότι σκεφτόταν. Το πόσο αυτή η σχέση Εξουσίας / υποταγής σε υπερβαίνει. Το πόσο ισχυρή είναι η D/s. Την δύναμη που έχει να σου ξεχειλώνει τα όρια, να σου τρυπάει τις αντιστάσεις. Το πόσο μπορεί να σε ανεβάζει κάτι που κάποιον άλλον θα τον είχε ισοπεδώσει, το πόσο μπορεί να σε κάνει κουρέλι κάτι που κάποιον άλλον θα τον έκανε 3 μέτρα ψηλό.

Θα μπορούσα να γράψω τι ειπώθηκε ή τι έγινε, μόλις μπήκαμε.
Αλλά δεν θα το κάνω. Υπάρχουν, ούτως ή άλλω, πράγματα που δεν θα γράψω ποτέ στο blog, που δεν θα τα πω ούτε αν μία μέρα γίνω μητέρα στα παιδιά μου. Αυτό το blog περιέχει μόνο την σκιαγράφηση όσων έχω ζήσει, όσων έχω μάθει, όσων έχω ακούσει. Δεν είναι τίποτε άλλο από μία ιχνογραφία. Τροφή για σκέψεις ή η αρχή ενός νήματος. Τίποτε άλλο.

Το μόνο που θα γράψω, είναι το εξής.
Μέσα στα μεσάνυχτα, σηκώθηκα για να κλείσω την τηλεόραση και το air-condition. Από τότε που είχαμε το θέμα με την μύτη μου, η φοβία τού Χ μπορούσε να με στείλει άνετα στο Σωτηρία. Άνετα, όμως... Είχα κοιμηθεί νωρίς, με απλωμένα χέρια και πόδια, κατακτώντας κάθε εκατοστό τού στρώματος σε κάθε κίνηση. (Ναι, δεν χρειάζεται να κοιμηθείς μαζί μου. Έχω ήδη έναν αιχμάλωτο, το κρεβάτι μου). Όπως πήγα στην ντουλάπα να πάρω ένα σεντόνι - γιατί είχα αρχίσει να μαρμαρώνω από το ψύχος, λέμε -, κατάλαβα ότι κάποιος με κοιτάζει... Γύρισα αργά το κεφάλι μου, και είδα τον Χ να έχει ακουμπήσει τα χέρια του στην πλάτη τού καναπέ, να με κοιτάζει ακίνητος.

-Τι κάνεις εκεί;..., σήκωσα τους ώμους.
-Τίποτα..., είπε συνεσταλμένα.
Ερχόταν... Το εγκεφαλικό ήταν στον δρόμο...
-Τι "τίποτα", διάολε! Γιατί δεν κοιμάσαι;!
-Σας βλέπω..., ξαναείπε συνεσταλμένα.
-Τι με... Γιατ... Τι ώρα είναι;!, νευρίασα.
-Δεν ξέρω..., είπε αθώα.

Ξεφύσηξα, αφήνοντας τούς ώμους να κρεμάσουν.
Δεν πρόλαβα να συνέλθω, ήρθε το δεύτερο κύμα...
-Να έρθω να σας σκεπάσω;...
-Τι να με σκεπάσεις, μη γαμήσω;! Πρώτα με παγώνεις και μετά θέλεις να με σκεπάσεις!
-Κρυώσατε, Αφέντρα;!, πετάχτηκε όρθιος. Να σας κλείσω το air-condition!
Ήρθε με δύο δρασκελιές στο δωμάτιο, ψάχνοντας το control. Μόλις είδε ότι το air-conditon ήταν κλειστό, έμεινε εκεί που ήταν. Όρθιος. Γυμνός...

Με κοίταξε φοβισμένος.
-Το κλείσατε..., είπε μαζεμένα.
-Το κλείσαμε..., τον κορόϊδεψα. Εσείς που μας βλέπατε, δεν το είδατε;...
Τσιμουδιά.
-Δεν μιλάτε;..., σήκωσα τα φρύδια.
-Θα... Να... Πάω να κοιμηθώ... Δεν θα σας ξαναενοχλήσω... Για το air-condition ήρθα...
Μου έχει ανέβει το αίμα στο κεφάλι... Το αίμα στο κεφάλι, λέμε!

Έχω αρχίσει και τον χτυπάω με το σεντόνι.
Μαζεύτηκε, με τα χέρια του χιαστί, και με μία έκφραση "γιατί, καλέ κυρία, με χτυπάτε το καημένο;"
-Θα σε σκοτώσω! Θα σε σκοτώσω, διάολε! Αλλά όχι με το σεντόνι! Μαλακίες κάνω! Με τα χέρια!
Και τον χτυπάω... Τον χτυπάω όπου βρίσκω...
Πονούσε. Αλλά χαμογελούσε... Με κοιτούσε μέσα στα μάτια. Και δεν έκανε ούτε ένα βήμα πίσω... Ούτε μισό... Κατέβασε τα χέρια, και καθόταν ήσυχος, ήρεμος, χαμογελαστός, για να κάνω ό,τι θέλω...

Δεν έχω κάτι άλλο να γράψω.

27.7.10

Mrs. & mr. Smith

Το έχω σκάσει αμέτρητες φορές από εκεί που είμαι.
Είτε γιατί έχω βαρεθεί, είτε γιατί κάτι δεν μου άρεσε.
Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος ήθελε να το σκάσει μαζί μου.

Ο Χ πηγαινοερχόταν, σαν τον τρελό, για να μαζέψει τα πράγματά μας και να ετοιμάσει βαλίτσες. Το σπίτι είχε αναστατωθεί από την έκτακτη αναχώρησή μας, και το ζευγάρι ήταν στα τηλέφωνα για να μας βρουν τον άνθρωπο που είχε την βάρκα. Ήταν ο μόνος τρόπος για να πάμε στο νησί. Δεν είχαμε χρόνο να περιμένουμε το καραβάκι. Εάν δεν βρίσκαμε τον ιδιοκτήτη δεν θα προλαβαίναμε το αεροπλάνο.

Όταν όλα ρυθμίστηκαν, έκλεισε την πόρτα για να ντυθώ.
Έβγαλα τα "καλά" μου. Και μόνο το ότι θα φορούσα κανονικά ρούχα και τακούνια - και όχι τις πρόχειρες μαλακίες που πρέπει να φοράς για το πλοίο -, μου έδινε μεγάλη χαρά. Βλέποντας τι διάλεξα, άλλαξε γνώμη για ό,τι είχε επιλέξει να φορέσει εκείνος. Κατάλαβε ότι ο τουρισμός είχε τελειώσει εκεί και για τους δύο.
-Μπορώ να σε ντύσω εγώ;..., ρώτησε διστακτικά.
-Δεν είχα σκοπό να ντυθώ μόνη μου, απάντησα.

Δεν ήταν ότι ήμουν καλά.
Αλλά δεν θα το έχανα για τίποτα. Μπορεί να γινόμουν χειρότερα, αλλά δεν θα το έχανα. Τρεις μέρες είχα να νοιώσω έτσι... Με έντυνε σαν να είχαν ατροφήσει οι μύες μου... Σαν να έπρεπε να με πάρει από εκεί, κρυφά... Με έντυσε με την αφοσίωση που μου είχε λείψει. Σαν η κάθε κίνηση να είχε σημασία. Σαν να κρινόταν κάτι από αυτό. Όταν κάθησα στο κρεβάτι και γονάτισε για να μου βάλει τα πέδιλα, έγινα... Για μισό λεπτό, κοίταζε τα πόδια μου αγγίζοντας τα πέλματα, σαν να σκεφτόταν αν αυτό που έκανε ήταν το σωστό.
-Είμαι τόσο χαρούμενος..., ψέλισσε.
-Εγώ θα είμαι όταν θα κάνουμε το αντίστροφο, κι όταν το κρεβάτι που θα κάθομαι θα είναι το δικό μου, του είπα για να ξενερώσω.

Βγαίνοντας από το σπίτι, με περίμεναν και οι τρεις για να ξεκινήσουμε.
Ο Χ - που ποτέ δεν με είχε αγγίξει δημοσίως, παρά μόνον όταν έπρεπε να μπω κάπου πρώτη ή να βγω από το αυτοκίνητο, ίσως -, μου έδωσε το χέρι του, και άρχισε να περπατάει μπροστά και με μεγάλα βήματα, σχεδόν τραβώντας με. Περπατούσε σοβαρός, αμίλητος, γρήγορα. Αφού φτάσαμε μπροστά στην βάρκα, και χαιρετίσαμε το ζευγάρι, έδωσε τις βαλίτσες σε εκείνον που μας περίμενε - και προς έκπληξη όλων μας -, γονάτισε στην άμμο, και μου έβγαλε τα πέδιλα... Ένας μικρός αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη τής γυναίκας. Γύρισα να την κοιτάξω, καθώς σήκωνα την φούστα μου για να μπω μέσα στο νερό. Με κοιτούσε με σφιγμένα χείλη, με μία έκφραση που έδειχνε ότι είχε συγκινηθεί. Προσπάθησα να της χαμογελάσω, αλλά δεν νομίζω να τα κατάφερα καλά. Δεν πρέπει να ήμουν καν εκεί...

Η φούστα μου βράχηκε.
Το ίδιο και το παντελόνι του Χ. Αλλά λίγο νοιαστήκαμε. Μέχρι να φτάσουμε στο αεροδρόμιο, όλα ήταν παρελθόν. Η σκηνή που μπήκαμε στην αίθουσα, ήταν από τις καλύτερες της ζωής μου. Εκείνος με λινό μαύρο πουκάμισο / παντελόνι, γυαλιά ηλίου. Στα μαύρα κι εγώ, με ένα πουκάμισο κρουαζέ που έδενε πίσω, μία μακριά gypsy skirt, τα μαύρα ψηλοτάκουνα πέδιλα, μαύρα μεγάλα γυαλιά ηλίου, και με μαλλιά ακόμα με την αρμύρα της θάλασσας που τα είχε φουντώσει, ελεύθερα. Δεν υπήρχε άνθρωπος που δεν είχε γυρίσει να μας κοιτάξει... Ήταν τέτοιος ο τρόπος που περπατούσαμε, που όλοι θα πρέπει να έβαζαν στοίχημα ότι κάποιοι είμαστε και κάπου πηγαίνουμε. Σαν τους πράκτορες που έπρεπε να εκτελέσουν μίαν αποστολή... Συζητήσεις σταματούσαν, δρόμοι άνοιγαν. Απίστευτη σκηνή...

Τελειώνοντας από τον έλεγχο, βρεθήκαμε μπροστά σε μία τζαμαρία.
Πίσω από αυτήν, η πίστα, και κάτι που θύμιζε αεροπλάνο.
-Τι είναι αυτό;..., είπα περίεργη.
-Ποιο;, ρώτησε ο Χ χωρίς να καταλάβει.
-Το αντίγραφο που περιμένει απ' έξω...
-Αεροπλάνο, είπε χαμογελώντας.
-Είμαστε σίγουροι...;, αναρωτήθηκα.

Διάολε... Αυτό δεν ήταν αεροπλάνο...
Ήταν ένα βανάκι, με θέσεις σχολικού, που του είχαν κολλήσει 2 φτερά στο πλάϊ.
Αυτή κι αν ήταν σκηνή, από τις καλύτερες που έχω να θυμάμαι...
Αλλά εκείνη την στιγμή δεν με ένοιαζε τίποτα.
Ούτε ότι θα ήταν η πρώτη φορά που θα έμπαινα σε αεροπλάνο.

Μέχρι και που απογειωθήκαμε, ο Χ με κοιτούσε με αγωνία.
Προφανώς, δεν ήξερε πως θα αντιδρούσα. Εγώ, όμως, είχα ανοίξει τα περιοδικά και διάβαζα, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Το ότι θα ήμασταν σε πολύ λίγο στην Αθήνα, ήταν πολύ πιο σημαντικό. Όταν ησύχασε, άνοιξε κι εκείνος μίαν εφημερίδα, και άρχισε να διαβάζει.
-Μπορώ να ρωτήσω αν είσαι καλά...;, είπε κάποια στιγμή.
-Είμαι πολύ καλά, του απάντησα χωρίς να σταματήσω την ανάγνωση. Μία ερώτηση έχω μόνο. Αυτό που είπες για το λεβητοστάσιο...;

Γύρισε το κεφάλι του μπροστά, και κοίταξε χαμηλά στην μπροστινή του θέση, σοβαρός.
-Ακόμα κι αν μου έλεγες να κοιμηθώ στην μέση του δρόμου, θα το έκανα.

25.7.10

Bouncing Back

Και ξαφνικά, όλα άλλαξαν.
Η θάλασσα, η παραλία, το μέρος.
Και τι ήταν αυτή η μυρωδιά;...
Καρύδα;...

Κοιτούσα τον Χ, να κολυμπάει με μεγάλα ανοίγματα για να βγει στην στεριά.
Ο άνθρωπος που έπρεπε να κάνει διακοπές, ήθελε να γυρίσει πίσω.
Σε ένα διαμέρισμα.
Όχι για να ξεκουραστεί.
Αλλά για να κάνει ό,τι ήταν γεννημένος να κάνει: να υπηρετήσει.
Να υπηρετήσει μία γυναίκα, που πριν από λίγα λεπτά τού έλεγε ότι τον είχε μισήσει...

Κι ενώ ο κάθε άνδρας θα ήθελε την ησυχία του, την ηρεμία του, την ανάπαυλά του - έστω και για 10 ημέρες -, εκείνος ήθελε πίσω την ρουτίνα του.
Αυτό που για εκείνους θα ήταν η καταστροφή τής σχέσης, για τον Χ ήταν ζήτημα ταυτότητας.
Δεν ήμουν εγώ που είχα κάνει παράπονα για κάτι που είχα χάσει.
Ήταν εκείνος που είχε διαμαρτυρηθεί για κάτι που δεν μπορούσε να προσφέρει...

Ναι. Μύριζε καρύδα.
Κοιτούσα τους ώμους μου, το στήθος μου που γυάλιζαν, και ένοιωθα την γυναίκα να έρχεται τρέχοντας πίσω, ικανοποιημένη από τους λόγους και τα λόγια ενός άνδρα, ευτυχισμένη που της ανήκε, περίεργη για την συνέχεια. Αισθανόμουν θεά... Μία θεά υγρή, που ακόμη και έξω αν στεκόταν, με ό,τι είχε ακούσει, πάλι υγρή θα ένοιωθε... Όλα είχαν ξυπνήσει. Με την καρύδα, με τον ήλιο, με την θάλασσα, με το μαγιώ...
Με εκείνον.

Βγήκα, και πήρα την πετσέτα για να σκουπιστώ, και να ανέβω επάνω να δω τι είχε κάνει. Είχε αρχίσει να φυσάει λίγο, και ήταν το μόνο που έλειπε εκείνη την στιγμή. Είχα απογειωθεί εντελώς... Γυρίζοντας, πριν προλάβω να μαζέψω τα πράγματά μας, τον είδα να έρχεται τρέχοντας την κατηφόρα. Ημίγυμνος, μόνο με την βερμούδα του, και ξυπόλητος... Σταμάτησε σοβαρός, 1-2 μέτρα μακριά από εμένα, εμένα που είχα μείνει με την πετσέτα να κρέμεται από χέρι μου, και τα μάτια μου να κρέμονται από τα χείλη του.

Για μία στιγμή νόμισα ότι δεν είχε γίνει τίποτα.
Και δεν με πείραζε. Καθόλου. Όταν έχεις έναν άνθρωπο με τον οποίο συζητάς τα πάντα, είναι ειλικρινής - ακόμα κι αν είναι εις βάρος του -, και υπάρχει επικοινωνία, δεν σε νοιάζει τίποτα. Όλα αντιμετωπίζονται. Όλα. Δεν είχα κανένα πρόβλημα να κοιμηθούμε μαζί άλλη μία νύχτα. Ήμουν διαφορετική. Δεν με ένοιαζε. Γιατί ήξερα πως είχαμε την ίδια οπτική σε ό,τι μας είχε συμβεί. Δεν είχα τίποτα να κρύψω πια. Και δεν υπήρχε λόγος να υποκρίνομαι. Ήμασταν από την ίδια πλευρά.

Μέχρι που άρχισε να χαμογελάει...
Το χαμόγελό του παρέσυρε και το δικό μου. Αδύνατον να περιγράψω τι αισθανόμουν... Ήρθε αργά προς το μέρος μου, και γονάτισε, αγκαλιάζοντας την μέση μου, και ακούμπησε το μέτωπό του εκεί που δεν έπρεπε... Γύρισα το κεφάλι προς την θάλασσα, και έκλεισα τα μάτια. Τον αγαπούσα εκείνον τον άνθρωπο... Με έκανε να τον αγαπάω με όλη την δύναμη τής καρδιάς μου.

Σήκωσε το κεφάλι.
-Ο ενικός, ήταν το μόνο που μου έδινε κουράγιο... Δεν σου αξίζει... Αλλά ήταν η επιθυμία σου... Ήταν το μόνο που έκανα για εσένα, γιατί αυτό μου είχες πει... Ό,τι και να μου ζητούσες θα το έκανα, αρκεί να βλέπω την ικανοποίησή σου... Με πιστεύεις;...
-Ναι.
-Δεν άλλαξε κάτι σε εμένα... Δεν μπορεί ο ενικός να με αλλάξει... Με αλλάζεις εσύ... Θέλω να πάμε σπίτι μας... Δεν το είπα γιατί θέλω κάτι από εσένα... Μπορεί να ήταν λάθος μου που μίλησα έτσι... Αλλά τώρα δεν το μετανοιώνω... Κι ας τιμωρηθώ... Νόμιζα πως σου άρεσε εδώ... Τώρα που ξέρω ότι το μισείς, είμαι χαρούμενος...

Τον κοίταξα.
-Ξέρεις ότι είναι η 2η μαλακία που κάνουμε...
-Ναι... είναι..., είπε χαμογελαστός.
-Τι θέλεις περισσότερο να κάνεις όταν επιστρέψουμε;, τον ρώτησα.
Το χαμόγελο έφυγε από τα χείλη του.
-Θέλω απόψε το βράδυ, να σε δω να κοιμάσαι... Στο κρεβάτι σου... Να ανοίξω την τηλεόραση, και να βλέπω από το σαλόνι να σε νανουρίζει και να κοιμάσαι... Μόνη σου... Αυτό θέλω...

Αυτό που ήθελε, ήταν ό,τι ακριβώς ήθελα κι εγώ.

22.7.10

Are you Ready For The Worst?

Ήθελα να κάνω εμετό.
Να κάνω εμετό...
Δεν μπορούσα να πιστέψω το πως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα...
Δεν μπορούσα να πιστέψω τι μου έλεγε...

Έσφιξα τις γροθιές μου.
Το είδε.
-Σε νευρίασα..., είπε στενοχωρημένος. Να ζητήσω συγγνώμη;... Θα είναι λίγο... Θα είναι υποκριτικό... Θα βγω έξω... Σου ορκίζομαι πως δεν θα ξαναπώ λέξη... Θα είμαι καλός... Δεν θα σου χαλάσω τις διακοπές... Ήταν λάθος μου... Δεν θα ξαναμιλήσω... Θα επανορθώσω... Σε παρακαλώ... μην με μισήσεις...

Ξεκίνησε να κολυμπάει αργά.
-Εγώ δεν μίλησα, είπα αυστηρά.
Σταμάτησε.
Γύρισε τρομαγμένος.
-Ό,τι μου πεις, θα το σεβαστώ..., είπε με τρεμάμενη φωνή. Θα μου αξίζει... Δεν φέρονται έτσι οι σκλάβοι... Δεν έπρεπε να σου πω τι σκεφτόμουν... Ήταν λάθος μου... Δεν θα επαναληφθεί... Σ'το ορκίζομαι...
-Θέλεις να σου πω τι σκεφτόμουν εγώ;..., τον ρώτησα προκλητικά, κολυμπώντας προς το μέρος του.
Έσκυψε το κεφάλι.
-Όχι..., τον πλησίασα σε απόσταση αναπνοής. Θα με κοιτάς!
Το βλέμμα του καρφώθηκε στα χείλη μου.

-Λοιπόν. Όσο εσύ άλλαζες γνώμη, εγώ σε μισούσα. Δεν σε ήθελα. Καταλαβαίνεις τι λέω;
Ο Χ είχε κερώσει. Τα φρύδια του είχαν αρχίσει να σμίγουν, και η φλέβα στο μέτωπό του φαινόταν καθαρά.
-Ποιος σου είπε ότι μου άρεσε που μας έβαλαν σε ένα κρεβάτι, και έκλεισαν την πόρτα; Ποιος σου είπε ότι το κρεβάτι μου το έχω για να το μοιράζομαι όποτε θέλει ο άλλος; Στο κρεβάτι μου έρχεται κάποιος όταν το θέλω εγώ! Και όχι όταν το απαιτούν οι καταστάσεις. Στ' αρχείδια μου οι καταστάσεις!
Τα μάτια του κινούνταν γρήγορα στο πρόσωπό μου και η αναπνοή του είχε γίνει κοφτή.
-Ναι, Νανά! Ναι!, είπε ενθουσιασμένος. Είναι άλλο να ζητάς να έρθω εγώ στο κρεβάτι σου, και άλλο να είμαι εκεί συνέχεια! Δεν είναι η θέση μου εκεί!
-Όχι, δεν είναι!, είπα θυμωμένα. Δεν μου αρέσει που είμαστε σαν το ζευγαράκι που σκέφτεται πότε θα φύγει διακοπές και το σχεδιάζει από τα Χριστούγεννα! Σαν την Κική και τον Κοκό! Με αηδιάζει! Με αηδίαζες κάθε βράδυ! Ενώ ήξερα ότι δεν έφταιγες...

Τον κοιτούσα με μεγάλο θυμό.
Και αντί να με κοιτάζει με λύπη - με όλα αυτά που του έλεγα πως ένοιωθα για εκείνον -, με κοιτούσε με απερίγραπτη ανακούφιση.
-Το μισώ το ρήμα "μοιράζομαι"! Αν θέλω να δώσω, θα δώσω! Αλλά δεν θα μοιραστώ! Ούτε το παγωτό που τρώω! Καταλαβαίνεις;!
-Καταλαβαίνω απόλυτα, Νανά..., κουνούσε το κεφάλι καταφατικά.
-Ποιος σου είπε το να μην ανοίγω βιβλίο, είναι δείγμα καλοπέρασης; Το να μην διαβάζω, σημαίνει ότι δεν είμαι καλά! Κι εγώ δεν είμαι καλά! Το ότι έρχομαι στην θάλασσα, είναι άλλο δείγμα καλοπέρασης; Την μισώ την θάλασσα μετά τη μία! Ερχόμουν εδώ για να σε αποφύγω! Δεν ήθελα ούτε να σε βλέπω! Και το πρωΐ που ερχόμουν; Για τον ίδιο λόγο! Δεν την θέλω αυτή την θάλασσα! Δεν μου αρέσει εδώ! Ό,τι είχα σκεφτεί, το είχα σκεφτεί αλλιώς! Δεν περίμενα στην ζωή μου να βρω σκλάβο! Δεν είσαι φίλος μου! Δεν λειτουργεί έτσι! Και δεν έφταιγες ούτε γι' αυτό...

Ανάσαινα θυμωμένη. Γρήγορα.
Τον κοιτούσα με σφιγμένα χείλη.
-Νανά... Σ' αγαπάω..., είπε ξέπνοα.
-Αν μ' αγαπάς, θα φροντίσεις να με πας σπίτι, του είπα αμέσως με κακία.
-Μπορούμε να φύγουμε άμεσα..., είπε διστακτικά. Αλλά μόνο με αεροπλάνο...
-Φαίνεται να έχω πρόβλημα;, γύρισα λίγο το κεφάλι.
Έκανε λίγο πίσω, ταραγμένος.
-Δεν έχεις ταξ..., ξεκίνησε να λέει.
-Θέλεις να σου πω τι σκεφτόμουν;..., τον διέκοψα, χαμογελώντας σκληρά. Ότι αν ήμασταν σε ξενοδοχείο και δεν είχε άλλο δωμάτιο; Θα σε έστελνα, ευχαρίστως, να κοιμηθείς στο λεβητοστάσιο. Λοιπόν; Έχω πρόβλημα με τα κωλο-αεροπλάνα;

Ο Χ άλλαξε ύφος.
Με πλησίασε πολύ σοβαρός.
-Νανά... Αν μου το έλεγες, θα το έκανα...
Τον πλησίασα κι εγώ.
-Πολύ καλά. Γιατί έτσι θα γινόταν! Έφυγες.

20.7.10

Just Do It

Τον κοιτούσα με μισόκλειστα τα μάτια, λόγω ήλιου.
Εκείνος δεν μάσαγε.
Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο επάνω μου, κανονικά.
Ήταν σοβαρός.
Και προβληματισμένος.

-Σε ακούω, του είπα απλά.
-Σου έχω πει πολλές φορές ότι δεν θέλω να αλλάξεις γνώμη για εμένα. Φαίνεται ότι τελικά δεν μπορώ να το αποφύγω. Θέλω να σου πω κάτι, που μπορεί να το θεωρήσεις αγένεια.
-Δεν θεωρώ τίποτα αγενές από εσένα. Αλλά εάν είναι να αλλάξει κάτι τώρα, ας αλλάξει.
-Μπορώ να σου μιλήσω ελεύθερα;
-Ναι.
-Τι κάνουμε εδώ;, ρώτησε χαμηλόφωνα, σε έναν τόνο που έδειχνε καθαρή μετάνοια.
-Διακοπές...;, μόρφασα ερωτηματικά, κοιτάζοντας γύρω μου.

Ξεφύσηξε.
Τον κοιτούσα πολύ περίεργη. Δεν περίμενα τέτοια εισαγωγή. Αλλιώς υπέθετα πως θα ξεκινούσε. Κάτι πιο πολύ σε "Νομίζω πως πρέπει να αναθεωρήσουμε τα πράγματα".
Ήρθε πιο κοντά μου.
-Θέλω να το πω όπως μου βγαίνει, είπε, και πραγματικά φαινόταν πως συγκρατούσε ό,τι είχε να πει.
-Φυσικά.
-Ήρθαμε εδώ για διακοπές. Εγώ τις περιμένω αυτές τις διακοπές κάθε χρόνο. Εσύ τις μισείς τις διακοπές.
-Ναι;
-Δεν ξέρω πως να σου το πω... Δεν θέλω να είμαστε εδώ! Θέλω να πάμε πίσω! Σπίτι μας! Θέλω να μην ξοδεύω τον χρόνο μου εδώ! Τι κάνω εγώ εδώ; Τίποτα! Τίποτα! Δεν μπορώ να κάνω τίποτα! Και βλέπω εσένα, που σου αρέσει... Που με αφήνεις στον ύπνο μου, και πηγαίνεις για μπάνιο συνέχεια... Που σου αρέσει... Που ήταν ό,τι ήθελες... Να έρθεις σε ένα ήσυχο μέρος... Και το απολαμβάνεις... Δεν έχεις διαβάσει ούτε μία γραμμή από τα βιβλία που πήραμε μαζί... Τόσο πολύ σου αρέσει... Κι εγώ δεν μπορώ να ανταποκριθώ... Και δεν μπορώ να το χωνέψω... Πρώτη φορά μάς δίνεται η ευκαιρία να είμαστε μαζί, κι εγώ θα ήθελα να γύριζε ο χρόνος πίσω... Να μην είχαμε φύγει ποτέ από το σπίτι μας... Το καταλαβαίνεις; Σκέφτομαι εμένα! Όχι εσένα! Και δεν το μπορώ... Δεν το μπορώ...

Δεν ήταν απλή συντριβή αυτό που ένοιωθα...
Ήταν χάσιμο... Χάσιμο...
Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο για να ανοίξω συζήτηση...
-Συγγνώμη..., είπα με όλη μου την ψυχραιμία. Μου λες ότι δεν σου αρέσει εδώ που είμαστε; Ότι θα ήθελες να πάμε πίσω; Σπίτι μας; Και να μην κάνουμε διακοπές;
-Ναι!, είπε δυνατά, χωρίς να αφήσει το παράπονο. Να πάμε σπίτι μας! Εδώ νοιώθω άχρηστος! Είμαι εγώ σκλάβος; Τι κάνω για εσένα; Που σου βάζω αντηλιακό; Ξέρεις πόσες φορές μου ήρθε να σπρώξω την κυρα-Ε από την κουζίνα, να σου ετοιμάσω εγώ το πρωϊνό; Πόσο άσχημα αισθάνομαι που δεν μπορώ εγώ να σου μαγειρέψω το μεσημέρι, και να σου σερβίρω να φας; Ξέρεις πόσο βρίζω τον εαυτό μου, που δεν έχει κανένα δικαίωμα να σκέφτεται έτσι; Να σκέφτομαι την πάρτη μου;
-Μα χρειάζεσαι διακοπές..., είπα με ακόμη μεγαλύτερο κουράγιο.
-Δεν χρειάζομαι διακοπές, Νανά!, φώναξε. Δεν τις θέλω τις διακοπές! Εγώ θέλω εσένα! Να είμαι σκλάβος σου! Κι εδώ είμαι άχρηστος! Δεν με χρειάζεσαι! Δεν μπορώ να σου προσφέρω τίποτα!

Δεν ξέρω πόσο είχαν ανέβει οι παλμοί μου...
Πονούσε το κεφάλι μου...
Δεν το περίμενα...
Αυτό, δεν το περίμενα...
Υποτίθεται ότι ήξερα τον σκλάβο μου...
Αλλά όχι τόσο καλά...

Είχε γυρίσει την πλάτη, και έφευγε μακριά μου.
Χτυπούσε την παλάμη του στην επιφάνεια του νερού, και έβριζε.
-Τώρα ξέρω ότι έχεις αλλάξει γνώμη για εμένα..., είπε. Είμαι εγωϊστής... Και αυθάδης... Ό,τι φοβόμουν μην συμβεί, το προκάλεσα μόνος μου... Δεν είναι ειρωνικό;...
-Χ;...
Γύρισε στην μεριά μου.
-Αν γύριζε ο χρόνος πίσω...;
-Αν γύριζε ο χρόνος πίσω;!, ρώτησε δυνατά και κολύμπησε γρήγορα προς το μέρος μου. Αν γύριζε ο χρόνος πίσω, δεν θα ερχόμασταν ποτέ! Τις μισώ τις διακοπές! Τις μισώ! Κανένας σκλάβος δεν πρέπει να κάνει διακοπές! Κανένας!

Ήμουν στα πρόθυρα του παροξυσμού...
Απίστευτες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου... Σκέψεις που ούτε καν μπορώ να τις γράψω... Ούτε καν μπορώ να δώσω σε κάποιον να τις κατανοήσει... Σκέψεις που είχαν να κάνουν με εκείνον, σκέψεις ακατάλληλες, σκέψεις σαδιστικές...
Έκλεισα τα μάτια.
Προσπάθησα να τις διώξω.

-Δεν ήταν ο ενικός..., σκέφτηκα δυνατά.
-Ο ενικός..., είπε παραξενεμένος. Ποιος ενικός;...
-Τίποτα, είπα κολυμπώντας για να βγω. Ξέχασέ το.
-Νανά! Νανά!, φώναζε πίσω μου, μέχρι που ήρθε εκεί που σταμάτησα. Ποιος ενικός, Νανά;
Μόλις τον κοίταξα, χωρίς να του πω κάτι, κατάλαβε.
Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, έκπληκτος.
-Επειδή σου μιλάω στον ενικό;, με ρώτησε εμβρόντητος. Τι; Νόμιζες ότι θα ξενέρωνα;! Θα άλλαζα γνώμη;!

Δεν είχα τίποτα να πω.
Ήμουν ήδη πολύ χάλια.
Και τότε έριξε την χαριστική βολή.
-Δεν είναι το "τι", Νανά..., είπε απελπισμένα, κουνώντας το κεφάλι του. Είναι πάντα το "πως".

12.7.10

Coco/nuts

Όταν ξυπνάω το πρωΐ, είναι καλό να μην μου μιλάς.
Δεν θέλω ούτε να μιλάω, ούτε να μυρίζω, ούτε να ακούω.
Θέλω τον χρόνο μου να συνέλθω.
Δεν θέλω ούτε τσιγάρα, ούτε καφέδες, ούτε συζητήσεις.
Δεν θέλω τίποτα.
Το πρωΐ δεν είναι η ώρα μου.

Όταν, όμως, ξυπνάω το πρωΐ, μην μου δείξεις άνδρα που να μου αρέσει.
Δεν θα του μείνει πούπουλο...
Κι αν αυτός ο άνδρας που μου αρέσει, είναι στο κρεβάτι μου, κακό δικό του...
Δεν θα του μείνει ούτε σάλιο για να καταπιεί...
Το πρωΐ είναι η ώρα μου.

3η μέρα διακοπών, και αυτή η ώρα δεν υπήρχε.
Μόλις ανοίγω τα μάτια μου αποφασίζω να είμαι πολύ καλή. Η μεγάλη αντάρα είχε περάσει, και ήμουν καλύτερα. Θα περίμενα να ξυπνήσει κι εκείνος, και να πάμε μαζί για μπάνιο. Δεν μπορώ να πω ότι είχα κάνει και τον καλύτερο ύπνο, αλλά σίγουρα είχα κοιμηθεί καλύτερα. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, ήταν ότι ο Χ δεν με είχε πλησιάσει. Γεγονός πολύ περίεργο... Δεν θυμόμουν ούτε μία φορά να είχαμε κοιμηθεί μαζί, και μέσα στον ύπνο του να μην μου είχε γίνει στρείδι... Ok, την προηγούμενη βραδιά είχε πέσει ξερός. Εκείνη; Ποια ήταν η δικαιολογία του;

Όταν ξύπνησε, δεν ήταν ο Χ που ήξερα.
Ήταν ένας απόμακρος, ψυχρός άνδρας. Καμμία σχέση με τον σκλάβο που είχα. Δεν είχε πει τίποτα, δεν είχε κάνει κάτι. Αλλά δεν ήταν αυτός. Και αντί να με προβληματίσει αρκετά, με ανακούφισε περισσότερο. Κατά κάποιον τρόπο, ήμασταν το ίδιο... Και αισθανόμουν καλύτερα. Βέβαια, εκείνος το έδειχνε. Εμένα δεν μου επιτρεπόταν. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί, αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου.
Καθόλου.

Πήγαμε στην θάλασσα, συζητώντας τα ίδια. Μαλακίες.
Βουτήξαμε, βγήκαμε, τον άφησα να μου βάλει λάδι, ξαπλώσαμε.
Έκλεισα τα μάτια.
Καταιγισμός σκέψεων...
Πόσο μπορούσε να με επηρεάσει ο άλλος... Ακόμα κι αν δεν αισθανόμουν έτσι, με την στάση του θα είχα γίνει κι εγώ ψυχρή. Δεν υπήρχε περίπτωση. Το ένοιωθα. Δεν ήταν εκείνος που ήξερα. Ήταν ψυχρός. Αδιάφορος. Και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για μία Γυναίκα, από το να έχει δίπλα της έναν ψυχρό άνδρα. Στο κρεβάτι της δε, είναι έγκλημα... Το να είναι και σκλάβος της, δεν ξέρω πως μπορεί να χαρακτηριστεί...

Δεν ήξερα από που να αρχίσω.
Φορούσα το αγαπημένο μου μαγιώ. Που κανονικά, αυτό το μαγιώ, στην προηγούμενη ζωή του πρέπει να ήταν δονητής. Δεν εξηγείται αλλιώς το πόσο με φτιάχνει. Κι όμως. Δεν ένοιωθα τίποτα. Αλειμμένη από την κορυφή μέχρι τα νύχια με το λάδι καρύδας, που περιμένω πως και πως το καλοκαίρι για να το πάρω μόλις βγουν τα αντηλιακά, τίποτα. Ο ήλιος από πάνω μου, τίποτα. Ο Χ δίπλα μου, τίποτα. 'Ενα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη μου. Δεν πήγαινα καλά... Δεν πήγαινα καθόλου καλά...

Αλλά ο Χ;
Ο Χ; Πως είχε γίνει εν μία νυκτί, ένα ηφαίστειο να έχει μετατραπεί σε ένα παγόβουνο; Το να είχε καταλάβει ότι κάτι παιζόταν με εμένα, δεν έπαιζε. Ήμουν πολύ καλή, λέμε. Τότε;... Σηκώθηκα να ξαναβουτήξω. Κολυμπώντας αργά προς την βάρκα, μου ήρθε το flash...

Ήταν απλό.
Η ρουτίνα. Δεν είχαμε ξαναβρεθεί έτσι, μόνοι. Κάθε μέρα. Τι πιο φυσικό να αλλάξει γνώμη. Τον βοήθησα και με τον ενικό. Χμ... Αυτό ήταν... Ο Χ το είχε μετανοιώσει. Ήμασταν "κανονικό ζευγάρι". Μπορούσε να σκεφτεί τι έχανε. Ή να σκεφτεί πως ό,τι έκανε, ήταν λάθος. Να είδε πόσο άνετα θα μπορούσαμε να ήμασταν σαν "κανονικό ζευγάρι", και να άλλαξε γνώμη. Ή να άκουσε τον εαυτό του να μου μιλάει στον ενικό, και να την είδε αλλιώς. Βέβαια... Δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο... Στις διακοπές δεν λένε ότι χωρίζουν τα ζευγάρια; Εκεί δεν βλέπουν τις διαφορές τους; Και όταν επιστρέφουν, ψάχνουν ή για αφορμές ή για δικηγόρο;

Γύρισα να τον κοιτάξω.
Είχε σηκωθεί και καθόταν με τα γόνατα αγκαλιά, κοιτάζοντας αλλού. Ο Χ δεν θα το έκανε αυτό. Θα ερχόταν τρέχοντας μέσα. Το σκεφτόταν... Γύρισα και συνέχισα να κολυμπάω. Έφτασα στην βάρκα, πήγα πίσω της, και άφησα το σώμα μου χαλαρό να επιπλεύσει στην επιφάνεια της θάλασσας. Ήμουν καλά. Και ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν.

Κάτι άκουσα και άνοιξα τα μάτια.
Ο Χ εμφανίστηκε, ξαφνικά, μπροστά μου.
-Μπορώ να σου μιλήσω;, ρώτησε σοβαρός.

8.7.10

Be Careful What You Wish For

Που ήταν όλο εκείνο που είχε γίνει μέσα στο πλοίο;...
Που είχε πάει όλη εκείνη η ατμόσφαιρα;
Γιατί ένοιωθα ότι πνιγόμουν;

Μόνη, μέσα στο δωμάτιο, μέσα στην απαίσια ησυχία της εξοχής, δεν ήξερα από που μου είχε έρθει... Και όλο αυτό, ήταν η δική μου επιθυμία... Κι όμως. Ένοιωθα εγκλωβισμένη. Παγιδευμένη. Δεν μπορούσα ούτε να πω, ούτε να κάνω κάτι. Ήθελα να φύγω. Να το σκάσω από το παράθυρο, να γυρίσω πίσω. Έστω και κολυμπώντας. Δεν με ένοιαζε.

Με ένοιαζε, όμως, εκείνος.
Που είχε κάνει την επιθυμία μου, πραγματικότητα. Και είχε πείσει τους προϊστάμενούς του, να του δώσουν και τρεις ημέρες παραπάνω, για να μην ταλαιπωρηθώ εγώ με τα ταξίδια. Και έπρεπε, τώρα, να πείσω εγώ τον εαυτό μου ότι αυτό ήταν που ήθελα. Την γαμωπινέζα στον χάρτη... Πως είχα μπλεχτεί... Και ποιον βρήκα να μπλέξω...

Δεν κοιμήθηκα.
Στριφογύριζα όλη την νύχτα. Εκείνος κοιμήθηκε αμέσως. Τον κοιτούσα με την άκρη του ματιού μου, μην τυχόν και με πλησιάσει. Θα τον κλώτσαγα. Μα την Παναγία, θα τον κλώτσαγα. Δεν τον ήθελα δίπλα μου, λέμε. Δεν τον ήθελα στο κρεβάτι μου. Δεν τον ήθελα. Για καλό δικό του, ήταν τόσο κουρασμένος, που ούτε που κουνήθηκε. Αλλά και πάλι. Είχα νεύρα. Πολλά νεύρα. Έβλεπα εφιάλτες ξύπνια. Πως θα περνούσαν εκείνες οι 10 μέρες. Πως θα υποκρινόμουν. Πόσο μισούσα τις διακοπές... Τι θα έκανα...

Μόλις άρχισε να χαράζει, σηκώθηκα και έβαλα το μαγιώ μου.
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Δεν μου έλεγα τίποτα... Και δεν μπορούσα να το πιστέψω... Μάζεψα τα μαλλιά μου και κατέβηκα, σαν την γάτα, κάτω. Δεν είχα καμμία όρεξη να ξυπνήσει και να αρχίσουμε τους διαλόγους. Δεν ήθελα ούτε να μου μιλάει.

Κολύμπησα.
Αδιάφορο. Ήταν γεγονός. Είχα απονευρωθεί. Η γυναίκα μέσα μου, είχε απονευρωθεί εντελώς. Νύσταζα. Κοιμήθηκα λίγο. Όταν ξύπνησα, ήταν από πάνω μου, κοιτάζοντάς με χαμογελαστός...
-Δεν μπόρεσες να κρατήθεις..., έλεγε τρυφερά. Δεν κατάλαβα πότε σηκώθηκες...
Άπλωσε την πετσέτα του δίπλα μου.
Τα είδα όλα...
-Ναι..., είπα συγκρατημένα. Είναι ωραία όταν ξυπνάς...
-Σε πήρε ο ύπνος;...
-Ναι.
-Να σου βάλω αντηλιακό;... Μήπως καείς... Είναι δυνατός ο ήλιος τέτοια ώρα...

Πανικοβλήθηκα.
Δεν θα μπορούσα να κρατηθώ. Εάν με άγγιζε, δεν ξέρω τι θα έκανα...
-Όχι. Θα βουτήξω πάλι.
Πριν προλάβει να πει κάτι, είχα φύγει.
Μέσα, ήταν αραγμένη μία μικρή βάρκα. Κολύμπησα μέχρι εκεί, και πήγα από πίσω της. Δεν ήθελα ούτε να τον βλέπω. Κοιτούσα απελπισμένη γύρω μου. Κανείς δεν μπορούσε να με σώσει...

"Τι κάνεις;!", είπα μέσα μου. "Κόψε τις μαλακίες, και πήγαινε έξω! Δεν σου φταίει! 10 μέρες είναι! 9, για την ακρίβεια! Κόψε τον λαιμό σου, και φέρσου σαν άνθρωπος! Μην τον αφήσεις να καταλάβει τίποτα! Έκανε τόσο κόπο για να σε ικανοποιήσει! Πόσο μαλακισμένη είσαι;! Εσύ φταις για όλα! Ανέλαβε τις ευθύνες σου! Χρειάζεται διακοπές! Πρέπει να κάνει διακοπές! Και να μην στενοχωρηθεί για τίποτα! Θα είσαι υπεύθυνη για όλα!"

Βγήκα από την βάρκα.
Εκείνος καθόταν ακόμα έξω. Κολύμπησα πολύ γρήγορα.
-Ακόμα εκεί κάθεσαι;!, του φώναξα. Είναι τόσο ωραία μέσα! Δεν θα έρθεις;!
Σήκωσε το κεφάλι του, ξαφνιασμένος. Σηκώθηκε, όχι τόσο σίγουρος, έβγαλε την βερμούδα και το T-shirt, και βούτηξε. Τον περίμενα να έρθει κοντά μου, σφίγγοντας τα χείλη. "Δεν συμβαίνει τίποτα... Όλα είναι όπως τα ήθελες... Όλα είναι καλά... Μην καταλάβει τίποτα... Κανόνισε..."

-Νόμιζα ότι ήθελες να μείνεις μόνη..., είπε ήρεμα.
-Αν ήθελα να μείνω μόνη, θα ερχόμουν και μόνη...
Του χαμογέλασα ψεύτικα. Μου χαμογέλασε ειλικρινά...
Κολυμπούσα, και ο Χ έκανε το δελφίνι γύρω μου. Δεν μιλούσαμε. Απλά, σε κάποιες στιγμές, τον έπιανα να με κοιτάζει. Κρατούσα και κρατούσε απόσταση. Μέχρι που αρχίσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Σαν ξένοι...

Φάγαμε το μεσημέρι, με εμένα μες στην υποκρισία.
Όσο σκεφτόμουν ότι θα ανεβαίναμε πάλι στο δωμάτιο...
Ευτυχώς κοιμήθηκα αμέσως. Φυσικά, είχα πιει ένα μπουκάλι μπύρα για να με πάρει ο ύπνος. (Σημειωτέον, ότι η μπύρα σε εμένα έχει άλλες παρενέργειες, όταν είμαι με κάποιον που μου αρέσει...). Όταν ένοιωθα πως θα ξυπνούσα, προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι άσχετο για να με ξαναπάρει ο ύπνος. Πλευρό δεν γύρισα στην μεριά του. Ό,τι μπορούσα να αποφύγω, θα το απέφευγα.

Το απόγευμα, ξανά στην θάλασσα.
Πάλι τον άφησα να κοιμάται. Κάθησα στην παραλία, με τους αγκώνες στα γόνατα, και τα χέρια να κρατούν το κεφάλι. Δεν ήξερα πως θα συνεχιστεί όλο αυτό. Και πόσο θα άντεχα να υποκρίνομαι. Όταν ήρθε, αρχίσαμε να συζητάμε πάλι για άσχετα πράγματα. Κολυμπήσαμε, και μέχρι να γυρίσουμε και να ετοιμαστούμε για ύπνο, η συζήτηση δεν είχε καμμία σχέση με τις συζητήσεις που κάναμε πάντα.

Αλλά η συζήτηση δεν ήταν το μόνο που είχε αλλάξει.
Όταν θα ξημέρωνε, ο Χ θα ήταν πολύ διαφορετικός.

6.7.10

The Shock Treatment

Φτάσαμε.
Αποβιβαστήκαμε.
Κι αντί να φύγουμε - να πάμε προς τα κάπου - μείναμε εκεί που ήμασταν.

Ο Χ πήγε λίγο πιο πέρα, και πήρε ένα τηλέφωνο.
Γύρισε, πήρε τις βαλίτσες, και ήρθε ένα ταξί να μας πάρει.
Εγώ δεν έχω ιδέα τι γίνεται...
Μας άφησε σε μία παραλία, μόνους.
Εγώ τσιμουδιά.
Εκείνος χαρούμενος(;), ενθουσιασμένος(;), ικανοποιημένος(;).
Κάτι πολύ θετικό πάντως.

Εγώ ευτυχώς που φορούσα γυαλιά ηλίου.
Μαύρα.
Μεγάλα.
Ήμουν μες στα νεύρα.
Και μες στα νεύρα.
Πολλά νεύρα...

Ώσπου ήρθε ένας βαρκάρης.
Μπήκαμε στην βάρκα, έβαλε μπροστά την μηχανή.
Πίσω, εμείς και οι βαλίτσες.
Πολλά νεύρα, λέμε...

Το καρυδότσουφλο σταμάτησε σε μία παραλία, ενός άλλου νησιού, στην οποία περίμεναν καμμιά 10αριά άτομα, με μαγιώ, παρεό, και λοιπούς θερινούς εξοπλισμούς.
Βγήκαμε εμείς, μπήκαν αυτοί.
Το καρυδότσουφλο έφυγε.
Κοιτούσα γύρω μου, τρομαγμένη από την ησυχία.

Ο Χ πήρε τις βαλίτσες και αρχίσαμε να περπατάμε.
Μπροστά μας μία μικρή ανηφόρα.
Τις μισώ τις ανηφόρες.
Ανεβαίνοντας την ανηφόρα, εμφανίστηκε ένα ζευγάρι.
Χαρά; Ενθουσιασμός; Αγκαλιές; Φιλιά;
Έχω αρχίσει να παίρνω ανάποδες...

-Καλωσορίσατε!, έλεγε τρελαμένη η γυναίκα.
-Ελάτε! Ελάτε!, έλεγε ο άνδρας της.
"Που στον διάολο με έφερε;!", σκέφτηκα. "Στους θείους του;!"
Καθήσαμε σε μία αυλή, γεμάτη από τενεκέδες και βαρέλια που ξεχείλιζαν από λουλούδια και φυτά. Έβγαλα τα γυαλιά, και προσπάθησα να φαίνομαι όσο πιο φυσική και ήρεμη μπορούσα. Και άρχισαν να έρχονται: υποβρύχια, βυσσινάδες, γλυκά του κουταλιού, νερά, λικέρ...
Ο Χ τρελός από χαρά!

Αφού έδωσα μία μικρή παράσταση - αυτή του "Ναι, Ναι, Ξέρω, Μην Νομίζετε Ότι Δεν Έχω Ιδέα Τι Μου Γίνεται..." -, η γυναίκα μάς πήρε από το χέρι να μας πάει στο δωμάτιό μας να "ξεκουραστούμε". Ανεβήκαμε την εσωτερική σκάλα, μας άνοιξε μία πόρτα και κατέβηκε ξανά στην αυλή, ανακοινώνοντάς μας ότι σε λίγο ο άνδρας της θα έβαζε να ψήσουν, για να φάμε.
Άκρα του τάφου σιωπή.

Μπροστά μας ένα κρεβάτι - χμ... κρεβάτι δεν το έλεγες... ντιβάνι, καλύτερα... -, με ένα κλινοσκέπασμα δαντελοκοπανελοκοφτό, λευκό, με κρόσσια... Δεξιά, μία σκούρα ξύλινη ντουλάπα, με ολόσωμο εξωτερικό καθρέφτη... Κι ένα μεγάλο παράθυρο ανάμεσά τους, που έβλεπε στο πίσω μέρος του σπιτιού.
Κοίταξα δεξιά-αριστερά, σαν κατάσκοπος.
Δεν είχα ιδέα, διάολε, τι γινόταν...

-Σου αρέσει;..., ρώτησε γεμάτος αγωνία ο Χ.
-Τι είναι εδώ...;, ρώτησα σαν να περίμενα να μου πει "η Σπίνα Λόγκα".
-Ήθελες ένα απομακρυσμένο μέρος για διακοπές! Αυτό το νησάκι δεν έχει ξενοδοχεία! Ούτε δωμάτια! Βρήκαμε αυτό το ζευγάρι, και μας παραχώρησε το δωμάτιο των παιδιών τους! Τα παιδιά τους τελείωσαν τις διακοπές τους, κι έτσι τους παρακαλέσαμε και το νοίκιασαν σε 'μας για 10 μέρες! Δεν είναι όπως το ήθελες;! Και η παραλία είναι από κάτω ακριβώς! Θα είμαστε μόνοι, εκτός από όταν το καραβάκι θα φέρνει μερικά άτομα για λίγες ώρες, για μπάνιο!
Δεν θυμάμαι αν πήγα κάτι να πω.
-Αλλά θα είναι λίγοι!, έσπευσε να προσθέσει. Σεπτέμβριο μήνα, δεν θα είναι πολλοί! Και κοίτα! Πίσω έχουν και λαχανόκηπο!
Έτρεξε να πάει στο παράθυρο, να βγάλει το χέρι του έξω, να μου δείξει τον κήπο.

Ήταν τόσο ενθουσιασμένος... Μα τόσο ενθουσιασμένος...
Δεν τον είχα ξανακούσει να μιλάει τόσο δυνατά...
Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο, μέσα σε τόση φρίκη που συνέχιζα να τρώω, να του χαμογελάσω ενθαρρυντικά.
-Ναι... είναι πολύ ωραία... Θα είναι πολύ ωραία...
Μόλις είχα πει ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα που έχω πει στην ζωή μου.
Ησύχασε.

Ήρθε κοντά μου.
-Να σε αφήσω λίγο μόνη..., είπε στον γνωστό τόνο. Θα κατέβω κάτω, να τους πω ότι δεν τρώμε το βράδυ... Εκτός κι αν θέλεις να φας... Πεινάς;... Μήπως θέλεις να ξαπλώσεις;... Ή να ετοιμάσω το μπάνιο;...
-Ναι!, έπιασα την ευκαιρία. Μπάνιο!
Νόμιζε ότι χαιρόμουν...
-Ωραία!, είπε ξανά ενθουσιασμένος. Πάω να ρωτήσω!
Βγήκε με 2 βήματα από το δωμάτιο. Χαρούμενος.
Δεν κατάλαβε ότι ήθελα να μείνω μόνη.
Ότι ήθελα να κάνω φόνο από τα νεύρα.

Τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα.
Κι ακόμα δεν είχα δει τίποτα.

4.7.10

1 Year BDSM BéBé Blog

Σε μία σχέση εξελίσσονται τρεις δυναμικές.
Εσύ, ο άλλος, και η ίδια η σχέση.
Αν και τα 3 το κάνουν με ίσες ταχύτητες, όλα είναι ok.
Το ζητούμενο
είναι η ίδια κατεύθυνση.
Η ταχύτητα ρυθμίζεται.
Η κατεύθυνση όχι.


Πριν ένα έτος, ξεκινούσα να γράψω για το BDSM.
Μόνη.
Ήθελα να γράψω για μερικά πράγματα που βίωσα, για κάποια άλλα που πιστεύω.
Πίστευα ότι σε έναν-ενάμιση χρόνο θα το είχα ολοκληρώσει.
Πίστευα ότι θα είχε αναγνώστες μόνο άτομα του χώρου κι αυτό περιορισμένα, διότι αυτό το ιστολόγιο δεν έχει καμμία σχέση με την παραμύθα του BDSM.
Οπότε θα ήταν μάλλον ξενέρωτο για την μάζα του.

Μετά από ένα έτος, δεν είμαι μόνη.
Τα στατιστικά του blog - εάν ισχύουν και είναι αξιόπιστα - είναι μακράν από τα αναμενόμενα.
Άτομα εκτός χώρου ενδιαφέρονται γι' αυτόν.
Και μου είναι τόσο παράξενο...
Στα mail που μου στέλνουν τα άτομα που το διαβάζουν, δεν ενδιαφέρονται για την παραμύθα. Ενδιαφέρονται για την ουσία.
Και είναι περίεργο, γιατί γι΄αυτήν ενδιαφερόμουν πάντοτε κι εγώ.
Και δεν περίμενα ποτέ, αυτό να συμβεί στο internet.

Ίσως το υποτίμησα.
Ίσως ήμουν λάθος.
Οι ανθρώπινες σχέσεις πάντα θα απασχολούν και θα ενδιαφέρουν τα άτομα που επιμένουν να ξύνουν την επιφάνεια. Που το marketing δεν τους επηρεάζει. Που έχουν λογική και ψάχνουν γι' αυτήν. 'Ισως, λοιπόν, ακόμα και ο χώρος του BDSM, να τους λέει πράγματα που αφ' ενός δεν είχαν μάθει και αφ' ετέρου θα το ήθελαν, διότι είναι τόσο καλά κρυμμένο στην προσωπική ζωή του καθ' ενός, που δεν θα το συζητούσε ποτέ μαζί τους. Για πολλούς λόγους.

Πριν έναν χρόνο, δεν θα πίστευα κανέναν εάν μου έλεγε ότι μία μέρα αυτό το ιστολόγιο θα μεταφράζεται από άτομα εκτός Ελλάδος. Ότι θα μου έστελναν mail με τις δικές τους D/s ιστορίες που έζησαν ή ζουν. Ότι Domme βάζουν τους σκλάβους Τους να διαβάζουν την ιστορία του Χ. Δεν θα πίστευα κανέναν εάν μου έλεγε, ότι θα επικοινωνούσαν μαζί μου συγκεκριμένα άτομα, για συγκεκριμένους λόγους, που δεν έχουν καμμία σχέση με το εμπόριο και την πορνεία.

Τα mail που παίρνω, δεν είναι 1000δες.
Ούτε καν 100ντάδες.
Είναι, όμως, 10δες, και όλοι γράφουν για την ανθρώπινη φύση, τα ανθρώπινα ένστικτα, για το τι μπορεί να κρύβει κανείς μέσα του. Όχι γιατί ντρέπεται γι' αυτό, όχι γιατί το θεωρεί κακό. Αλλά γιατί δεν βρίσκει κανέναν να το συζητήσει. Κάποιον που να ενδιαφέρεται σοβαρά και να μην θέλει να παραμυθιάσει ή να παραμυθιάζεται. Κάποιον που ο όρος "kinky/fetish play" δεν του αρκεί. Κι εκεί συμφωνούμε στο έπακρον. Διότι όταν το "play" μπαίνει σε μία πρόταση, οι έννοιες υποβαθμίζονται.

Σκεφτόμουν πόσο επώδυνο θα είναι να γράψω για το τι έζησα στην προ-internet ζωή μου. Και δεν ήμουν και τόσο σίγουρη εάν θα ήθελα να το κάνω μέχρι τέλους. Η σκέψη της άλλης Νανάς με παρακινούσε. Τώρα, μετά από έναν χρόνο, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, με έχουν γυρίσει στην προ-BDSM σχέσεων εποχή. Και με παρακινούν να γράψω για ό,τι είχα διαβάσει για τις σχέσεις και για τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξα. Ίσως και η άλλη Νανά, να το ήθελε.

Κι εδώ πρέπει να καταστήσω σαφή τα εξής.
Γράφω όπως μιλώ. Οποιοδήποτε άτομο που με γνωρίζει πέσει σε αυτό το blog, θα καταλάβει αμέσως ότι το γράφω εγώ. Γιατί θα είναι σαν να με ακούει. Μπορεί να μην έχει ακούσει ποτέ αυτά που θα γράψω. Αλλά θα καταλάβει ότι είμαι εγώ.

Μιλώ, όμως, λίγο. Οπότε, όλα θα είναι μετρημένα. Μπορεί να διαβάζουν και οι vanilla αυτό το ιστολόγιο, αλλά εγώ γράφω για τους BDSMers. Ναι, προσπαθώ να γράφω απλά ή λίγο πιο αναλυτικά από όσο θα έγραφα, για να καταλαβαίνουν κι εκείνοι, αλλά μην ξεχνά κανείς ότι αυτό το blog έχει να κάνει με το BDSM. Με εμένα και το BDSM. Που αυτό σημαίνει, ότι ό,τι γράφεται εδώ, είναι η δική μου προσωπική εμπειρία κι εγώ δεν εκπροσωπώ κανέναν και τίποτα. Ούτε καν το ίδιο το BDSM. Δεν είμαι εγώ το BDSM. Και το ότι ανήκω σε αυτό, δεν σημαίνει ότι τα αποδέχομαι όλα και τα υποστηρίζω. Και νομίζω, ότι με το "Off-Broadway" έχω αποτρέψει κάποιους από το να υποθέτουν πως εδώ θα βρουν λύσεις ή απαντήσεις, σε ό,τι σχετίζεται με τον χώρο.

Και κάτι άλλο.
Αυτό το ιστολόγιο, δεν είναι επιστημονικό. Δεν έχει να κάνει με αναλύσεις που άπτονται επιστημών. Εκτός από ένα post που πρέπει να γραφτεί σχετικά, η γραφή θα σταματά εκεί που θα αρχίζει η επιστήμη. Δεν είμαι ο Freud. Όποιος θα επιθυμούσε μία τέτοια ανάλυση, έχει όλο το internet δικό του και ένα καλό βιβλιοπωλείο στην γειτονιά του. Εγώ, εδώ, δεν δίνω εξετάσεις. Ούτε παραθέτω τις διατριβές μου. Και καλά θα κάνει να μην ξαναδιαβάσει αυτό το blog.

Πιστεύω, επίσης, ότι δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί δεν επεκτείνομαι στις πρακτικές του BDSM στην γραφή μου. Τα άτομα του χώρου καταλαβαίνουν και τι θέλω να πω και τι εννοώ. Και από την άλλη, αυτά που έχω κάνει - κυρίως στη προσωπική μου ζωή - δεν είναι ανακοινώσιμα. Ξέρω, ότι έτσι θα ήταν ολοκληρωμένο ό,τι γράφεται. Και θα το έκανα. Θα το έκανα, όμως, αν ήξερα ποιος τα διαβάζει. Το ότι μπορεί κάποιος να ανήκει στον χώρο του BDSM, δεν μου λέει κάτι. Πρέπει να ξέρω, ότι σε αυτόν που μιλώ ή γράφω, κατανοεί και τον τρόπο και τον λόγο. Και αυτό δεν γίνεται αν δεν με ξέρει. Επομένως, δεν θα υπάρξει κλειδαρότρυπα για να δει κάποιος ηδονιστής τα δικά μου ένστικτα επί του πρακτέου. Δεν αφορά και δεν ενδιαφέρει κανέναν άγνωστο, ποιες είναι οι πρακτικές που με εκφράζουν.

Αυτό που θα πρέπει να τον ενδιαφέρει, είναι αυτό που ενδιαφέρει κι εμένα.
Το ένστικτο. Οι σκέψεις. Τα συναισθήματα. Οι αντιδράσεις. Οι αντιφάσεις. Οι ανατροπές. Η γνωριμία με το άγνωστο. Ό,τι πηγάζει από την ροπή προς τον σαδομαζοχισμό. Όχι, όμως, με τις γνωστές εικόνες. Όχι με τις γνωστές φράσεις. Όχι με τους γνωστούς ανθρώπους.

Αλλά με κάποια γυναίκα, που ένοιωθε διαφορετική - και συνεχίζει και να είναι και να το αισθάνεται - με την σεξουαλικότητά της, με τα θέλω της, με τα πιστεύω της. Με μία γυναίκα που προσπάθησε να μάθει - και εξακολουθεί να θέλει να μαθαίνει - ποια είναι και τι μπορεί να κάνει. Με μία γυναίκα που αγαπάει την φύση της κι γι' αυτό αγαπάει και τους άνδρες. Αλλά με άλλον τρόπο.
Σκληρό.

Μετά από έναν χρόνο, οι σκέψεις και οι προθέσεις μου γι' αυτό το blog έχουν αλλάξει.
Όπως αλλάζει η κάθε σχέση.
Εσείς γνωρίσατε εμένα, κι εγώ αρχίζω να γνωρίζω εσάς.
Μπορεί οι ταχύτητές μας να είναι διαφορετικές.
Αλλά εφ' όσον βρισκόμαστε στην ίδια κατεύθυνση - κάποιοι, έστω, και εκ παραλλήλου -, μπορούμε να κάνουμε πολλά.

Σας ευχαριστώ όλους.