30.3.10

Reaction To Action

Μη πιστέψει κανείς, πως ένας άνθρωπος σαν εμένα αλλάζει ριζικά.
Όχι.
Αλλάζει μόνον όταν έρχεται σε επαφή με άλλους.
Κι αυτό αναγκαστικά.

Κι όταν λέω "άλλους", εννοώ παράσιτα.
Όταν βρισκόμαστε με άτομα του ίδιου βεληνεκούς, αυτά τα παράσιτα είναι καλύτερα να τα ψεκάσεις με DDT, παρά να τα αφήσεις να μας πλησιάσουν.
Άσε που δεν θα καταλάβουν τι λέμε, γιατί το κοινό γνώρισμα των κυριαρχικών ατόμων - και δεν είναι το BDSM που μας δίνει τον τίτλο, αυτός είναι ο χαρακτήρας μας - είναι ότι επικοινωνούν με κώδικες.
Δεν χρειάζεται να πεις πολλά, ούτε και να υπονοήσεις κάτι.
Μία ματιά, μία λέξη, μία κίνηση αρκεί.
Έτσι, όταν αυτά έρχονται προς το μέρος μας, φεύγουν πάλι.
Τρέχοντας.

Αλλά για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο - του να είμαστε εμείς, του να μην έχουμε κομμουνιστικές ψευδαισθήσεις του τύπου "όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί/ίσοι/αξίζουν το ίδιο", του να ξεχωρίζουμε ευκρινώς από τα νευρωτικά ανθρωπάκια που μας μιμούνται -, έχουμε περάσει από μεγάλη και επίπονη εκπαίδευση.

Να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τον καλό λόγο από τα κομπλιμέντα.
Να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τους φίλους από τους γλύφτες.
Να μάθουμε να ξεχωρίζουμε την αφοσίωση από την εξάρτηση.
Να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τους "στοχαστές" από τους αναποφάσιστους.
Να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τους ευγενείς από τους δειλούς.

Να μάθουμε, όχι να βάζουμε πλάτη για να γινόμαστε τα άρματα για την μάζα.
Αλλά να της την γυρίζουμε επιδεικτικά.
Και επιλεκτικά, να ζωγραφίζουμε ένα πρόσωπο επάνω της, για να ξεφορτωνόμαστε εκείνα τα ανθρωπάκια που για κάποιον λόγο πρέπει να συναναστραφούμε μαζί τους, και πρέπει να δείχνουμε σαν αυτά.
Γιατί δεν τα πειράζει.
Γιατί δεν το καταλαβαίνουν.

Είναι τόσο απορροφημένα με το να κλαίγονται, να δικαιολογούνται, τόσο απελπισμένα στο να βρουν κάποιον να πουν τον πόνο τους, τη μιζέρια τους, που ακόμη και η πλάτη σου τους κάνει.
Γιατί αυτό που ζητούν, είναι κάποιον να τους ακούει, να τον απασχολούν, να του φορτώνονται.
Οπότε και η πλάτη, καλή τούς είναι.
Κι έτσι, είμαστε όλοι ευχαριστημένοι.

Επίσης, μη πιστέψει κανείς ότι αυτή η εκπαίδευση τελειώνει.
Είναι αδύνατον.
Νομίζω, ότι από την στιγμή που συνειδητοποιούμε το πόσο διαφορετικοί είμαστε και το πόσο λίγοι, συνειδητοποιούμε ότι αυτή η διαδικασία θα διαρκέσει για πάντα.
Και είναι μεγάλη ευλογία να γνωρίζουμε άτομα σαν εμάς.
Διότι είναι μεγάλη η ευλογία, να είσαι με έναν άνθρωπο που σε καταλαβαίνει.
Που ξέρει πως σκέφτεσαι, πως αντιδράς, τι πιστεύεις.

Για να φτιάξεις, πρέπει πρώτα να γκρεμίσεις.
Κι εγώ, εκείνη την εποχή, γκρέμιζα την πρόσοψή μου.
Αν με στενοχωρούσε;
Όχι, καθόλου.
Απεναντίας, χαιρόμουν την αλλαγή.
Λυπόμουν, όμως, γιατί εγώ με αγαπούσα.
Αλλά αν έτσι έπρεπε να γίνει, αν αυτή ήταν η ζωή, τότε έπρεπε να κάνω ό,τι έπρεπε να γίνει.

Γιατί, δεν είναι, λέει, να το έχεις.
Είναι να το θέλεις.
Και αν το θέλεις, μπορείς να το έχεις.
Αλίμονό σου, όμως, αν το έχεις και δεν το θέλεις...

24.3.10

Go With The Flow

Τα πράγματα ήταν πλέον ξεκάθαρα.
Υπήρχε η μάζα, και τα άτομα που έκαναν τη διαφορά.
Με τον οποιονδήποτε τρόπο.
Μπορεί τα άτομα που διαφέρουν να ήταν λίγα, η δύναμη της ενέργειάς τους όμως, τα έκανε να ξεχωρίζουν από την συντριπτική πλειονότητα του σωρού.

Κι επειδή εμείς βρίσκουμε τη ζωή, κι όχι εκείνη εμάς, έπρεπε να μάθω τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσα να συνυπάρξω με τα ανθρωπάκια αυτά.
Εφ' όσον εκείνα δεν μιλούσαν την γλώσσα μου, έπρεπε εγώ να μάθω τη δική τους.
Ok.

Κι επειδή εγώ δεν θα έπρεπε να ήμουν η μόνη σε αυτόν τον κόσμο με αυτό το πρόβλημα, το θέμα μου ήταν να βρω μέσα σε αυτόν τον κατεστραμένο σωρό, άλλους ανθρώπους σαν εμένα. Σίγουρα υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι σαν εμένα.
Όχι απαραιτήτως κυριαρχικοί.
Αλλά τουλάχιστον ακέραιοι.
Που και εκείνοι - με τον έναν ή τον άλλον τρόπο - είχαν βρει τρόπους να συνεννοηθούν με τα ανθρωπάκια.
Και αν γι' αυτούς τους ανθρώπους, έπρεπε να πέσω στις λάσπες για να τους βρω, θα το έκανα.
Όχι στις λάσπες. Και στα σκατά, αν χρειαζόταν.

Αυτούς τους ανθρώπους τούς είχα ανάγκη.
Πολύ μεγάλη ανάγκη...
Ένας ακέραιος άνθρωπος ισοδυναμούσε με 1.000 ανθρωπάκια.
Κι εγώ δεν ήθελα να χάσω ούτε έναν.

Όταν, λοιπόν, κατάλαβα τι παίζει - τη διαφορά μεταξύ των ανθρώπων από τα ανθρωπάκια, τη διαφορά της εξαίρεσης από τον κανόνα, το ξεχωριστό από την μάζα -, κατάλαβα ότι το σπουδαιότερο πράγμα για έναν άνθρωπο, είναι να ξέρει να αλλάζει.
Όχι για να εξαπατήσει, όχι για δόλιους σκοπούς.
Αλλά για να πάει τη ζωή του βήματα μπροστά.
Κι από ό,τι φαινόταν, όλοι κάθονταν σαν τις κλώσσες στα ζεστά αυγά τους, φοβούμενοι μη τυχόν και σπάσουν κανένα.
Και η ζωή, απλώς, τους προσπερνούσε.

Και όταν έβλεπαν κάποιον σαν εμένα, τον φοβούνταν.
Τον φοβούνταν και τον ζήλευαν.
Όχι γιατί εμείς είμαστε κάτι ανώτερο.
Όχι.
Γιατί εμείς μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις, και ό,τι λέμε, να το κάνουμε πράξεις.

Η απόφαση είχε παρθεί.
Όταν θα ξανάβγαινα - για να με δοκιμάσω στο μεγαλύτερο project της ζωής μου -, δεν θα ξανάφηνα να δει κανείς τον κυριαρχικό μου χαρακτήρα.
Εάν ο κόσμος δεν άντεχε το διαφορετικό, δεν θα του έβαζα εγώ μυαλό.

Αλλά θα έπαιζα με τους δικούς μου κανόνες...
Κανένα στοιχείο δικό μου: ούτε γνωριμίες, ούτε επάγγελμα, ούτε ηλικία, ούτε ρούχα, ούτε μακιγιάζ.
Εάν ο κόσμος ήξερε να κρίνει από τα ράσα, εγώ θα τα κρεμούσα βγαίνοντας.
Εάν αυτό που έβλεπαν - που θα ήταν το "καθαρό, εν μέρει, εγώ μου" - το καταλάβαιναν ή ήθελαν να το γνωρίσουν, ok.

Ας έπαιρναν, λοιπόν, κι εκείνοι τις αποφάσεις τους.
Θα τους άφηνα στο κατώφλι.
Κι αν ήθελαν, ας έμπαιναν.
Αλλιώς, στην βιτρίνα, δεν είχαν τίποτα να δουν.

22.3.10

Life

Έβρισκα την ανθρώπινη φύση όλο και περισσότερο μαγική.
Τι είναι ικανός να κάνει ένας άνθρωπος.
Πόσο μαγική ήταν η ζωή.
Πόσο μαλάκας ήμουν.

Όχι στην εκτίμηση, ότι ο κόσμος χωρίζεται σε παρατηρητές και εκτελεστές.
Ούτε στην στατιστική, ότι οι εκτελεστές είναι η μειονότητα.
Όχι ότι εκεί ανήκα κι εγώ.
Αλλά που άφησα να με μπερδέψει η τρίτη κατηγορία ανθρώπων.
Αυτή των υπερασπιστών.

Δηλαδή.
Δεν με ενοχλούσαν, ουσιαστικά, εκείνοι που δεν καταλάβαιναν τη ζωή και κάθονταν άπραγοι, περιμένοντας κάποιον σαν εμένα.
Εκείνοι ήταν ηλίθιοι.
Με ενοχλούσαν οι άλλοι.
Εκείνοι που έκαναν ότι δεν καταλάβαιναν τη ζωή, σπρώχνοντας το όποιο ποτήρι της απόφασης - προφασιζόμενοι διάφορα ανυπόστατα - και ξεχνιόνταν με τα θέματα των άλλων.
Εκεί ήταν που μου έστριβε.

Δεχόμουν την χαμηλή νοημοσύνη, αν και με ενοχλούσε.
Δεχόμουν την υψηλή νοημοσύνη, και την έψαχνα πάντα.
Η επιλεκτική νοημοσύνη, όμως, ήταν πέρα από τα όρια αποδοχής μου.

Οι υπερασπιστές, ήταν το πρόβλημά μου.
Εκείνοι ήταν η αιτία που όταν γύριζα κάποτε στο σπίτι, έσπαγα το κεφάλι μου να βρω που είχα κάνει λάθος. Γιατί ενοχλούσε και απομάκρυνε ο κυριαρχικός μου χαρακτήρας.
Οι ηλίθιοι, δεν μπορούσαν να με αγγίξουν. Ό,τι κι αν έκαναν, ό,τι κι αν έλεγαν. Ήταν ηλίθιοι. Stop. Έχουν το ακαταλόγιστο. Τι να κάνουμε τώρα;
Έρχονταν, όμως, οι υπερασπιστές και άκουγες να λένε: "Είναι ευαίσθητος - Είναι αδύναμος - Δεν φταίει εκείνος - Δεν ήξερε".

Χμ...
Τότε, φίλε μου, εσύ πρέπει να είσαι χειρότερος.
Για να υπερασπίζεσαι τέτοιες συμπεριφορές, πρέπει να είσαι χειρότερος.
Και αυτοί, απλώς, σε κάνουν να πιστεύεις ότι είσαι ο σωτήρας τους.
Εφ' όσον - κατ' εσέ - εκείνοι δεν φταίνε ποτέ και για τίποτα, τότε εσύ πρέπει να φταις για όλα.

Η αντίδραση και η θέση τους απέναντι σε οτιδήποτε μπορούσαν να υπερασπιστούν, προκειμένου να δείχνουν ανώτεροι/καλύτεροι/φιλεύσπλαχνοι, ήταν αντιστρόφως ανάλογη προς τα άτομα του δικού μου χαρακτήρα.
Η σφοδρή επίθεση και η μετάλλαξή τους από μελιστάλακτοι σε κάτι λιγότερο από υβριστές, όταν κάποιος τους έβαζε απέναντι από την λογική, ήταν εντυπωσιακή.
Και όλο αυτό, ήταν ένα και μόνο πράγμα: φόβος.

Με άλλα λόγια, η ηλιθιότητά μου με είχε στριμώξει σε μία γωνία.
Όχι οι άνθρωποι.
Όχι η ζωή.

Η ζωή δεν ήταν για ανθρωπάκια, που είτε δεν κάνουν τίποτα είτε κάνουν τα πάντα για να είναι με την πλευρά της πλειονότητας.
Η ζωή είναι ενέργεια - να παίρνεις αποφάσεις, να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου, να κοιτάζεις κατά πρόσωπο την πραγματικότητα.
Γιατί όποιος την αποφεύγει, όποιος την αρνείται, γίνεται δυστυχής.
Και το bungee jumping, δεν βοηθάει.

Η ευτυχία στη ζωή, είναι να είσαι εσύ.
Εσύ μαζί με άλλους.
Που αυτό σημαίνει να προσφέρεις.
Αν είσαι τσιγκούνης, η ζωή σε γαμάει.

Και αν κάποιος σου λέει, ότι η ζωή δεν είναι ωραία, είναι δύσκολη, είναι σκατά, είναι γιατί δεν βλέπει το πρόσωπό της.
Είτε γιατί είναι στον κόσμο του είτε γιατί υποθάλπει αυτούς που είναι.
Η ζωή τού έχει γυρίσει την πλάτη.
Και αυτό που βλέπει, είναι ο κώλος της να αφοδεύει στα μούτρα του.
Τα σκατά, είναι το τίμημα που πληρώνει για την αδράνειά του, για την εκτίμησή του.

Η ηλιθιότητά μου, ήταν ο λόγος που βρισκόμουν σε κατ' οίκον περιορισμό.
Μου έκανε, όμως, μεγάλο καλό.
Με έκανε να αγαπήσω τον εαυτό μου - αυτόν τον δύσκολο, ιδιαίτερο, ειλικρινή,
κυριαρχικό εαυτό μου - όσο δεν τον είχα αγαπήσει ποτέ.
Να τον εκτιμήσω, όσο του έπρεπε.
Και να του προσφέρω, ό,τι του άξιζε.

21.3.10

Human Nature

Όσο κοινωνική είμαι, άλλο τόσο είμαι μοναχική.
Όσο μου αρέσει να γνωρίζω καινούριους ανθρώπους, άλλο τόσο μου αρέσει να αφιερώνω χρόνο στον εαυτό μου.
Να καθαρίζω το μυαλό μου, να με φροντίζω.

Δεν μου άρεσε ποτέ η πρόταση "πάμε για καφέ;".
Το θεωρούσα πάντα τρομερό χάσιμο χρόνου.
Μου είναι αδιανόητο - εάν δεν συντρέχει κάποιος ειδικός λόγος -, να κάθομαι σε άβολα καθίσματα πίνοντας τις μαλακίες του καθενός, μαζί με έναν όχλο που ο μόνος σκοπός του είναι να αποξηραίνει την ενέργειά του στον ήλιο ή στα κλιματιστικά.

Κοινωνικότητα για εμένα σημαίνει μόνο δραστηριότητα.
Όχι αδράνεια.
Το να βγω με έναν άνθρωπο που ήδη ξέρω, για να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον - καθιστοί για κανά 2ωρο - και να προσπαθούμε να ξεχάσουμε τον εαυτό μας, το θεωρώ εξωφρενικά παράλογο.
Προτιμώ να είμαι σπίτι μου.

Εκείνη την εποχή, ήμουν σπίτι μου αλλά όχι μόνη.
Μαζί μου ήταν άνθρωποι που μόλις άρχιζα να μαθαίνω ότι υπάρχουν ή υπήρξαν, μέσω των γραπτών τους.
Άνθρωποι που δεν με ήξεραν, που έμεναν μίλια μακριά ή έζησαν 100ντάδες έτη πριν από εμένα, κι όμως έγραφαν όπως θα ήθελα εγώ να γράφω.
Που έλεγαν ξεκάθαρα πράγματα, τετράγωνα, απλά, όπως τα πράγματα που ήθελα κι εγώ να πω.
Που είχαν μελετήσει την ανθρώπινη φύση - ο καθένας από την ιδιότητά του - και με βοηθούσαν να την κατανοήσω κι εγώ.

Εκείνη την εποχή, αγάπησα πολύ τα βιβλία.
Διάβαζα από μικρό παιδί, αλλά κυρίως λογοτεχνία.
Ξεκίνησα με κλασσική - λόγω της ήδη υπάρχουσας βιβλιοθήκης -, έφτασα κάποια στιγμή στη σύγχρονη, και πίστευα ότι αυτά ήταν τα βιβλία.
Διάφορες ιστορίες, βγαλμένες από το μυαλό κάποιων, κάτι λίγο ίσως από τη ζωή τους, και μέχρι εκεί.

Δεν είχα συνειδητοποιήσει κάτι.
Όλα αυτά ήταν "μυθιστορήματα".
Δηλαδή, ωραία, χρήσιμα εν μέρει, έξυπνα, καλογραμμένα, κάποια βραβευμένα, αλλά "μυθιστορήματα".
Κάτι θα έπαιρνες, σίγουρα, αλλά ήταν ελάχιστο.

Όταν άρχισα να ψάχνω απαντήσεις στα υπαρξιακά μου, όλα αυτά ήταν απλώς γράμματα τυπωμένα πάνω σε ένα χαρτί.
Είχα χάσει πολλές ώρες διαβάζοντας τις παραμύθες του καθενός, κι αν γύριζε ο χρόνος πίσω, δεν θα τα διάβαζα ποτέ.
Όταν άρχισαν να έρχονται βροχή οι απαντήσεις για την πραγματική ζωή, από ανθρώπους που είχαν παρόμοιες ανησυχίες, που δεν άρεσαν και σε εκείνους τα παραμύθια, όλα είχαν ξεκινήσει να αλλάζουν.
Όλα, όμως...

Μέσα από εκείνα τα βιβλία, άρχισα να κατανοώ την ανθρώπινη φύση.
Μπορεί να διάβαζα άσχημα πράγματα για εκείνη, μπορεί εκείνοι που τα έγραφαν να έβγαζαν χολή, μπορεί τα συμπεράσματα να μη μου ταίριαζαν, αλλά ήταν η αλήθεια.
Κι ήταν εκείνη που με έκανε να κατανοήσω τους ανθρώπους.

Όσο και να απογοητευόμουν, όσο και να μη μου άρεσαν πολλά, ήταν τέτοιο το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης, που μπορεί να με σόκαραν κάποια στοιχεία - που δεν είχε περάσει ποτέ από το δικό μου το μυαλό ότι υπάρχουν -, αλλά δεν μπορούσα να μην παραδεχθώ ότι το μεγαλύτερο έργο της φύσης, ήταν ο άνθρωπος.
Και συγκεκριμένα, ο ανθρώπινος εγκέφαλος.

Κι εκεί που πίστευα πως όταν φτάσεις στον πάτο, το επόμενο που συμβαίνει είναι να πνιγείς, ανακάλυψα ότι δεν υπάρχει ούτε μοίρα, ούτε πεπρωμένο, ούτε τύχη, και κυρίως, δεν υπάρχει η έκφραση "δεν μπορώ" αλλά μόνον η έκφραση "δεν θέλω".
Οπότε, ήταν δική μου επιλογή αν θα έμενα εκεί που βρισκόμουν και να γέμιζα τους πνεύμονές μου με νερό ή αργά αλλά σταθερά, θα ανέβαινα στον καθαρό αέρα, και θα ξανάρχιζα από την αρχή.

Αν μου ζητούσε κάποιος σήμερα, να του πω ποιο είναι εκείνο που μου έχει μείνει περισσότερο από εκείνη την εποχή, θα ήταν 2 αποφθέγματα.
1. Τα πάντα ρει
2. Μπορούμε εύκολα να συγχωρήσουμε ένα παιδί που φοβάται το σκοτάδι.
Η πραγματική τραγωδία της ζωής, όμως, είναι οι ενήλικες που φοβούνται το φως.

20.3.10

Mea Maxima Culpa

Νοιώθω τα συναισθήματά μου στο maximum.
Όταν είμαι καλά, θέλω να είμαι πολύ καλά.
Όταν είμαι στενοχωρημένη, θέλω να είμαι μόνη.
Δεν με τρομάζει.
Αφήνω τα πάντα να κάνουν τον κύκλο τους.

Γιατί ξέρω ότι υπάρχει λόγος.

Με την ανάγνωση, ο θυμός και η οργή, άρχισαν σιγά-σιγά να υποχωρούν.
Πιστεύω πως κανένας άνθρωπος που έχει γνώση, δεν μπορεί να νοιώθει αυτά τα συναισθήματα.
Γιατί η γνώση, είναι λογική.
Τα άλλα 2, είναι ποταπά συναισθήματα.

Όταν άρχισα να βλέπω το λάθος μου, ήξερα ότι έπρεπε να το διορθώσω.
Άμεσα.
Ήμουν αυτό που ήμουν, αλλά δεν μου επιτρεπόταν να έχω απαιτήσεις.
Από κανέναν και για τίποτα.

Δεν είχε καμμία σημασία, εάν εγώ έβλεπα πράγματα σε κάποιους και ήθελα να τους τα δείξω.
Δεν είχε καμμία σημασία, εάν εγώ έβλεπα ότι μπορούν περισσότερα και ήθελα να τους κάνω να τα διεκδικήσουν.
Δεν είχε καμμία σημασία, εάν εγώ έβλεπα δυνατότητες και ήθελα να τις εξαντλήσουν.

Γιατί εγώ ήθελα.
Εκείνοι, όχι.
Και, δυστυχώς ή ευτυχώς, όταν έχεις έναν κυριαρχικό χαρακτήρα, νομίζεις - για να μην πω ότι είσαι σίγουρη... - ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα καλύτερα/δυνατότερα/μεγαλύτερα.
Και μπορείς.

Υπήρχε μόνον ένα πρόβλημα.
Και ήταν τεράστιο.
Αυτό που ήμουν/είχα, ήταν καλό μόνο για εμένα.
Για τους άλλους, ήταν τυραννία.
Κι όταν δεν έχεις καμμία πρόθεση να βλάψεις τους άλλους, να τους στενοχωρήσεις, να τους πληγώσεις, το αποτέλεσμα της αποστροφής - της δίκαιας αποστροφής -, σε ισοπεδώνει.

Νόμιζα πως οι άλλοι θα το καταλάβαιναν, έτσι απλά.
Αλλά δεν το καταλάβαιναν.
Διότι, όταν δείχνεις σε κάποιον κάτι που δεν το βλέπει - ασχέτως αν υφίσταται, αν το έχει μέσα του -, προσπαθείς περισσότερο.
Και όσο περισσότερο εσύ προσπαθείς, τόσο περισσότερο ο άλλος αντιστέκεται.
Και όσο εσύ βλέπεις ότι κάτι πάει χαμένο - μία ικανότητά του, μία προοπτική του, οτιδήποτε -, τόσο τρελαίνεσαι.

Ο χαρακτήρας μου χάλασε φιλίες, διέλυσε συνεργασίες, έκλεισε πόρτες, κλείδωσε ανθρώπους.
Και δεν έφταιγαν εκείνοι.
Έφταιγα εγώ.
Κι αυτό που δεν άντεχαν σε εμένα, ουσιαστικά, ήταν η λογική.
Τους έκοβαν οι γωνίες της.
Κι εγώ δεν ήμουν έτοιμη να λιμάρω τίποτα και για κανέναν.
Γιατί δεν είχα καταλάβει...

Μόλις, όμως, είχα ξεκινήσει.
Και καταλάβαινα πολύ καλά, γιατί υπάρχει όλη αυτή η διπλωματία, η υποκρισία.
Διότι οι άνθρωποι δεν αντέχουν την πραγματικότητα.
Ακόμα κι αν η πραγματικότητα ήταν με το μέρος τους, προτιμούσαν να την αγνοήσουν.
Και ποια, στον διάολο, ήμουν εγώ, για να αλλάξω τον κόσμο;

Όπου υπάρχει ένα πρόβλημα, δεν υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνεις, αλλά κάτι που πρέπει να μάθεις.
Κάθησα, λοιπόν, να μάθω καλά τον εαυτό μου, αυτό που έβγαζε, αυτό που οι άλλοι έβλεπαν.
Με καλές προθέσεις ή όχι, έπρεπε να σιδερώσω πολλές πτυχές μου.
Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω μόνη.
Και δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου - όταν θα ξανάνοιγα την πόρτα του σπιτιού μου -, να πληγώσει/πονέσει/πιέσει/φοβίσει ξανά.

Ο κόσμος δεν ήταν γεμάτος Νανάδες.
Ήξερα να κρίνω εξ ιδίων τα αλλότρια;
Ok.
Αυτά που ήξερα, σύντομα θα με έκανα να τα ξεχάσω.

Αν δεν μπορούσα να κυριαρχήσω τον εαυτό μου, δεν μπορούσα να κυριαρχήσω πουθενά.

18.3.10

Living In A World Without Me

Νομίζω ότι εκείνη την περίοδο, πρέπει να ήμουν ο μεγαλύτερος μισάνθρωπος στον κόσμο.
Όλη αυτή η διπλωματία, η υποκρισία, το δήθεν, το κάτι παραπάνω, μου προκαλούσαν εμετό.
Το ότι είχα επιλέξει να είμαι μόνη, είχα αρχίσει να το πληρώνω.
Τοις μετρητοίς.

Ανήκα στο περιθώριο.
Και μέχρι σήμερα, καταλαβαίνω καλά εκείνους που το επιλέγουν και τους σέβομαι πολύ.
'Οχι εκείνους που κάνουν κάτι μόνο για να ξεχωρίσουν ή τους άλλους που δεν θέλουν να είναι/κάνουν τίποτα στη ζωή τους και το επιλέγουν για να λένε ότι ανήκουν κάπου, οπουδήποτε.
Αλλά εκείνους που δεν ανέχονται τον παραλογισμό.
Καταλαβαίνω απολύτως την ανάγκη τους.

Θαύμαζα και θαυμάζω, εκείνους που δεν ενδιαφέρονται να γίνουν αρεστοί σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουν να εκτιμούν, που δεν ξέρουν να σέβονται.
Όχι εκείνους που έχουν την εντύπωση ότι είναι πολύ καλύτεροι από οποιονδήποτε άλλον ή εκείνους που νομίζουν ότι είσαι προνομιούχος εάν σου μιλήσουν.
Αλλά εκείνους που μπορούν να ζυγίζουν λεγόμενα και πράξεις.

Αυτοεξόριστη, λοιπόν.
Αυτοεξόριστη, με στοίβες τα βιβλία.
Ήθελα αποδείξεις, γεγονότα, λογική, την αλήθεια.
'Οσο δεν καταλάβαινα το είδος μου, τόσο απομακρυνόμουν από αυτό.
Γέμιζα θυμό... οργή...
Και το σιχαινόμουν.

Οι αποκαλύψεις που έρχονταν σταδιακά, με κάθε ανάγνωση, ήταν μάλλον σαν γροθιές στο στομάχι.
Το ένα σοκ διαδέχονταν το άλλο.
Και η ουσία όλων αυτών, ήταν ότι εγώ ήμουν εκείνη που ήταν αλλού.
Εγώ ήμουν εκείνη που έκανε λάθος.

Και τότε κατάλαβα ότι εγώ κάνω ακριβώς το ίδιο με τα ανθρωπάκια - παθητικά και φαντασμένα.
Ζούσα στην κοσμάρα μου.
Που αυτό σήμαινε, ότι έβλεπα παντού Νανάδες ή προσπαθούσα να κάνω τους άλλους να γίνουν Νανάδες ή περίμενα να συμπεριφερθούν σαν Νανάδες!
Διάολε, την είχα δει Θεός!
Κι εκεί φρίκαρα...

Το κοριτσάκι, για το οποίο έδιναν συγχαρητήρια στη μητέρα του για το πόσο έξυπνο ήταν, ήταν ηλίθιο!
Πολύ ηλίθιο, όμως...

17.3.10

Sphinx

Κάτι που για εσένα είναι δεδομένο, για κάποιον άλλον μπορεί να είναι το ζητούμενο.
Κάτι που εσύ το έχεις, κάποιος άλλος μπορεί να το ψάχνει.
Κάτι που για εσένα είναι απλό, για κάποιον άλλον μπορεί να είναι βουνό.

Εκτός, λοιπόν, από τα παθητικά ανθρωπάκια, υπήρχε και μία άλλη βασική κατηγορία ανθρώπων που με πλησίαζε: τα ψώνια.
Με την πρώτη ματιά, έδειχναν για το ακριβώς αντίθετο από τους άλλους.
Αλλά δεν ήταν.
Είχαν, απλώς, άλλου είδους συμπεριφορά.
Η ρίζα ήταν ίδια
.

Όπως οι παθητικοί, έτσι και τα ψώνια, είχαν στο μυαλό τους έναν γνώμονα: τι μπορούσες να κάνεις εσύ για εκείνους
.
Οι πρώτοι για να σταθούν, οι δεύτεροι για να ανέβουν ψηλότερα.
Οι πρώτοι έψαχναν ξενιστές, οι δεύτεροι να μοιάσουν σε κάποιον άλλον.
Οι πρώτοι ήταν σαράκια, οι δεύτεροι καρικατούρες.
Οι πρώτοι ζητούσαν ζωογόνες ενέσεις, οι δεύτεροι
παραμορφωτικούς καθρέφτες.

Ήταν, ουσιαστικά, 2 βαρέλια με διαφορετική εμφάνιση αλλά από τον ίδιο κατασκευαστή.
Οι διαφορές τους ήταν, ότι στο πρώτο ό,τι και να έριχνες χανόταν διότι δεν είχε πυθμένα ενώ στο δεύτερο κινδύνευες να λερωθείς διότι υπερχείλιζε διαρκώς.
Το σήμα κατατεθέν ήταν ίδιο, ωστόσο: Θρασυδειλία.
Απλώς, οι πρώτοι ήταν περισσότερο το δεύτερο και οι δεύτεροι το πρώτο.

Ο κόσμος χωριζόταν σε ανθρωπάκια που πίστευαν ότι δεν είναι τίποτα και σε ανθρωπάκια που πίστευαν ότι είναι τα πάντα.
Και όλα αυτά τα ανθρωπάκια, περίμεναν εσένα να τους κάνεις κάτι ή να τους πεις ότι είναι το Άλφα και το Ωμέγα.
Με άλλα λόγια, οι μεν περίμεναν από εσένα να χτίζεις σκαλοπάτια, οι δε να τους διαβάζεις παραμύθια.

Εφ' όσον εγώ δεν είχα κανένα κοινό με αυτά τα ανθρωπάκια, απεσύρθην.
Εγώ, πλέον, ήθελα να είμαι μόνη μου.
Δεν ήθελα κανέναν και δεν ζητούσα τίποτα.
Γιατί δεν καταλάβαινα.

Κι εκεί που νόμιζα ότι θα έχανα τον εαυτό μου, τον βρήκα στα βιβλία.
Σταμάτησα να διαβάζω μυθιστορήματα και έριξα όλο το βάρος στην ανθρώπινη φύση και στις ανθρώπινες σχέσεις. Έπρεπε να βρω απαντήσεις στο για/τί συμβαίνει όλο αυτό και στο "ποιος είμαι εγώ και που πάω;". Η θεωρία ήταν στα χέρια μου, τα πειράματα ήταν γύρω μου, παντού.

Άρχισα να μελετάω τους ανθρώπους, επισταμένα.
Και τη δύναμη και το κουράγιο, το αντλούσα από τους ανθρώπους που ήταν δίπλα μου, μαζί μου. Από σοβαρούς και μετρημένους ανθρώπους, που είχαν προσωπικότητα και δεν περίμεναν κανέναν να έρθει να τους ρυμουλκήσει τη ζωή, που αναλάμβαναν τις ευθύνες τους και δεν περίμεναν κάποιον για να τον κατηγορήσουν, εκείνοι που είχαν αυτό που έλειπε από τα ανθρωπάκια: Αξιοπρέπεια.

Έραψα, λοιπόν, το στόμα μου, άνοιξα διάπλατα τα μάτια και τέντωσα τα αυτιά.
Κανείς δεν μπορούσε να πάρει κάτι από εμένα, γιατί δεν έδινα.
Είχα ξοδέψει πολλή ενέργεια στο να προσπαθώ να πείσω τους άλλους ότι είναι σε κάτι λάθος, στο να αναλαμβάνω να κάνω κάτι για εκείνους, στο να μπαίνω μπροστά για να καταφέρουν κάτι. Και το έκανα γιατί μπορούσα, γιατί για εμένα ήταν εμφανές/εύκολο/δεδομένο. Όταν κατάλαβα ότι αυτό ήταν από τα μεγάλα λάθη της ζωής μου, έκλεισα τις πόρτες. Κι εκεί που κάποτε στεγάζονταν το φιλανθρωπικό ίδρυμα, όσοι έρχονταν, έβλεπαν μία Σφίγγα.
Και έφευγαν.

Είχα τραβήξει την ευθεία μου.
Ήταν ο μόνος δρόμος που θα με έβγαζε στη λεωφόρο που ήθελα.
Και μου άξιζε.

16.3.10

Our World Is Your World

Κάθε φορά που μπαίνω στο cm, ξεχνάω να βγω.
Τα mails είναι όχι μόνο πολλά, αλλά σεντόνια ολόκληρα.
Και είναι η πρώτη φορά που χαίρομαι πραγματικά, γιατί δεν είναι τα mails που είχα συνηθίσει τόσα χρόνια από τους χρήστες της συγκεκριμένης ιστοσελίδας, αλλά mails σαν εκείνα που στέλνουμε σε ανθρώπους που γνωρίζουμε.

Χαίρομαι, όμως, διπλά διότι, αφού μου γράφουν ότι παιδεύτηκαν πολύ για να βρουν τι είναι αυτό το "cm" και ότι είναι σίγουροι πως τα mails θα ήταν πολλά περισσότερα αν έγραφα το site κανονικά, είναι τόσο οξυδερκείς ώστε να αντιλαμβάνονται για ποιον λόγο δεν έχω mail στο blog. Αν δεν έμπαιναν, όμως, στο cm, δεν θα το καταλάβαιναν ποτέ...

Με ρωτούν γιατί δεν έχω profile στο Facebook, στο Twitter κτλ.
Διότι δεν είναι της ιδιοσυγκρασίας μου.
Μου αρέσει πάρα πολύ η επικοινωνία, αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο.
Δεν μπορώ να ανεβάζω posts του στυλ: "Σήμερα είμαι λυπημένη, γιατί μου κόλλησε ο αρακάς" ή "Αναρωτιέμαι αν πρέπει να φορέσω πουκάμισο με μακριά μανίκια ή να ρίξω μια ζακέτα επάνω μου"...
Έχω τους φίλους μου, έχω τους γνωστούς μου, αλλά όχι ηλεκτρονικά.
Ηλεκτρονικά, διεκπεραιώνουμε εκκρεμότητες, μόνον.

Το profile μου στο cm, έγινε για να μείνει για πάντα.
Μόνο που εκεί δεν δημιουργήθηκε για να κάνω φίλους και να μου στέλνουν σφηνάκια ή να μεγαλώνουμε φάρμες...
Σε ένα BDSM site γνωριμιών, κάνεις γνωριμίες. Όχι μαλακίες.
(Αν και αυτό δεν ισχύει για την πλειονότητα των αρσενικών χρηστών...)

Κατανοώ πως σε κάποιους έχω γίνει οικεία.
Και τους ευχαριστώ για ό,τι γράφουν.
Είναι εκείνοι, που όταν περνούν μέρες και δεν ανεβάζω κάποιο post, αναρωτιούνται όχι γιατί δεν έγραψα, αλλά αν είμαι καλά.

Πρέπει να καταλάβετε, ότι για εμένα δεν είναι εύκολο αυτό που κάνω.
Αλλά η σκέψη ότι μία μέρα μπορεί να με διαβάζει μία άλλη Νανά, με οδηγεί μπροστά στον υπολογιστή.
Χρειάζομαι, όμως, λίγο να αποστασιοποιούμαι.
Άπτομαι θεμάτων που θα ήθελα να είναι σαφή, ολοκληρωμένα, εμπεριστατωμένα, ουσιαστικά. Και όσο γίνεται, καλύτερα.

Χαίρομαι, επίσης, που μου γράφουν πολλές γυναίκες.
Περιμένουν με ανυπομονησία, να δουν τι είναι τελικά αυτό που διαχωρίζει εμένα από εκείνες.
Λίγα πράγματα. Αλλά σημαντικά.
Και νομίζω, πως μέχρι τώρα, κάτι μπορούν να καταλάβουν.
Όσο για τα clubs που πρέπει να ιδρυθούν, όλα θα γίνουν εν καιρώ...

Γιατί σταμάτησα την ιστορία με τον Χ.
Γιατί μου ήταν οδυνηρά δύσκολο, κυρίως.
Αλλά και γιατί οι περισσότεροι που μου γράφουν, ζητούν περισσότερα για τον χαρακτήρα της Κυρίαρχης Γυναίκας και δευτερευόντως για το BDSM εν γένει.
Η αφήγηση είναι στη μέση. Θα συνεχιστεί.

Πριν από λίγο καιρό, έλαβα ένα mail από κάποιον κύριο
.
Θα ήθελα να παραθέσω ολόκληρο το κείμενο, διότι το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον και χρήσιμο.

Αγαπητή BeBe

Έχω από τον Οκτώβριο που διαβάζω το blog σας καθημερινά. Όταν ανοίγω το pc μου το πρωί στο γραφείο, το πρώτο πράγμα που θα κοιτάξω είναι τα mail μου και μετά αν γράψατε κάτι καινούργιο. Αν δεν έχετε γράψει ξαναδιαβάζω το προηγούμενο. Έχετε γίνει η παρέα μου και στο σπίτι. Η ιστορία με τον Χ έγινε η αφορμή να πω στη γυναίκα μου να σας βάλει στα bookmarks του δικού της υπολογιστή και να σας παρακολουθεί και εκείνη. Μετά από τόσους μήνες είναι σαν να σας ξέρουμε αλλά θα έλεγα καλύτερα σαν να μας ξέρατε. Ο λόγος είναι ότι ο Χ μου θυμίζει εμένα και εσείς τη γυναίκα μου. Το θέμα που σας γράφω είναι αυτό. Όταν ήμουν σε νεαρή ηλικία είχα τα περισσότερα χαρακτηριστικά του Χ. Ήμουν ντροπαλός, δεν ήξερα πως να συμπεριφερθώ στα κορίτσια, ήθελα να τις έχω ψηλά και ήθελα να τους προσφέρω τα πάντα. Δεν το εκτίμησε καμιά τους. Μέσα τους ξέρω ότι ήμουν ένας μαλάκας. Εγώ όμως δεν αισθανόμουν έτσι. Μέχρι που γνώρισα τη γυναίκα μου. Ήταν απλησίαστη, την ήθελαν όλοι από την παρέα, αλλά εκείνη δεν μιλούσε σε κανέναν. Μερικοί την έλεγαν περίεργη, ψηλομύτα και ξέρετε τι άλλα. Εγώ όμως καταλάβαινα ότι δεν ήταν έτσι και ήθελα να τη γνωρίσω περισσότερο. Γνωριστήκαμε σε ένα πάρτυ, ναι κι όμως. Μας σύστησε κάποιος και από τότε δεν την άφησα ποτέ. Την κυνήγησα πολύ. Ήξερα ότι αυτή ήταν η γυναίκα που έψαχνα και θα με έκανε ευτυχισμένο. Η αλήθεια είναι ότι δεν την καταλάβαινα τόσο καλά. Εκείνη όμως με υπομονή μου έδειξε τον τρόπο. Όταν λέω ότι είναι σαν να σας γνωρίζω το εννοώ. Γυναίκες σαν εσάς τις δυο έχουν γεννηθεί για να τις λατρέψει κάποιος άντρας. Και να τους τα δώσει όλα. Το ζήτημα είναι ότι ενώ και εσείς και όσοι είναι σαν εμένα ξέρουμε τι θέλουμε υπάρχουν άλλοι που το γελάνε. Το βλέπουν ρομαντικό, παιδιάστικο και δεν ξέρω τι να πω. Αλλά για μένα ο άντρας έχει γίνει για να ανήκει σε μία γυναίκα και μόνο σε μία γυναίκα. Και το ξέρω γιατί η γυναίκα μου άλλαξε τη ζωή μου όλη. Ούτε με φωνές όπως γράφετε και ούτε με τσαμπουκάδες. Με ηρεμία και επικοινωνία. Ήταν κυρίαρχος σε όλα, στο σπίτι της, στους φίλους της και στα παιδιά μας. Το πιο βασικό απ' όλα σε μένα. Γράψατε ότι το BDSM δεν είναι ευνουχισμός. Εμείς δεν έχουμε σχέση με σαδομαζοχισμό. Κάποια στιγμή κάτι δοκιμάσαμε αλλά απέτυχε. Και θέλω να σας ρωτήσω. Είμαστε τόσο διαφορετικοί εμείς από αυτό που λέτε ότι αντιπροσωπεύετε? Εμένα μου αρέσει που η γυναίκα μου είναι κυριαρχική αλλά δεν ήθελα ποτέ μαστίγια ή να τη δω να με πατάει κάτω. Αυτό μας κάνει διαφορετικούς? Αυτό που έχουμε σαν συναίσθημα δεν είναι που μετράει? Το ότι θέλω να της πηγαίνω ακόμα λουλούδια κάθε μέρα και να της δίνω ό,τι ζητήσει δεν είναι υποταγή και λατρεία? Μετά από τόσα χρόνια που είμαστε μαζί ξέρω ότι δεν θα μπορούσα να είμαι με μία γυναίκα που δεν εκτιμάει αυτό το είδος της αγάπης που αισθάνομαι για το γυνακείο φύλλο. Μπορεί να πήγα κι εγώ να γίνω όπως εσείς του σαδο και να έστριψα στη γωνία. Αλλά εσείς λέτε ότι ο άντρας δεν κρίνεται από "τα δερμάτινα και τα μαστίγια" και αυτό το αποδυκνείει η ιστορία με τον Χ. Αν γνωρίζατε έναν άντρα επί παραδείγματι σαν εμένα θα τον απορρίπτατε γιατί δεν θα ήθελε το μαστίγιό σας? Δεν θα κοιτούσατε την ψυχή του που θα σας είχε σαν θεά? Πιστεύω ότι ουσιαστικά αυτό ψάχνετε όχι εσείς όλες οι γυναίκες με τον δικό σας χαρακτήρα. Τα άλλα είναι το κερασάκι της τούρτας. Αυτό που μπορώ να πω μετά βεβαιότητας είναι ότι για μας αυτό που μετράει όταν γνωρίζουμε μία γυναίκα σαν εσάς είναι η εκτίμηση. Καμιά άλλη γυναίκα δεν μπορεί να εκτιμήσει αυτό που έχουμε μέσα μας και να του φερθεί ανάλογα και όπως πρέπει. Και για αυτό δίνουμε ό,τι δίνουμε, και όταν εσείς το εισπράτετε μεγαλουργείτε. Χαίρομαι που υπάρχουν γυναίκες σαν και εσάς και εύχομαι πραγματικά να κάνουν και άλλες blogs γιατί 2,5 χιλιάδες αναγνώστες δεν μπορεί να είναι όλοι από τον χώρο σας! Αν είχατε ένα mail θα διαπιστώνατε πως είναι... "βανίλιες" σαν εμάς! Δεν έχετε παρά να το δοκιμάσετε! Πιστεύω πως αυτοί που σας διαβάζουν καταλαβαίνουν ότι είστε αληθινή και όχι ψεύτικη και ότι δεν πουλάτε μούρη. Ούτε αυτό που είστε με ή χωρίς μαστίγια. Γιατί αυτό που είστε δεν χρειάζεται μαστίγια για να φανεί. Σας εύχομαι κάθε ευτυχία αν είστε ακόμα με τον Χ και ελπίζω να σας έχει καταφέρει να τον παντρευτείτε. Αν δεν είστε όμως σας εύχομαι και εγώ και η γυναίκα μου να βρείτε τον άντρα που σας αξίζει και θα εκτιμήσει αυτό που έχετε στην ψυχή σας και να έχει και εκείνος την ψυχή του υποτακτικού των γυναικών όπως πιστεύω ότι είχα και έχω και εγώ. Γιατί ξέρω πως αν είστε όπως γράφετε όποιος έχει αυτή τη ψυχή δεν θα σας αφήσει να φύγετε από τη ζωή του ποτέ. Θα σας κυνηγήσει ανελέητα όπως εγώ τη γυναίκα μου μέχρι να σας κατακτήσει. Παρακάτω σας στέλνω τα στοιχεία μας και θα χαρώ πολύ να επικοινωνήσετε μαζί μας όποτε θέλετε. Το σπίτι μας είναι ανοικτό για σας και σας λέω ότι και εγώ και η γυναίκα μου και τα παιδιά μας μαγειρεύουμε καταπληκτικά!

Να είστε πάντα καλά.
Υ.Γ. Να θυμάστε ότι περιμένουμε κάθε ανάρτησή σας με μεγάλο ενδιαφέρον...

Δεν θα απαντήσω σε αυτό το mail μέσω του blog.
Σε ό,τι αφορά τις δικές μου διευκρινίσεις, διακρίσεις, αναλύσεις, κτλ, θα αναρτηθούν το καθένα στο post που του αναλογεί, όταν θα έρθει η ώρα.
Θέλω, όμως, να πω, ότι mails σαν αυτό έρχονται πολλά, η ουσία των οποίων έχει να κάνει με το "εμείς" και το "εσείς".
Νομίζω ότι είμαι ξεκάθαρη ως προς αυτό: δεν υπάρχει "εμείς" και "εσείς".

Οι άνθρωποι, είναι άνθρωποι.
Δεν έχει καμμία σημασία αν κρατούν, ή όχι, μαστίγια και τα συναφή.
Όλοι έχουμε ανάγκη όλους, απλά, κάποιοι από εμάς ζητάμε κάτι παραπάνω(;) κάτι διαφορετικό(;).
Αυτό, όμως, δεν αλλάζει τον χαρακτήρα μας, το ποιοι είμαστε.
Αλλάζει το πως εκφραζόμαστε. Και μόνον αυτό.

15.3.10

Femdom Art

Ο πρώτος καλλιτέχνης που γνώρισα στο internet, ήταν ο Sardax.
Μου άρεσε το όνομά του και είχα ενθουσιαστεί με αυτό το σκίτσο του.
Είχα ενθουσιαστεί, όμως...

Για εμένα, η ιδανική Αφέντρα - ως εμφάνιση -, είχε τα εξής χαρακτηριστικά, πάντα: ψηλή, με πλούσιο στήθος, μακριά πόδια - και συγκεκριμένα -, μακριά μαύρα μαλλιά με πυκνές αφέλειες.
Και το σκίτσο αυτό, ήταν ακριβώς ό,τι είχα στο μυαλό μου.

Αλλά μέχρι εκεί.
Τα έργα του Sardax είναι καθαρά εμπορικά, πολλά είναι χυδαία, και κάποια άλλα άκρως πορνογραφικά.
Κι όταν ένας καλλιτέχνης καταλήγει να είναι πορνογραφικός, παύει να είναι καλλιτέχνης.
Είναι, απλώς, εκμεταλλευτής.

Μετά, γνώρισα τον Giko.
Αυτός ήταν άλλο θέμα...
Στα έργα του, οι περισσότερες Αφέντρες, ήταν χωρίς φετιχιστικές αναφορές.
Φορούσαν αισθησιακά εσώρουχα, έμοιαζαν με pin-up girls των '50's, ήταν οι ίδιες αισθησιακές.
Η λέξη "αισθησιασμός", ήταν αποτυπωμένη στην ίδια του την τεχνοτροπία.
Σβησμένα φόντα, μολυβένιες φιγούρες που έλαμπαν στο ασπρόμαυρο.
Αλλά το βασικότερο, ήταν ότι έβλεπες έναν άνδρα να υποτάσσεται σε μία Γυναίκα.
Το χωμένο ανάμεσα στα πόδια Της κεφάλι του, δεν σε άφηνε να δεις την έκφραση του προσώπου του.
Στα σκίτσα του, ωστόσο, η επιθυμία του υποτακτικού για Εκείνη, είναι εμφανής μέσω της τέλειας στύσης του.
Ήταν σκίτσα.
Ναι.
Αλλά ο αισθησιασμός ξεχείλιζε από τα πλαίσια...

Και αυτά ήταν - και είναι - τα 4 αγαπημένα μου σκίτσα, στη σειρά.

Η χαριστική βολή, όμως, ήρθε από μακριά...
Από την Ιαπωνία συγκεκριμένα.
Από έναν υπέργηρο κυριούλη, που το όνομά του πέρασαν εβδομάδες μέχρι να το αποστηθίσω.
Τι Kawasaki τον έλεγα, στην αρχή...
Τι Hiroshima, τι Kurosawa...
Το όνομά του ήταν Namio Harukawa...
Μπορεί να μη το θυμόμουν αλλά τα σκίτσα του είχαν γράψει μέσα στο μυαλό μου.
Χμ... όχι "γράψει"...
Χαράξει.
Δεν υπήρχε αυτό...
Αυτό που έβλεπα, δεν υπήρχε, λέμε...
Και θα το πω απλά: αν υπάρχει ένας θεός στο BDSM, αυτός είναι ο Namio Harukawa.
Η Γυναικεία υπεροχή, αποτυπώνεται με σαφήνεια σε κάθε του έργο, με ιδιοφυή τρόπο.
Είναι το ύψος Της Αφέντρας, το βάρος, ο όγκος.
Είναι η πληθωρικότητά Της: τα γεμάτα στήθη Της, η ανοικτή λεκάνη Της.
Αλλά αυτό που μπορεί να σε κάνει να ξεφύγεις εντελώς, είναι οι γοφοί Της...
Αυτοί οι τεράστιοι, ολοστρόγγυλοι γοφοί, που συνθλίβουν τον άνδρα, που μπροστά Της είναι τόσο μικρός, τόσο αδύναμος, τόσο παραδομένος...
Οι ευθείες - σχεδόν ασθενικές - γραμμές της φιγούρας του, χάνονται μπροστά στο πανδαιμόνιο των καμπυλών Της...
Αυτό, ωστόσο, που απογειώνει κάθετα, είναι οι ατέλειές Της...
Εκείνες οι πτυχές του δέρματός Της, γύρω από τους γοφούς Της, γύρω από τους γλουτούς Της, γύρω από την κοιλιά Της...
Εκείνες οι αναιδείς βρεφικές πτυχές, που απομακρύνουν τους ηδονοβλεψίες, για να δώσουν πλήρη τη θέα σε εκείνους που βασανίζονται κοιτάζοντάς τες.
Που νομίζουν πως αν τις πλησίαζαν, θα μύριζαν αρωματισμένο ταλκ...
Που νομίζουν πως αν τις άγγιζαν, θα ένοιωθαν την υγρασία που διπλώνεται μέσα τους...
Ο Harukawa, δεν είναι καλλιτέχνης. Είναι μάγος.
Κανείς δεν έχει αποδώσει τη Γυναικεία υπεροχή, τόσο ουσιαστικά.
Ένας σιωπηλός μάγος, που κρύβεται ίσως κάπου στην Ανατολή.
Ούτε μία φωτογραφία του, ούτε μία συνέντευξή του...
Αν ο Harukawa είναι υποτακτικός, είναι ο ιδανικός.
Δεν έχει ανάγκη να μιλήσει. Έχει ανάγκη να πράξει.
Δεν ξέρω πόσο θα ζήσει ακόμη. Ξέρω, όμως, ότι θα πέθαινα να τον γνωρίσω.
Τα σκίτσα του Harukawa, μου προκαλούσαν - από την πρώτη στιγμή που τα είδα - τρομερό ενθουσιασμό. Αλλά και μία γλυκειά μελαγχολία.
Για να ανέβει αυτό το post, μου πήρε ώρες.
Δεν ήξερα ποια από όλα τα αγαπημένα μου σκίτσα να ανεβάσω.
Θα ήταν πολύ πιο εύκολο/γρήγορο, να ανεβάσω αυτά που δεν μου αρέσουν και τόσο.
Ήξερα, όμως, με ποιο θα κλείσω...
Έψαξα πολύ για να βρω τις κατάλληλες λέξεις, για να περιγράψω τα σκίτσα του Harukawa.
Και αυτός ήταν και ο λόγος που δεν έγραφα τόσο καιρό για εκείνον.
Ήξερα ότι δεν θα τα κατάφερνα.
Και δεν τα κατάφερα.

Τι μπορώ να γράψω, λοιπόν, για το πιο αγαπημένο μου;
Μόνο ότι θα ήθελα μία μέρα, να γίνει ένα πιστό αντίγραφο με λάδια, ένας μεγάλος πίνακας, και να τοποθετηθεί πάνω από το κρεβάτι μου.
Γιατί ό,τι σήμαινε πάντοτε για εμένα το BDSM, η D/s, είναι σε αυτό το σκίτσο.

Τίποτε άλλο.

13.3.10

Sissies, Wousses and Wimps

Μου πήρε χρόνια για να καταλάβω, ότι όταν ο κόσμος βλέπει έναν αυταρχικό άνθρωπο, υποθέτει ότι θέλει τους γύρω του υποχείρια. Και είναι, ίσως, λογικό. Ιδίως όταν είσαι σε νεαρή ηλικία και νόμιζεις ότι θα αλλάξεις τον κόσμο, ότι δεν υπάρχει αύριο, ότι ό,τι θέλεις μπορείς να το έχεις εχθές. Μόνο που εγώ, ποτέ δεν θέλησα κάτι τέτοιο. Κι έτσι, δεν καταλάβαινα γιατί οι άλλοι είχαν αυτή την εντύπωση για το πρόσωπό μου.

Εκείνο, όμως, που άρχισα να καταλαβαίνω τότε, ήταν ότι έλκυα παθητικούς ανθρώπους. Και από τα 2 φύλα. Όσο τους απεχθανόμουν, όσο τους σιχαινόμουν, τόσο πιο πολύ τους τραβούσα. Σαν τον μαγνήτη.

Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έβρισκαν σε εμένα. Φερόμουν σαν να μην υπήρχαν, κι εκείνοι έκαναν τα αδύνατα-δυνατά για να είναι μαζί μου. Κολλούσαν σαν την λάσπη στο τακούνι μου. Γλοιώδη ανθρωπάκια, χωρίς ταυτότητα. Που δεν ήξεραν τι να κάνουν με τον εαυτό τους, με την ίδια τους τη ζωή. Που ζούσαν σε έναν δικό τους κόσμο, όπου κυριαρχούσε η ανικανότητα, το ψέμα και η φαντασία.

Και συνέβαινε το εξής.
Από την μία πλευρά, όταν έβλεπα έναν άνδρα να έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν με εντυπωσίαζε τόσο. Το θεωρούσα και λίγο αναμενόμενο. Όταν, όμως, αυτά τα χαρακτηριστικά ανήκαν σε γυναίκα, τρελαινόμουν... Μου ήταν άκρως αδιανόητο, μία γυναίκα να είναι δόλια, δειλή, φαντασιόπληκτη. Δεν μπορούσα να χωρέσω στον νου μου, ότι ένα ικανό δημιούργημα εκ φύσεως, μετέρχονταν τέτοιων μεθόδων, οχυρώνονταν πίσω από σαθρά τοιχία, ασπάζονταν ένα παράλληλο σύμπαν.
Απλά, δεν μπορούσα...

Από την άλλη, όμως, όσο και να με προβλημάτιζε, όσο και να με στενοχωρούσε αυτό το είδος του καμένου φύλου, έβρισκα τραγικότερο όλα αυτά να τα έχει ένας άνδρας. Γιατί εκείνος ήταν το κέντρο του ενδιαφέροντός μου. Και το μόνο που σκεφτόμουν, ήταν: "Αυτό θα είναι το μέλλον σου;... Η επιλογή ανάμεσα στο κακό και στο χειρότερο;..."
Και γινόμουν σκατά...

Άρχισα να αλλάζω...
Να βλέπω τους ανθρώπους από άλλη σκοπιά. Και με επιφύλαξη. Ζωσμένη με άρματα, για να διώχνω όσους με έβλεπαν σαν κρεμάστρα. Γιατί έτσι με έβλεπαν τα θρασύδειλα ανθρωπάκια. Σαν κρεμάστρα. Και όταν εκείνα πήγαιναν να κρεμαστούν από τον λαιμό μου, εγώ τους περίμενα με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Το ότι κάποτε τους αγαπούσα, ήταν πλέον μία μακρινή ανάμνηση. Δεν μπορούσα να αγαπάω κάτι που δεν καταλάβαινα πια.

Άρχισα να παίρνω στροφές.
Έβλεπα ότι όσο πιο δυναμικός άνθρωπος είσαι, τόσο πιο πολλούς παθητικούς ανθρώπους ελκύεις. Η ύπαρξή σου είναι για εκείνους ευλογία. Για εσένα, όμως, είναι κατάρα. Έβλεπα 2 κατηγορίες δυναμικών ανθρώπων: αυτοί που αρέσκονται στο να επιβεβαιώνονται και αυτοί που έχουν μεγάλα αποθέματα ενέργειας. Για τους πρώτους, όλα αυτά τα ανθρωπάκια, ήταν θησαυρός. Eγώ, διάολε, ανήκα στη δεύτερη κατηγορία, όμως... Και για εμένα, ήταν κάρβουνα.

Γιατί, τι να τους έκανα τους θρασύδειλους; Τους παθητικούς; Τους ανίκανους;
Πως μπορούσα να ταυτιστώ, με τα ανθρωπάκια που ήταν άχρηστα; Αυτά που στη ζωή τους δεν έχουν κανένα πλάνο, κανέναν στόχο. Που δεν πηγαίνουν ούτε μπροστά, ούτε πίσω. Που στέκονται στη μέση, εμποδίζοντας εσένα που θέλεις να κάνεις πράγματα. Που σε πηγαίνουν, μοιραία, πίσω με τη στάση ζωής τους. Που περιμένουν να περάσεις από δίπλα τους, για να γαντζωθούν επάνω σου και να τους πας κάπου, διότι είναι τόσο ανίκανοι, τόσο μπερδεμένοι, που ακόμη και μισό βήμα τους ρίχνει κάτω.

Δεν μπορούσα να το αφήσω να περάσει έτσι.
Έπρεπε να καταλάβω τι συνέβαινε. Και γιατί.
Με αυτούς τους ανθρώπους ζούσα, συναλλασσόμουν, συνεργαζόμουν.

Και δεν θα επέτρεπα, μία μέρα, τα δικά μου "θέλω", να εξαρτώνται από τα "πρέπει" ανθρώπων που συμπεριφέρονταν σαν ευνούχοι στο όργιο της ζωής.

12.3.10

Cats & Dogs

Και καλά όλα αυτά.
Η γνώμη που είχαν, αυτά που έλεγαν.
Ok. Τα είχα συνηθίσει. (Ας πούμε...)

Ερχόταν, όμως, μία στιγμή, που μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι...
Κι εκείνη η στιγμή, ήταν όταν μου έλεγαν ότι θέλω κάποιον να τον κάνω "σκυλάκι" μου...
...
...
...

Αυτή την εντύπωση είχαν.
Αυτή την εντύπωση έδινα.
Ότι ήθελα να έχω πλάϊ μου ένα λάθος της φύσης...
Μα αυτό ήταν που έβλεπα και το σιχαινόμουν...
Το ότι εκείνοι έκαναν ό,τι ήθελαν, ήταν επειδή εκείνες τους έδιναν το δικαίωμα...
Κι εκείνες είχαν τους macho κι εγώ έψαχνα για τον μαλάκα...
Μάλιστα...

Παραλογισμός;
Ok.
Τότε, Ένας, Κανένας και Εκατό Χιλιάδες.
Δεν γινόταν αλλιώς.
Το σταματούσα εκεί.
Τι νόημα είχε να τους έλεγα ότι εγώ σιχαινόμουν τα σκυλιά;

Μιλούσαν σε έναν άνθρωπο που λατρεύει τις γάτες.
Και αυτό που του έλεγαν, στα αυτιά του μόνο σαν προσβολή ηχούσε.
Ένας άνθρωπος τόσο ενεργητικός, να προτιμά ένα είδος τόσο παθητικό.
Δεν έβλεπαν σε εκείνους που είχαν μαζί τους την κότα, και έβλεπαν σε εμένα το κυνοκομείο.
Όχι τον μπόγια.
Ήταν πολύ περισσότερο από μία προσβολή, τελικά.

Ανάμεσα στη γάτα και το σκυλί, υπάρχει το απύθμενο κενό.
Πως να συγκρίνεις ένα πλάσμα τόσο καθαρό, με ένα ελεεινό ζώο που η βρωμιά του ξεκινά από το τρίχωμά του και αναδύεται από το στόμα του;
Τι να κάνεις ένα ζώο, που ακόμη και να το δείρεις θα μείνει εκεί, όταν υπάρχει εκείνο το πλάσμα που αν δεν του αρέσεις, δεν σε αφήνει να το πλησιάσεις;
Τι το θέλεις ένα ζώο, που σέρνεται στα πόδια των ανθρώπων κουνώντας διαρκώς και αδιακρίτως την ουρά του, όταν ένα πλάσμα σε ελέγχει από την κορυφή έως τα νύχια, κι αν θελήσει να σε πλησιάσει, θα βρει έναν τρόπο να καθήσει πιο ψηλά από 'σένα;
Πως να εκτιμήσεις το ένστικτο ενός ζώου που η λέξη "κύναιδος" οφείλεται σε αυτό, όταν υπάρχει ένα πλάσμα που - εάν κι εφ' όσον - σε έχει αγαπήσει, έρχεται να σου κάνει νάζια, να τριφτεί στις γάμπες σου με την ουρά-κεραία, και αν σε πετύχει ξαπλωμένο, θα έρθει για να ζυμώσει με τις μικρές απαλές του πατούσες, ό,τι μαλακό ιστό βρει μπροστά του - δείχνοντάς σου ότι σε αγαπάει - γουργουρίζοντας;

Τι να την έκανα την αποθέωση της εξαναγκαστικής εξάρτησης, όταν μου αξίζει η επιλογή μίας καλομετρημένης λατρείας;
Τι να την έκανα την άνευ όρων παράδοση από ένα ζώον, όταν μου αξίζει η ενέργεια που μου δίνει το τόσο άγριο ένστικτο ενός αιλουροειδούς;
Τι να την έκανα την παθητικότητα ενός ζώου που δεν είναι ικανό να σταθεί χωρίς εμένα και μου φορτώνεται, όταν μου αξίζει μία έντονη προσωπικότητα και η ανεξαρτησία ενός πλάσματος που έχει επιλέξει να είναι μαζί μου χωρίς να με πνίγει;

Έπρεπε να είχαν προσέξει πολύ τις εκφράσεις τους.
Αλλά δεν το έκαναν.
Ίσως το νεαρό της ηλικίας. Δεν ξέρω.
Αλλά εγώ ακόμη το θυμάμαι.
Το θυμάμαι και αηδιάζω.

Κι αν δεν πρόσεχαν τις λέξεις τους, έπρεπε να πρόσεχαν τους ανθρώπους που αγαπούσαν τα σκυλιά και τους ανθρώπους που αγαπούσαν τις γάτες.
Ένας άνθρωπος που επιλέγει ένα σκυλί, δεν θα μπορούσε να ζει με ένα πλάσμα τόσο έξυπνο και ανεξάρτητο όσο είναι η γάτα. Δεν θα το άντεχε. Ο άνθρωπος που επιλέγει τα σκυλιά, αρέσκεται στο να επιβάλλεται. Ξεκάθαρα. Και το ζώον αυτό, τον κάνει να αισθάνεται μία άκυρη υπεροχή.
Ο χαρακτήρας της γάτας τού δημιουργεί φόβο και ανασφάλεια. Γιατί η γάτα όσο κι αν τη λες "οικόσιτο", είναι ένα άγριο πλάσμα, ατίθασο. Είναι η μικρογραφία της οικογένειάς της. Γιατί η γάτα, έχει τον τρόπο να σε κάνει κτήμα της σιγά-σιγά. Σε μαγεύει. Και με τις κινήσεις της και με το βλέμμα της.
Κι εκείνος το ξέρει. Και δεν το μπορεί... Δεν το αντέχει...

Όταν του ψοφήσει το ζώο, θα πάει να πάρει ένα άλλο αμέσως. Δεν μπορεί να μείνει μόνος. Πρέπει να αντικαταστήσει το δεκανίκι του. Και συνεχίζει σαν να μη συνέβη τίποτα.
Εκείνος που χάνει μία γάτα, δύσκολα παίρνει άλλη μετά. Όταν φεύγει μία γάτα, είναι σαν να φεύγει ένας άνθρωπος. Είναι τόσο δυνατή η προσωπικότητά της, τόσο δυνατός ο χαρακτήρας της, τόσο έντονη η παρουσία της, που δεν μπορεί να την αναπληρώσει εύκολα.

Και εάν δεν είχαν γνωρίσει ποτέ έναν άνθρωπο τόσο καλά - και από τις 2 πλευρές -, όφειλαν να γνωρίζουν ότι τη λέξη "σκύλος" την χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να υποβιβάσουμε κάποιον. Η λέξη "γάτα", είναι ο μόνος θετικός χαρακτηρισμός για έναν άνθρωπο.
Και ο καλύτερος...

Είναι τυχαίο, που ο σκύλος είναι αρσενικό ουσιαστικό;
Είναι τυχαίο, που η γάτα είναι θηλυκό;
Μάλλον όχι.

Κι έβλεπαν σε εμένα, κάποια που έχει ανάγκη έναν άνδρα για να τον σέρνει ξοπίσω της...
Ότι θα ήμουν ικανοποιημένη με κάποιον που δεν έχει προσωπικότητα...
Πως θα παραφούσκωνα το "εγώ" μου με κάποιον που δεν έχει άποψη και κριτική ικανότητα...
Ότι ζητούσα ένα ασυνείδητο άτομο χωρίς ηθικές αρχές...
Ένα σκυλί...

Μάλιστα...

11.3.10

Turn The Beat Around

Εκείνη την εποχή, άρχισαν να μου αρέσουν πολύ οι λαϊκές παροιμίες.

"Πολύ λάδι και τηγανίτα τίποτα", "Ο μαλάκας στον ανήφορο ή καπνίζει ή τραγουδάει", "Πλέουν τα μήλα στον γυαλό, πλέουν και οι κουράδες", "Μπήκε η ψείρα στο αλώνι, περπατά και καμαρώνει", "Πίσω να πάει ντρέπεται, μπροστά να πάει φοβάται", "Δώσε θάρρος στον χωριάτη, να σ' ανέβει στο κρεβάτι", "Οι ναύτες 'γιναν ναύαρχοι κι οι μούτσοι καπετάνιοι", "Ο Μανώλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια", "Από ΄να σακί κάρβουνα, δεν βγάζεις άσπρη σκόνη".

Με άλλα λόγια, έπρεπε να κάνω τον μαλάκα, για να κάνω έναν άνδρα μάγκα.
Αλλά εγώ γεννήθηκα Dame.
Όχι ingénue.
Εμένα δεν μου γέμιζαν το μάτι οι ήρωές τους.
Εγώ ήθελα τους αντι-ήρωες.
Κι εκείνοι, στα μάτια μου, ήταν τσάμπα μάγκες.
Τσάμπα, εντελώς.

Και ενώ αυτό ξεκαθάριζε μέσα μου σιγά-σιγά, δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιον λόγο μου άρεσαν οι άνδρες.
Αμέτρητες φορές με έβαζα κάτω και με ανέκρινα.
"Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου... Τι να τον κάνεις τον ψευτόμαγκα; Γιατί τον θέλεις; Γιατί δεν γίνεσαι λεσβία, να έχεις έναν άνθρωπο με το μυαλό στο κεφάλι του; Τι να τον κάνεις τον μαλάκα; Άσ'τον να πάει να γαμηθεί, λέμε...".
Τίποτα.
Κάτι άλλο παιζόταν.
Απλά, δεν το είχα βρει.

Κι εγώ δεν είμαι άνδρας.
Είμαι γυναίκα.
Και δεν κάνω πίσω, όσα εμπόδια κι αν είναι μπροστά μου.
Όλα είναι θέμα χρόνου.

Θα ήταν πολύ απλό, δεν λέω, να μου άρεσαν οι γυναίκες.
Θα ξεμπέρδευα.
Το ότι μου άρεσαν, όμως, οι άνδρες, ήταν τόσο δεδομένο που δεν χωρούσε αμφισβήτηση.
Μόνον εξερεύνηση.

Αν τους μισούσα;
Ναι.
Τους σιχαινόμουν.
Αλλά μέσα μου υπήρχε κάτι που δεν καθόταν καλά.
Και αυτό το "κάτι" με έτρωγε, μου έπινε το αίμα, με αποδεκάτιζε...

Κοιτούσα γύρω μου, και οι γυναίκες είχαν έναν άνδρα δίπλα τους, μόνο για να τον έχουν.
Η κοινωνία; Οι γονείς τους; Ο φόβος της μοναξιάς;
Δεν ήξερα. Αλλά δεν δικαιολογούσα...
Έβλεπα ζευγάρια, που δεν είχαν καμμία σχέση μεταξύ τους. Απλώς, ήταν μαζί.
Ήταν αυτό αρκετό για να είσαι με κάποιον και να τον παντρεύεσαι κι όλα;
Το ότι είναι ένας κάφρος, πολύ κατώτερός σου, δε σου λέει τίποτα;
Ότι πρέπει να ψάξεις για κάποιον άλλο, που να αξίζει;
Κι εσύ κάνεις τα πάντα, για να είσαι μαζί του;
Όταν θα έπρεπε εκείνος να παρακαλάει να είναι μαζί σου;
Γιατί;

Βέβαια, κι εκείνες είχαν τις αντίστοιχες απορίες τους με εμένα.
Για ποιον λόγο, λέει, να θέλω να βρω έναν άνδρα για να τον κάνω ό,τι θέλω;
Μα εγώ, δεν ήθελα να βρω έναν άνδρα για να τον κάνω ό,τι θέλω.
Ήθελα να βρω έναν άνδρα που να θέλει να τον κάνω ό,τι θέλω.
Αυτό που είχαν εκείνες στο μυαλό τους, ήταν η επιβολή.
Έτσι το έβλεπαν.
Ok.

Αλλά εγώ δεν ήθελα την επιβολή.
Ήθελα την υποταγή.
Δεν ήθελα να επιβάλλομαι.
Ήθελα να μου υποτάσσονται.
Και αυτά τα 2, έχουν τεράστια διαφορά.

Αν ήθελα την επιβολή, δεν θα τρωγόμουν.
Θα είχα 10 και θα τους έσερνα κανονικά κι από τη μύτη.
Άνετα, λέμε.
Αλλά θα έσερνα από τη μύτη, ένα ανθρωπάκι από αυτά που κορόϊδευα;
Δεν υπήρχε περίπτωση.

Το "λίγο", μπορούσα να το κάνω "πολύ".
Το "τίποτα", δεν ήθελα να το κάνω "κάτι".

10.3.10

Chickens

Όταν γεννιέσαι με έναν Κυριαρχικό χαρακτήρα, είναι δεδομένο ότι θα υποστείς μεγάλες δοκιμασίες.
Όχι μόνο επειδή είσαι Κυριαρχικός χαρακτήρας αλλά επειδή γεννήθηκες και θηλυκό.
Σε μία αμιγώς ανδροκρατούμενη κοινωνία, γίνεσαι είδος προς εξέταση, φαινόμενο, φρικιό.

Δεν ησυχάζεις ποτέ.
Όλοι ζητούν να μάθουν.
Κι εσύ, πρέπει - πρέπει, δυστυχώς... - να εξηγείς και να εξηγήσαι.

Μερικά χρόνια μετά την εφηβεία, τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά.
Δεν καταλάβαινα.
Μου υποδείκνυαν μία θέση, στην οποία εγώ δεν χωρούσα.
Εγώ, λέει, ήμουν γυναίκα. Και έπρεπε να μάθω να φέρομαι σαν γυναίκα.
Γιατί εγώ, λέει, ήμουν αντράκι.

Ώπα.
"Αντράκι"...;

Σαν εκείνο που πήγαινε για τσιγάρα και δεν γύριζε ποτέ;
Σαν εκείνο που έδινε όρκους αιώνιας αγάπης και πίστης σε μία γυναίκα και μία μέρα δεν την ξανάπαιρνε τηλέφωνο;
Σαν εκείνο που έταζε λαγούς με πετραχήλια σε μία γυναίκα μέχρι να την πηδήξει και την επόμενη μέρα έκανε ότι δεν την ήξερε;
Σαν εκείνο που αρραβωνιαζόταν με μία γυναίκα αλλά δεν την παντρευόταν ποτέ;
Σαν εκείνο που άφηνε μία γυναίκα έγκυο και δεν πήγαινε ούτε στο μαιευτήριο, όταν εκείνη έκανε έκτρωση;
Σαν εκείνο που έκανε παιδί με μία γυναίκα αλλά δεν ήθελε να την παντρευτεί;
Σαν εκείνο που έκανε παιδί με μία γυναίκα και εξαφανιζόταν, γιατί ισχυριζόταν ότι δεν είναι δικό του;
Σαν εκείνον που μετά από χρόνια γάμου παρατούσε γυναίκα και παιδιά και έφευγε με την γκόμενα;
Σαν εκείνο που χτυπούσε μία γυναίκα;
Σαν εκείνο που χτυπούσε τα παιδιά του;
Σαν εκείνο που έκανε τον μάγκα στους φίλους του αλλά λέρωνε τις πάνες του όταν του έβαζε τις φωνές η μανούλα;

Σαν ποιο;
Αυτό ήταν το "αντράκι";
Γιατί αν ήταν αυτό, εγώ έπρεπε να εξουδετερώσω την νοημοσύνη μου.
Γιατί αν ήταν αυτό, η κότα θα έπρεπε να είναι γένος αρσενικό.

Εγώ έβλεπα μία γυναίκα να κάνει τα πάντα και έναν άνδρα να μην κάνει τίποτα.
Η μόνη διαφορά τους, ήταν στην μυϊκή δύναμη.
Κι επειδή εγώ δεν μπορούσα να ανοίξω ένα βάζο μαγιονέζα, ήμουν κατώτερη;
Ή, μήπως, επειδή δεν είχα αρχείδια;
Ο άνδρας, ήταν άνδρας, επειδή είχε αρχείδια;
Τι να τα κάνει η κότα τα αρχείδια;

Αν τα αρχείδια ήταν παράσημο, οι γυναίκες θα έπρεπε να κάνουν παρέλαση χειμώνα-καλοκαίρι, σε αναπηρικό καροτσάκι για να μπορούν να στέκονται από το βάρος.
Και στις θέσεις των επισήμων αχρήστων να κάθονταν οι άνδρες, με τα αρχείδια τους κρυμμένα μέσα στα βρακιά τους.

Εγώ νόμιζα, "αρχείδια" εννοούσαν ότι έχει κάποιος που κάνει πράξεις, κάποιος που είναι ικανός να αναλάβει δράση, να αντιμετωπίζει τα γεγονότα κατά πρόσωπο, να παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, που δεν παίρνει ποτέ τα λόγια του πίσω, που είναι - αν μη τι άλλο - παρών.
Το ανίκανο - όλο λόγια - λαμόγιο, που με την πρώτη δυσκολία πνίγεται σε μία κουταλιά νερό, σηκώνει τα χέρια ψηλά, αποποιείται των λεγόμενών του, απεκδύεται των ευθυνών του, τα μαζεύει και τρέχει στο κοτέτσι του, ήταν το "αντράκι";

Τότε αυτά τα αρχείδια που έλεγαν, ήταν μόνο γεννητικοί αδένες.
Και χρησίμευαν μόνο στην τεκνοποίηση.
Εγώ, μπορεί να είχα διαφορετικούς γεννετικούς αδένες αλλά είχα αρχείδια.

Κι αν εγώ, ήμουν πιο άνδρας από έναν άνδρα, ο άνδρας τι σκατά ήταν;

8.3.10

No One Like him

Μείναμε μόνοι, στο σαλόνι.
Δεν με κοιτούσε, δεν μου μιλούσε.
Καταλάβαινα ότι προσπαθούσε να ηρεμήσει αλλά δεν τα κατάφερνε...

Τον πλησίασα και του έπιασα το πρόσωπο.
Με κοίταξε με ένα κενό βλέμμα.
-Δεν θα μου μιλήσεις;..., κούνησα το κεφάλι μου.
Τίποτα...
-Κάτι...;
Έσφιξε τα χείλη του και κοίταξε τα δικά μου.
-Πες μου...
-Είπατε ότι έχετε ξεπεράσει τα όριά σας, κατά πολύ..., είπε σκληρά. Εμένα, μόλις τώρα μου συνέβη, Αφέντρα...

Του χαμογέλασα.
-Δηλαδή... έχεις μαζέψει ένταση...;, τον ρώτησα αθώα. (Περίπου...)
-Πολύ..., μισόκλεισε τα μάτια του.
-Ωραία... Θέλεις να πάρουμε τις εντάσεις μας, να τις πάμε στην Αθήνα... και να δούμε τι θα τις κάνουμε...;, τον ξαναρώτησα αθώα. (Περίπου...)
Ένα μικρό, συνεσταλμένο χαμόγελο, σχηματίστηκε στα χείλη του.
-Να υποθέσω, ότι αυτό σημαίνει "ναι";...
Χαμογέλασε πλατιά, κοκκινίζοντας.
-Είσαι σίγουρος;...
-Πολύ, Αφέντρα... Πολύ σίγουρος...
-Πολύ καλά, λοιπόν..., τον άφησα και έκανα ένα βήμα πίσω. Τότε, να υποθέσεις, ότι έχεις μπροστά σου μία ασθενή, που πρέπει να μεταφερθεί άμεσα στην Αθήνα, γιατί είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Μπορείς;

-Θα οδηγήσω εγώ!, είπε ευδιάθετος και βούτηξε τα κλειδιά, από το χέρι του Α.
Έτρεξα να τον πιάσω από το χέρι.
-Τον βλέπουμε τον δρόμο....;!, άνοιξα διάπλατα τα μάτια και τον κοίταξα με νόημα. Καθαρά...;!
-Τον βλέπω μια χαρά, Α...
-... ααα, μια χαρά τον βλέπει!, γύρισα και είπα στους άλλους, πιάνοντας την ατάκα στον αέρα.
-Τι του έκανες...;, ψιθύρισε και σήκωσε τους ώμους ο Α, όταν εκείνος κάθησε στη θέση του οδηγού.
-Τι θα του κάνω, να ρωτάς...

Σε όλο τον δρόμο, μιλούσαμε και γελούσαμε.
Κοροϊδεύαμε τον Β που γέμιζε αλεύρια όταν ανοίγαμε φύλλο, τον Α που δεν μπόρεσε να τσιγαρίσει ποτέ κρεμμύδι και το πετούσαμε με τα λάδια στο πίσω οικόπεδο, τον Γ που κάθε τρεις και λίγο μύριζε τις μασχάλες του όταν έτρωγε παστουρμά.
-Εγώ θέλω να ξέρω, αν ο Α είναι καλός στο κρεβάτι..., έλεγα με ύφος στον Χ.
Γελούσαμε συνέχεια.

Όταν μπήκαμε στην Αθήνα, τους πήρε η κάτω βόλτα...
Δεν μιλούσαν, και ο καθένας είχε πιάσει από ένα παράθυρο και κοιτούσε έξω.
Τους κοιτούσα, κι εγώ, εκ περιτροπής, περιμένοντας να δω που θα βγάλει.
-Πάλι κηδεία, ρε πούστη!, ξέσπασα. Έλεος, δηλαδή! Πως κάνετε έτσι;!
Τσιμουδιά...
-Θα συνέλθετε;! Δεν θα χωρίσουμε για πάντα! Κανονικά έπρεπε να είχατε χαλαστεί, όσο καιρό ήμασταν εκεί! Που ήταν και μια γκόμενα μαζί σας!
Δαγκώθηκαν.
-Ωωω! Σταματήστε! Μην κολλάτε σε μία λέξη! Εγώ την είπα! Όχι εσείς!
Άδικος κόπος...

Ο Χ πρότεινε να τους πάει σπίτι, και μετά να πάμε εμείς στο δικό μας.
Ξεσηκώθηκαν.
Όχι. Ήθελαν το αντίστροφο.
Φτάσαμε στο σπίτι, και τότε ήταν που έπεσε κανονική νέκρα-ησυχία...
Καθόμουν ανάμεσα στον Β και στον Γ, και γύριζα το κεφάλι μου, μία δεξιά-μία αριστερά.
Μόνο τα βλέφαρά τους κινούσαν.
Ο Α έπαιζε με τα κλειδιά του, σκυμμένος.
-Τι θα γίνει;..., ρώτησα τον Χ. Αυτοί έχουν αποσυνδεθεί από το σύμπαν. Μπορείς να βγεις, να με τραβήξεις από το παράθυρο;
-Γιατί δεν μιλάτε, τώρα;, έκανε κι εκείνος μία προσπάθεια.
Στο κενό η προσπάθεια...

Αφού μείναμε έτσι κανά τρίλεπτο, ο Α άνοιξε την πόρτα.
-Άντε, κατεβείτε..., είπε ανόρεκτα.
Κατεβήκαμε, πήραμε τα πράγματά μας, τα αφήσαμε στο πεζοδρόμιο, και περιμέναμε να δούμε που θα πάει το χάλι μας...
Και ξαφνικά, πέφτει στην αγκαλιά μου το χαϊδεμένο.
Έκανα λίγο πίσω, προσπαθώντας να ισορροπήσω, και κοίταξα με έκπληξη τον Χ.
-Ε, δεν είμαστε καλά..., μονολόγησα. Τι έγινε, τώρα;, τον ρώτησα.
-Νανάαα...
-Τι θέλεις, ρε κωλόπαιδο, "Νανά" και "Νανά";!
-Να γυρίσουμε πίσω!, δεν έλεγε να ξεκολλήσει.
-Πάρ'τε τον από πάνω μου! Μα την Παναγία, θα τον χαστουκίσω!
-Να με χαστουκίσεις! Δεν με νοιάζει!
-Πάει κι αυτός..., μονολόγησε ο Β, κάνοντας μία κίνηση με το χέρι.
-Ενώ εσύ...!, ξεκόλλησε από πάνω μου ο άλλος.
-Λοιπόν! Θα φύγετε, τώρα;! Ώρες είναι να τσακωθείτε, κι όλα! Άντε! Πηγαίνετε!
-Εγώ δεν σε αγκάλιασα!, διαμαρτυρήθηκε ο Β.
-Ρε, τι έχω πάθει..., κοίταξα τον Χ.
Χαμογελούσε ευτυχισμένος...
-Περάσαμε πολύ ωραία..., είπε ο Β. Αξέχαστη θα μας μείνεις! Κοίτα;!, έδειξε τις γρατζουνιές του.
Χαμογελούσα κι εγώ...
-Κι εγώ!, πετάχτηκε ο Α. Ούτε τώρα θα κρατήσω χαρακτήρα!
Τον φίλο τους, ούτε να τον χέσουν...

Μπήκαν στο αυτοκίνητο, και όταν έβαλε ο Α μπροστά τη μηχανή, πετάχτηκε το χαϊδεμένο.
-Κοίτα, Νανά!, κούνησε έξω από το παράθυρο τα αλουμινόχαρτα. Τώρα παίρνουμε κι εμείς σπανακόπιτα! Και cake! Γίναμε κι εμείς Χ!
-Όλοι μαζί, δεν κάνετε ούτε τον μισό, βλαμμένο μου!, έβαλα τα χέρια στη μέση. Δρόμο, τώρα!
Μέχρι να χαθούν από τα μάτια μας, ο Β και ο Γ είχαν βγάλει τα χέρια από το παράθυρο που ήταν από τη μεριά μας, και φώναζαν: "Γεια σου, Νανάαα!!!" συνέχεια.

Πήγε να πάρει τα πράγματά μας, και όταν η ματιά του έπεσε πάνω στη δική μου, σταμάτησε, με κοίταξε και μου χαμογέλασε αθώα...
Τον πλησίασα.
-Και τώρα, οι δυο μας...

7.3.10

The Last (Gun)Shot

Το Σάββατο ξυπνήσαμε αργά.
Καθόμασταν στην κουζίνα, και τρώγαμε πρωϊνό, προσπαθώντας να φτιάξουμε κλίμα.
Το κλίμα, όμως, ήταν στραβό από την προηγούμενη, και ο γάϊδαρος, το είχε φάει όλο...
Δεν ήθελαν να φύγουμε.
Τέλος.

Όταν είδαν και τον "παππού" να έρχεται, έγιναν κομμάτια.
Μέχρι να πάει να κάνει τον γύρο και να μπει από την είσοδο, δεν μιλούσε κανείς.
Λες και ερχόταν να μας συλλυπηθεί...

Μπήκε, με 2 τσάντες, να ξεχειλίζουν από πράγματα.
-Τι είναι αυτά, κύριε Μ;!, ρώτησε ο Α.
-Για την Νανά, είπε σκεπτικός.
-Α, όχι για 'μας;!, τον πείραξε.
-Όχι, τον έβαλε στη θέση του.
-Καθήστε, κύριε Μ, του είπα. Θα σας φτιάξω καφέ.
Δεν μιλούσε.

-Έχετε κάτι, κύριε Μ...;, τον κοίταξα, όταν άφησα τον καφέ στο τραπέζι.
-Σκεφτόμουν, αν θέλατε να μείνετε κι άλλο..., είπε διστακτικά. Αν θέλατε να μείνετε και για αύριο, τουλάχιστον...
-Δεν γίνεται, κύριε Μ, του είπε γλυκά ο Β. Θα βρούμε κίνηση. Εγώ και ο Γ, δουλεύουμε από 'βδομάδα. Ο Α, θα φύγει αύριο το πρωί, για να συνεχίσει τις διακοπές του, και ο Χ, το απόγευμα, για να γυρίσει πίσω στην Α. Να ξεκουραστούμε και λίγο...
-Να μείνει η Νανά;!, άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. Εγώ δεν θα το δώσω αλλού. Ποιος να το ζητήσει, μέσα Αυγούστου. Εγώ νοικιάζω με τον χρόνο. Να μείνει όσο θέλει. Μέχρι τον Σεπτέμβριο!
-Δουλεύει η Νανά..., του είπα συμβουλευτικά.
-Δεν θα πληρώσεις τίποτα!, είχε πάρει φόρα εκείνος. Δεν θέλω λεφτά! Να μείνεις όσο θέλεις!

Οι άνδρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
-Και τι θα πούμε στον άνδρα της, κύριε Μ;, τον ρώτησε ο Α, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος. Ότι την αφήσαμε πίσω; Μόνη της; Θα μας σκοτώσει!
Δεν έπρεπε να το πει...
-Να του πείτε, να μην την άφηνε μόνη, εκείνος!, του αντιμίλησε. Και δεν θα είναι μόνη της. Θα την προσέχω εγώ! Έχει ένα κορίτσι, σαν την Νανά, και την παρατάει; Αυτό να του πείτε, όταν θα 'ρθει. "Είπε, ο κύριος Μ, ότι δεν κάνεις καλά. Άλλοι θα παρακαλούσαν, για τέτοιο κορίτσι!" Να του το πείτε!

Τι να γράψω...;
Ότι μείναμε όλοι άφωνοι;...
Ότι ήταν που ήταν, έγιναν χειρότερα;...
Ότι το πρόσωπό του, είχε γίνει κατακόκκινο;...

-Κύριε Μ, είστε άδικος, τον μάλωσα. Ο καλός μου λείπει για το καλό μου. Εκεί που είναι, δεν είναι για διακοπές. Είναι γιατί έχει μία πολύ καλύτερη δουλειά, από ΄δω.
-Και τι να τα κάνει τα λεφτά;, επέμεινε. Ο άνδρας χρειάζεται μία γυναίκα. Μ' εκείνη θα κάνει πράγματα. Μόνος του, δεν κάνει τίποτα! Η γυναίκα σε νοικοκυρεύει. Αλλιώς, όσα και να βγάζεις, είσαι ρεμάλι. Να τον αφήσεις, αν θες να μ' ακούσεις! Δεν σ' αγαπάει! Να τον αφήσεις!
-Γιατί το λέτε αυτό, κύριε Μ;, προσπάθησε να τον σωφρονίσει ο Α. Δεν θα λείπει για πάντα. Τώρα γνωρίστηκαν τα παιδιά.
-Πόσο καιρό;, ζήτησε να μάθει.
-Μερικούς μήνες, είπε ο άλλος, που είχε αρχίσει να τα παίρνει.
-Μήνες;! Μήνες;! Και τι περιμένει; Να ρίξει το ρύζι;

Δεν γέλασε κανείς.
Ήταν όλοι ταραγμένοι.
Ο "παππούς", είχε γυρίσει για να μας κάνει απόσκατα...
-Μισό λεπτό, κύριε Μ, επενέβη. Για κάτσε. Τι θέλεις, δηλαδή; Να τον παντρευτώ κι από πάνω;! Κάτσε να δούμε πρώτα..., προσπάθησα να το ρίξω στην πλάκα.
Μάταια...
-Τι να κάτσω;!, δεν κρατιόταν ήσυχος στην καρέκλα του. Εγώ, αν σε γνώριζα όταν ήμουν νέος, δεν θα σε άφηνα και θα 'τρεχα έξω! Θα έμενα εδώ, να σε προσέχω και να σ'τα φέρνω όλα στο χέρι! Ή είμαστε άνδρες ή δεν είμαστε!

-Εγώ, πάω να μαζέψω τα πράγματά μου..., σηκώθηκε, μες στα νεύρα, ο Χ.
Τα μαζεμένα...
Ο "παππούς" συνέχισε τα "όταν" και τα "θα", μέχρι που σηκώθηκε να φύγει.
Και τότε, έριξε την χαριστική βολή...
-Χαλάλι σας, είπε όταν βγήκαμε στην πόρτα. Και που με ξεσηκώσατε να αδειάσω την αποθήκη, και που πήρα όλα τα πράγματα για να το φτιάξω, χαλάλι σας! Είπα "θα έρθουν τέσσερεις άνδρες, ποιος ξέρει για τι Σόδομα και Γόμορρα το θέλουν...". Αλλά δεν μου είπατε ότι θα έρθει και το κορίτσι. Ευτυχώς. Γιατί δεν θα σας έβαζα μέσα! Που να ξέρω ότι θα φέρνατε τέτοιο κορίτσι! Κυρία, σε όλα της! Σας είχε νοικοκυρέψει. Ούτε οι παντρεμένες δεν προσέχουν τόσο τους άνδρες τους! Να ΄ταν άλλη... Χαλάλι σας! Είχα κι εγώ παρέα το κορίτσι μας...
Δαγκώθηκαν.
Κοίταξε τον Χ.
-Τον νου σας στην Νανά, του είπε απειλητικά. Να την προσέχετε, σαν τα μάτια σας! Αν την αγαπάτε, να πιάσετε αυτόν που την παρατάει, και να λογαριαστείτε. Ένα κι ένα, κάνουν δύο, να του πείτε! Δεν μπορείς, κύριε, να έχεις τέτοιο κορίτσι και να το αφήνεις πίσω! Να δείτε, που θα 'χει άλλη αγαπητικιά, εκεί που είναι! Και το κοροϊδεύει το κορίτσι μας! Είστε υπεύθυνοι, εσείς που είστε φίλοι της!

Ο Β τράβηξε από το χέρι τον Χ, και μπήκε μπροστά του.
Δεν μπόρεσε, όμως, να του πάρει και το βλέμμα...
Είχε καρφωθεί στον "παππού", σαν να τον προειδοποιούσε ότι αυτές μπορεί να ήταν οι τελευταίες του λέξεις...
-Θα του το πούμε, κύριε Μ, θα του το πούμε..., τον έσπρωχνε μαλακά, να φύγει. Δεν τον ξέρεις τον φίλο μας. Ούτε πόσο την αγαπάει. Για 'κείνη τα κάνει όλα.
-Ναι, για 'κείνη!, έβαλε το στήθος του μπροστά το χαϊδεμένο. Και δεν την κοροϊδεύει. Την αγαπάει! Κι εμείς την αγαπάμε! Εντάξει; Δεν την πειράζει κανείς!

Ο "παππούς", απτόητος, κοντοστάθηκε.
Τους κοίταξε όλους, καχύποπτα.
-Τότε, να του πείτε ότι είναι πολύ τυχερός, είπε όταν πείστηκε. Και να έρθει, όσο γίνεται πιο γρήγορα, εδώ. Η τύχη του έχει ανοίξει, εδώ. Όχι εκεί που πάει. Καλό ταξίδι, να 'χετε, παιδιά μου.
Γύρισε σε εμένα.
-Νανά, να προσέχεις, κορίτσι μου, είπε συγκινημένος. Να μην αφήσεις κανέναν να σε παραβλέπει. Όποιος σ' αγαπάει, να σ'το δείχνει. Κρίμα, που δεν είμαι νεότερος... Δεν θα σε άφηνα να φύγεις, τώρα! Κι ας ερχόταν να σε πάρει, αν τολμούσε! Θα τον κανόνιζα εγώ!
Έφυγε.

Δεν μιλούσε κανείς.
Κοιταζόμασταν αμήχανοι και ξεφυσούσαμε, με τη σειρά.
Εκτός από εκείνον, που ήταν αλλού...
-Πάμε να βάλουμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο..., είπε διακριτικά ο Α
.
Συμφώνησαν και οι άλλοι, όπως-όπως.


Εκείνος ούτε μίλησε, ούτε κουνήθηκε.

6.3.10

Snapped Out

Μπήκαμε χαμογελαστοί στο σαλόνι, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Τα παιδιά άλλαζαν, ένας-ένας, και πήγα κι εγώ να κάνω το ίδιο.
Όταν βγήκα, έμεινα να τους κοιτάζω με έκπληξη.

Κάθονταν όλοι στο πάτωμα, απέναντι από το κρεβάτι.
Ποτά, σταχτοδοχεία, τσιγάρα, κάτω - τα δικά μου, στο κομοδίνο του.
-Να υποθέσω ότι έχει ανάκριση...;, ξεφύσηξα.
-Όχι!, είπε ο Β. Ήταν ωραία, και είπαμε να το ξανακάνουμε! Σε πειράζει;
-Όχι. Αν δεν πειράζει εσάς...

Κάθησα στο κρεβάτι, οκλαδόν, και τους κοίταξα.
Δεν μιλούσε κανείς.
-Πάλι αρχίσαμε τα ίδια...;, ανασήκωσα το φρύδι.
-Να μπορούσαμε να μέναμε κι άλλο..., είπε ο Γ. Περάσαμε ωραία...
-Ναι..., είπα. Ιδίως απόψε... Ήταν υπέροχα... Όλοι ήσασταν υπέροχοι... Θυμάστε την Πρωτοχρονιά; Όταν μπήκατε στο μαγαζί, είπα "Καλώς τους τρεις σωματοφύλακες!"...
-Ήμασταν τέσσερεις..., διόρθωσε ο Α.
-Εγώ, όμως, είχα ξεχωρίσει ήδη τον έναν..., του είπα με ένα περίεργο χαμόγελο.

Η διάθεσή τους έφτιαξε.
-Εγώ, όταν μας είπε ο Χ ότι θέλει να έρθεις κι εσύ, σκέφτηκα ότι θα ήμασταν αλλιώς..., παραδέχθηκε ο Β.
-Δηλαδή;, ήπια μια γουλιά από το ποτό μου.
-Ότι θα του φώναζες... ότι θα μας είχες σε απόσταση... ότι δεν θα περνούσαμε καλά..., είπε με δυσκολία.
-Και...;, του χαμογέλασα.
-Ήταν πολύ ωραία, ρε Νανά! Κι ας μας έτρεχες!, είπε ενθουσιασμένος.
-Κι ας γλυτώναμε και το ξύλο, στο παρά 5..., συμπλήρωσε ο Γ.
Γελούσαν...
-Μην το λες... Δεν φύγαμε, ακόμη..., του υπενθύμισα.
Γελούσαν περισσότερο...

-Εσύ, πέρασες καλά;..., ρώτησε ο Α.
-Ναι, είπα, εν μέρει, την αλήθεια.
-Εγώ δεν περίμενα να διασκεδάσουμε έτσι απόψε... ούτε να περάσουμε έτσι..., παραδέχθηκε ο Γ.
-Γιατί;, απόρησα.
-Γιατί δεν περίμενα να είσαι χαρούμενη... γενικά...
-Δεν καταλαβαίνω...
-Φανταζόμουν, ότι λόγω της σχέσης σας, θα ήσουν κουμπωμένη...
-Μονόχνωτη, ε;...
-Ναι, δεν θα ήθελες το ένα, δεν θα σου άρεσε το άλλο...
-Ε, δεν έπεσες και πολύ έξω..., έκανα μία κίνηση με το χέρι.

-Πέσαμε πολύ έξω!, είπε ο Β.
-Ναι! Είσαι κανονική!, είπε ο Γ.
-Κανονική...; Γιατί συνεχίζω να μην καταλαβαίνω...;
Μαζεύτηκαν.
-Θα μου πείτε; Όχι, αλήθεια, θέλω να μάθω...
-Τα παιδιά λένε..., ξεκίνησε ο Α να μπαλώνει.
-Τα παιδιά, θα πούνε μόνα τους, του έκοψα την κλωστή, κοιτάζοντάς τον αυστηρά, με ένα παγωμένο χαμόγελο. Λοιπόν...;, τους κοίταξα.
-Εγώ πίστευα ότι ήρθες μόνο για να ελέγχεις, τι κάνει και που πάμε..., είπε ο Β.
-Γιατί να το κάνω αυτό;..., ρώτησα αποσβολωμένη.
Δεν απαντούσαν.
-Μισό λεπτό, σήκωσα το χέρι. Το θέμα μας, νομίζετε, είναι το πήδημα;... Ότι τι, δηλαδή; Θα περίμενε τις διακοπές, για να ξενογαμήσει; Η Α δεν του έφτανε; Και, ας πούμε, ότι όντως, δεν του έφτανε. Εδώ έχει ήλιο, θάλασσα, οι περισσότεροι περιμένουν το καλοκαίρι για να ξεκαυλώσουν... Αλλά, τι διαστροφή είναι αυτή, να θέλει να είμαι κι εγώ μαζί του; Δεν θα έκανε τα αδύνατα-δυνατά, να είστε μόνοι; Είστε καθόλου καλά ή με κοροϊδεύετε; Σχέση, έχουμε. Μηνών. Δεν είμαστε χρόνια παντρεμένοι.

-Ήταν λάθος μας..., είπε ο Γ. Εσύ δεν είσαι έτσι... Κι εμείς δεν το ξέραμε...
-Εσείς, δεν μπορείτε να ξέρετε τίποτα, ακούστηκε η φωνή του αφέντη.
Γύρισαν απότομα και τον κοίταξαν.
-Καταλαβαίνω ότι την φοβάστε, σηκώθηκε. Αυτό που δεν καταλάβαινα, είναι το για πόσο μαλάκα μ' έχετε, τελικά...
Πήγε στην κουζίνα, να γεμίσει το ποτήρι του, και μέχρι να έρθει, του έλεγαν ότι δεν είναι έτσι, ότι τώρα κι εκείνοι σιγά-σιγά αρχίζουν να καταλαβαίνουν την σχέση, ότι καλώς έκανε και ζήτησε να πάω κι εγώ, ότι πέρασαν ωραία, ότι δεν έπρεπε να λέει κάτι τέτοιο.

Κάθησε ήσυχα στο πάτωμα και ακούμπησε την πλάτη του στον καναπέ.
-Για να δείτε πόσο μαλάκες είστε, σκεφτείτε μόνον αυτό, τους διέκοψε. Είστε μία εβδομάδα, μόνο, μαζί της, και δεν θέλετε να φύγουμε. Δεν θέλετε να φύγουμε, επειδή περνάμε ωραία, όπως περνάμε κάθε χρόνο...; Όχι. Δεν θέλετε να φύγουμε, γιατί είναι οι καλύτερες διακοπές που έχουμε κάνει.
-Επειδή είναι η Νανά μαζί..., κούνησε το κεφάλι του ο Β.
-Το λες εσύ, που δεν τη γούσταρες καθόλου, το θυμάσαι...;, έγειρε λίγο το σώμα του, προς τα μπρος. Το παραδέχεσαι. Θυμάσαι, τι έλεγες για την Νανά; Ότι είναι αδιάφορη, ότι δεν μιλιέται, ότι άδικα κάνω ό,τι κάνω, ότι θα με απορρίψει γιατί θέλει να με σέρνει... Τα έλεγες ή δεν τα έλεγες;
-Δεν την ήξερα τότε..., προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Δεν έμοιαζε έτσι, όμως; Και το ότι έτρεχες, δεν είναι αλήθεια;
-Έτρεχα... Δεν με έτρεχε..., ύψωσε τη φωνή του. Εσάς τρέχει μία εβδομάδα. Και δεν είδα κανέναν σας να διαμαρτύρεται... Γιατί;

Τσιμουδιά.
-Δεν είναι ωραίο, αυτό που κάνουμε απόψε..., είπα και κούνησα το κεφάλι. Τους φέρνεις σε δύσκολη θέση. Και το κάνεις μπροστά μου. Δεν είναι σωστό.
-Πρέπει να μπουν τα πράγματα στη θέση τους, είπε ήρεμα εκείνος. Κάθε χρόνο που πηγαίνουμε διακοπές, έχουν-δεν έχουν σχέση, πηδάνε ό,τι βρίσκουν. Κι εγώ, άμα μου κάτσει, δεν με βγάζω απ' έξω. Το ξενοδοχείο, σπάνια μας βλέπει. Φέτος γιατί δεν πήγαν ούτε μέχρι το beach bar; Απέναντι είναι, έδειξε με το χέρι του.
-Άλλες διακοπές είναι αυτές..., είπε ο Γ.
-Γιατί, σας ρωτάω... Γιατί είναι άλλες διακοπές;, τους είχε στο χέρι. Επειδή είστε με την αμίλητη/απλησίαστη, και τον μαλάκα, μαζί; Αν θέλω να είμαι μαλάκας, άλλαξε ο τόνος του, θα είμαι. Αν θέλετε εσείς να με έχετε για μαλάκα, κακό δικό σας. Πάντως, με την Νανά, πιο κοντά, δεν μπορούσατε να έρθετε.

Τσιμουδιά.
Ο Α σηκώθηκε και πήρε τα ποτήρια τους, να τα ξαναγεμίσει.
Όταν γύρισε από την κουζίνα, στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας.
-Αυτό, δεν έχει ξανασυμβεί, είπε σοβαρός. Και δεν μας πειράζει καθόλου, που είσαι μπροστά..., με κοίταξε. Είχαμε αυτό το άγχος, ότι κάτι δεν θα πάει καλά... αυτό είναι όλο. Ότι θα του κάνεις κάτι. Ότι θα θέλεις να είναι εκεί, με 'σένα, συνέχεια... Έτσι γίνεται, όταν ερωτεύεσαι...
-Τότε, Α, δεν πρέπει να είναι και τόσο ερωτευμένος, για να είναι εδώ, του είπα ήρεμα. Δεν θα ερχόταν καν, μαζί σας. Θα σας έλεγε "2 εβδομάδες έχω, είναι νέα η σχέση, θέλω να είμαι μαζί της". Και θα ήταν και πολύ λογικό. Αλλά δεν το έκανε. Δεν ήταν, λοιπόν, ότι δεν ήθελε να αφήσει τους φίλους του. Ήταν ότι ήθελε να είμαι κι εγώ, μαζί. Δεν νομίζω να συνηθίζεται κάτι τέτοιο... Διορθώστε με, αν είναι...

Ο Γ με κοίταξε.
Ήθελε κάτι να πει αλλά το σκεφτόταν.
-Πες το, Γ..., τον προκάλεσα.
-Εγώ χαίρομαι.
-Αυτό είναι!, παραιτήθηκα. Χαζό παιδί, χαρά γεμάτο... Γιατί χαίρεσαι εσύ, καμάρι μου;
-Χαίρομαι που έδιωξες την Β, χαίρομαι που έδιωξες τις δικές μας, χαίρομαι που ήρθαμε όλοι μαζί για διακοπές! Χαίρομαι που είσαι με τον Χ! Και να σου πω κάτι; Και να μας έριχνες και καμμία, δεν θα είχες άδικο! Τόσες μαλακίες άκουσες για 'μας!
Ξεσπάσαμε σε γέλια.
-Είδες τι κατάφερες;!, ρώτησε ο Β. Μέχρι και ο Γ, που σε τρέμει, δεν θα τον πείραζε να του 'ριχνες καμμιά!

Εκείνος καθόταν ήσυχος.
Κάπνιζε και έπινε το ποτό του, κοιτάζοντας τους άλλους, χαμογελαστός.
Ένοιωθε, ότι ο αφέντης μέσα του, είχε βάλει τα πράγματα σε τάξη...