28.2.10

Sun Effects

Το αγαπημένο μου στοιχείο της φύσης, είναι ο άνεμος.
Λατρεύω τους βοριάδες.
Κι αν είναι και θυελλώδεις, φτιάχνομαι τόσο, σαν να έχω βάλει τη μούρη μου μέσα σε ένα βουνό από coca.
Και γενικά.
Μου αρέσει η κίνηση. Σε όλα.
Ρούχα, μαλλιά, μουσική, τέχνες, κείμενα.

Αγαπάω, όμως, και το υγρό στοιχείο.
Τους καταρράκτες, κυρίως.
Και τα ποτάμια - όσο πιο ορμητικά, τόσο πιο καλά.
Μισώ τις λίμνες και τα λιμάνια.

Η θάλασσα είναι, για μένα, κάτι διαφορετικό.
Είναι ποίηση...
Δεν ξέρω γιατί.
Ίσως επειδή, τη βλέπω σαν γυναίκα.
Τη βλέπω σαν Domme...

Μπορεί να αλλάξει διάθεση, χρώματα, είναι απρόβλεπτη, τα νερά της μπορεί να είναι σμαραγδένια διάφανα, αλλά και σκοτεινά, σχεδόν μαύρα, μπορεί να είναι ζεστή, αλλά εκεί που στέκεσαι, να περνούν ψυχρά ρεύματα, κι εκεί που πας να αφεθείς, να ανατριχιάζεις ολόκληρος, και να σε ακινητοποιεί, ξεβράζει ό,τι της είναι άχρηστο, κρύβει θησαυρούς, στα σπλάχνα της γεννιούνται αμέτρητες ζωές, εμπνέει τους καλλιτέχνες, μαγεύει τους ναυτικούς.

Αυτό που με τρελαίνει, όμως, είναι όταν εκείνη θέλει, ανοίγει αυτή την τεράστια, αλμυρή αγκαλιά της, κι εσύ βουτάς μέσα της γυμνός.
Kι εκείνη αρχίζει να σε σηκώνει ψηλά...
Κι όσο κι αν τη φοβάσαι, αφήνεσαι να σε ξεμυαλίσει...
Όσο πιο πολύ της παραδίδεσαι, τόσο πιο πολύ σε καλεί να προχωρήσεις στα βαθιά...
Όσο πιο μακριά κολυμπήσεις στα κύματά της, τόσο πιο μικρός αισθάνεσαι...
Αλλά όσο πιο βαθιά της μπεις, τόσο πιο ψηλά σε σηκώνει...

Φωτιά, για μένα, σημαίνει ήλιος.
Τον ήλιο, τον βλέπω σαν γκόμενο.
Είναι εκεί.
Μπορεί να σου δώσει ζωή ή να σε κάψει ζωντανή.
Εκεί που σε χαϊδεύει, μπορεί να σε δαγκώσει.
Μπορείς να περπατήσεις στη σκιά, για να τον αποφύγεις ή στη μέση του δρόμου, για τον νοιώσεις.
Εκείνος έχει συγκεκριμένη τροχιά, συγκεκριμένη ένταση, συγκεκριμένο χρονικό διάστημα εμφάνισης, συγκεκριμένη επίδραση σε συγκεκριμένες περιόδους.
Κι από 'σένα εξαρτάται, πως θα σου συμπεριφερθεί...

Η γη, είναι μάνα.
Και για τη μάνα, δεν μιλάς.
Αισθάνεσαι.

Το καλοκαίρι, για 'μένα - μέχρι και έναν χρόνο πριν γνωρίσω τον Χ -, σήμαινε θάλασσα.
Μόνο.
Μου αρέσει, απίστευτα, το πρωϊνό μπάνιο, όταν η παραλία είναι άδεια, όταν έχω τη θάλασσα όλη δική μου.
Θέλω να είμαι μόνη μου, να κλωθογυρίζω μέσα στο νερό, να βλέπω τον ήλιο να ανεβαίνει ψηλά.
Όταν ο ήλιος φτάσει στο ψηλότερο σημείο, θέλω να φύγω.

Ένα έτος πριν τη γνωριμία μας, όμως, ανακάλυψα ότι είχα ένα θέμα με τον ήλιο...
Εκεί που ήμουν ξαπλωμένη στην παραλία, με μεγάλη παρέα, άρχισα να ψιλοθολώνω...
Να βλέπω τους γκόμενους, που περνούσαν από μπροστά μου, με άλλο μάτι... Υγρό...
Οι ενδορφίνες μου; Οι σεροτονίνες μου; Οι ντοπαμίνες μου;
Μια φορά, γκόμενα την είχε κάνει τη δουλειά.
Ο ήλιος και οι γκόμενες φασώνονταν, και την πλήρωνα εγώ.
Και μαζί με ΄μένα, την πλήρωνε και κάποιος που δεν χρωστούσε.
Όχι, ότι δεν του άρεσε...

Στα παιδιά, είχα πει το θέμα μου με τη θάλασσα, αλλά είχα αποκρύψει - επιμελώς... - το θέμα μου με τον ήλιο.
Δηλαδή, ότι μου αρέσει το μπάνιο στη θάλασσα, όταν ακόμα είμαι ζεστή από τον ύπνο, κι όταν την έχω κοντά μου, θέλω να πάω εκεί, αμέσως μόλις ξυπνήσω.
Και αυτή ήταν και η αλήθεια.
Όταν, όμως, με ρώτησαν γιατί δεν μένω, μέχρι να έρθουν κι εκείνοι, τους είπα ότι το δέρμα μου είναι πολύ ευαίσθητο, και καίγεται.
(Θα μπορούσε. Δεν θα μπορούσε;)
Είπαν κάτι για τις ομπρέλες, είπα κάτι σαν "και τι να το κάνω να κάθομαι;", και τους έπεισα.

Σίγουρα, δεν θα ήθελα να είμαι μαζί με τους φίλους του και να γυρίζω με το μαγιώ μπροστά τους, αλλά κι αυτό να μην ήταν, τι θα μπορούσα να κάνω με τον Χ, όταν το μάτι μου θα είχε αρχίσει να γυαλίζει;...
Ήλιος. 1 το κρατούμενο.

Όσο εκείνος έλειπε στα εξωτερικά, ήταν καλά.
Ό,τι κι αν μου ερχόταν, έλεγα "όπου να 'ναι, θα 'ρθει".
Κανένα πρόβλημα.
Τότε, όμως, ήταν η πρώτη φορά, που ήμασταν μαζί, για μία ολόκληρη εβδομάδα, και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα...
Άνδρας. 2 τα κρατούμενα.

Το γεγονός, ότι έπραττε ό,τι του είχα ζητήσει, με έκανε χειρότερα.
Δεν μου μιλούσε πολύ, δεν με κοιτούσε πολύ, δεν με πλησίαζε πολύ.
Κάθε πρωΐ, μόλις άκουγε τη συρόμενη, ανασηκωνόταν στο κρεβάτι του, και με κοίταζε με ένα ύφος, λες και τον εγκατέλειπα.
Κοιταζόμασταν για λίγο, και δεν ξέρω πως έπαιρνα τα πόδια μου, για να φύγω.
Προς το τέλος, δεν μπορούσα να τον δω καθαρά..
.
Υποταγή. 3 τα κρατούμενα.

Πόσο Domme, μπορεί να είσαι;
Πόσο Κυριαρχική, μπορεί να είσαι;
Το ότι είσαι Γυναίκα, μπορείς να το ξεχάσεις;
Πόση υπομονή και εγκαρτέρηση, πια;

Όταν ξημέρωσε Παρασκευή, ήμουν πέρα από τα όριά μου.
Είχε καρφωθεί κι αυτό το "ήταν" του, στο μυαλό μου...
Είχα γίνει, λέμε.
Ένα. Με τους χασίκλες και τα τζάνκια.

Άρχισα να τρώω τις σάρκες μου.
"Εσύ φταις! Τι τα ήθελες τα παραδείγματα;! Τι σε πείραξε η Coca Cola;! Άσ' τον εκεί, να του πέσουν τα δόντια! Δεν ήθελες να μπουκωθείς με το λουκανικάκι, και να βγάλεις τον σκασμό! Κοίτα τι έκανες τώρα! Όχι, κοίτα τι έκανες!"

Κι όμως.
Ήταν αδύνατον να με συνεφέρω.
Ένας, μόνο, μπορούσε.
Και το όνομά του, ήταν Χ.

Ναι.
Αυτός με τη γαμημένη την Coca Cola.

27.2.10

Confessions

Έσβησα το φως του μπαλκονιού, και κάθησα πολλή ώρα, με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι, κρατώντας το κεφάλι μου με τις παλάμες.
Η ναυτία δεν έλεγε να περάσει.
Μέσα στο σκοτάδι, προσπαθούσα να διώξω το "ήταν" του, και ό,τι συνέβη πριν φύγουν.

Σηκώθηκα αργά, άναψα ξανά το φως, κι άρχισα να μαζεύω το τραπέζι.
Μόνο μία γυναίκα μπορεί να καταλάβει, πόσο σωτήριο είναι να κάνεις τις δουλειές του σπιτιού, όταν δεν είσαι καλά, όταν προσπαθείς να ξεκολλήσεις από κάτι...
Έπλυνα τα πιάτα, τα σκούπισα, τα έβαλα στη θέση τους, και δεν έμεινε τίποτε άλλο που θα μπορούσα να κάνω.
Έβγαλα τα ρούχα μου, έσβησα όλα τα φώτα, άναψα τσιγάρο, και άρχισα να πηγαινοέρχομαι σε όλο το διαμέρισμα.

Μετά από λίγη ώρα, μέσα στην ησυχία, άκουσα βήματα στα χαλίκια.
Πλησίασα την ανοικτή μπαλκονόπορτα, και έβαλα το χέρι που κρατούσα το τσιγάρο, πίσω μου.
Με το αμυδρό φως, από τα φώτα του κεντρικού, διέκρινα τέσσερεις φιγούρες, να έρχονται προς το διαμέρισμα.
Δεν προλάβαινα να κλείσω το παντζούρι, κι έτρεξα πανικόβλητη να ντυθώ.
Κάτι δεν πήγε καλά...

Όταν άνοιξα την πόρτα, τους βρήκα να αφήνουν τα πράγματά τους στην τραπεζαρία.
Ήταν αμίλητοι, αδιάθετοι.
-Δεν κοιμήθηκες, Νανά;, ρώτησε ο Α.
-Όχι. Γιατί γυρίσατε;, ρώτησα πολύ σοβαρή.
Καμμία απάντηση.
Μείναμε για λίγο αμήχανοι.
Πέρασα ανάμεσά τους, έκλεισα παντζούρι και παράθυρο.
-Ανοίξτε τα air condition, βάλτε κάτι να πιούμε, και ελάτε να μιλήσουμε.

Πήγαν όλοι στην κουζίνα, κι εκείνος έμεινε να με κοιτάζει.
Ξέραμε ότι ήρθε αυτή η στιγμή, που αν δεν κάναμε μαζί αυτές τις διακοπές, μπορεί και να μην έρχονταν ποτέ...
Κάθησα οκλαδόν στο κρεβάτι του, και έπαψα να τον κοιτάζω κι εγώ, περιμένοντας να έρθουν οι υπόλοιποι.
Πήγαν να τραβήξουν καρέκλες.
-Όλοι κάτω. Στο πάτωμα, είπα ήρεμα.
Κάθησαν ένας-ένας οκλαδόν, απέναντί μου. Εκείνος στεκόταν όρθιος, ακόμη.
-Κι εσύ, του είπα στον ίδιο τόνο.

Δεν μιλούσε κανείς.
Κάπνιζαν, έπιναν, αλλά δεν έβγαζαν μιλιά.
-Λοιπόν; Γιατί γυρίσατε;
Τίποτα.
Τους κοιτούσα προσεκτικά, προσπαθώντας να βρω ένα ύφος να εξηγήσω.
-Τσακωθήκατε;..., έπρεπε να απομονώσω αυτή την περίπτωση.
Αρνήθηκαν έντονα.
-Έχει να κάνει με τον Χ;
Σιώπησαν οι μισοί.
-Έχει να κάνει με 'μένα, λοιπόν...
Σιώπησαν όλοι.

Πήρα βαθιά ανάσα, και άναψα ένα τσιγάρο.
-Ok, είπα φυσώντας τον καπνό. Ακούω.
Τίποτα.
-Να αρχίσω εγώ, τότε. Αυτό που έχω μ' εκείνον, δεν μπορώ να σας το εξηγήσω. Αλλά και να μπορούσα, δεν θα το έκανα. Σιχαίνομαι να μιλώ και για 'μένα και για την προσωπική μου ζωή. Από την άλλη, κατανοώ πλήρως, τη σχέση που έχετε μεταξύ σας. Αν ο φόβος σας είναι, αν κινδυνεύει αυτή η σχέση, από εκείνη που έχουμε εμείς, η απάντηση είναι ξεκάθαρα "όχι".
-Εγώ το φοβόμουν αυτό..., έκανε την αρχή ο Β.
-Εσύ, δεν με πήγαινες με την καμμία, χαρά μου. Το ξέρω...
Έσκυψε το κεφάλι.
-Δεν χρειάζεται να αισθάνεσαι άσχημα. Καταλαβαίνω. Το μουνί, σέρνει καράβι. Σωστά; Μόνο, που το δικό μου το μουνί, δε σηκώνει βάρη. Εκτός από άνδρες που θέλουν να συρθούν σε αυτό. Το καταλάβαμε;
Όχι...

-Τον Χ, δεν τον κάνεις ό,τι θέλεις;..., ρώτησε δειλά.
-Όχι. Ο Χ κάνει ό,τι θέλω.
-Τον χτυπάς, όμως..., είπε σχεδόν ψιθυριστά ο Γ.
-Ναι. Έτσι είναι η σχέση μας.
-Τον μισείς;..., ρώτησε.
-Τον λατρεύω.
Μπερδεύονταν όλο και πιο πολύ στις λέξεις μου.
-Πως λατρεύεις έναν άνδρα, που τον χτυπάς και τον ορίζεις;, ρώτησε με πραγματική απορία.
-Ακούστε. Αυτό που εσείς βλέπετε ως βία και κακοποίηση - πράγμα που το καταλαβαίνω απόλυτα -, για 'μας, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Για 'μας - όσο αλλόκοτο κι αν σας φανεί -, είναι έκφραση αγάπης και ερωτισμού. Αυτό που είναι ο Χ, δεν συνοψίζεται στην πρόταση "χαμένο κορμί" ή "καμμένος εγκέφαλος". Ούτε αυτό που είμαι εγώ, συνοψίζεται στην πρόταση "κακομαθημένη στρίγγλα" ή "μία, που εκδικείται τους άνδρες". 'Οσο περίεργο κι αν ακούγεται, εκείνος λατρεύει τις γυναίκες, κι εγώ λατρεύω τους άνδρες. Το είδος αυτής της λατρείας, όμως, δεν εξηγείται εύκολα.

Έμειναν πάλι αμίλητοι.
Τουλάχιστον τώρα με κοιτούσαν.
-Ok. Ας το πω διαφορετικά. Θέλετε όλο αυτό, να το πούμε "kinky stuff"; Ωραία. "Kinky stuff", λοιπόν. Μόνο που για 'μας, δεν είναι παιχνίδι. Είναι τα συναισθήματά μας. Είναι αυτό που μας έφερε κοντά, είναι αυτό που μας δένει. Όπως ο Χ έψαχνε για μία γυναίκα σαν εμένα, έτσι κι εγώ, έψαχνα έναν άνδρα σαν εκείνον. Βέβαια, δεν ήξερα ότι θα είχε και 3 αδέρφια, για να αναλύω... αλλά ok... Αφού φτάσαμε ως εδώ..., χαμογέλασα.
Χαμογελούσαν κι εκείνοι.
-Νανά..., είπε μαζεμένα ο Β. Δεν έχουμε τίποτα με 'σένα.
-Τώρα δεν έχετε τίποτα με 'μένα, τον διόρθωσα. Τώρα που ζούμε μαζί. Αλλά φρικάρατε με μία Coca Cola.
-Εσύ δεν θα φρίκαρες;, ρώτησε, δικαίως.
-Ναι. Μάλλον θα φρίκαρα. Αλλά απ' ό,τι είδατε, δεν τον απείλησα με κάτι. Δεν ήταν εκβιασμός. Ήταν επιθυμία. Και η δική μου επιθυμία, είναι η δική του ευχαρίστηση. Αυτό, δεν είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβετε. Έτσι δεν είναι;

Χ, δεν είχε ερωτευτεί πριν γνωρίσει εσένα, ακούστηκε βαριά η φωνή του Α. Κι από τότε, βλέπουμε τον φίλο μας να αλλάζει. Και δεν ξέραμε που θα φτάσει. Τι θα μπορούσες να του κάνεις. Πηγαίναμε στην Α, και μέχρι το άρωμα που φοράς, είχε δίπλα από το κρεβάτι του... Μιλούσε συνέχεια για 'σένα, νοίκιασε σπίτια, μας έβαζε να τρέχουμε να σε ψάχνουμε, και όλοι λέγαμε ότι τον παίζεις. Μετά έγινε και το σκηνικό στο πάρτυ, και φοβηθήκαμε περισσότερο. Ότι αν γινόταν κάτι, θα μπορούσες να τον κάνεις κομμάτια.
Σήκωσα το χέρι μου.
Έμεινα λίγο ακίνητη, κλείνοντας τα μάτια, προσπαθώντας να βάλω ό,τι ήθελα να πω σε τάξη.
-Ok. Αν μπορεί να καταστραφεί ένας άνδρας σαν τον Χ, από μία γυναίκα σαν εμένα, ναι, σας το υπογράφω, μπορεί. Εγώ, όμως, θα σας ρωτήσω κάτι. Τι είδους γυναίκα θα είναι αυτή - κατ' ουσίαν -, που θα θέλει να καταστρέψει κάτι, που το έψαχνε χρόνια; Μοιάζω για τόσο ηλίθια; Και, καλά, εγώ. Δεν με ξέρετε. Τον φίλο σας; Τον έχετε για τόσο μαλάκα; Τι είναι αυτό, απ' όσα είπατε ή σκέφτεστε, που θα μπορούσατε να του το χρεώσετε ως λάθος; Τι είναι αυτό, που κάναμε και δεν ήταν σωστό; Τι είναι αυτό, εν πάση περιπτώσει, που σας φοβίζει ακόμη; Η Coca Cola;
Έβαλαν τα γέλια.
Γελούσε κι εκείνος...

Τον κοίταξα, χαμογελώντας.
-Αλήθεια, είχες πάρει το άρωμά μου;
-Αλήθεια, Α..., πρόλαβε και το 'κοψε.
-Και που το βρήκες, βρε διάολε, αυτό το άρωμα;!, του πέταξα το μαξιλάρι. Μέχρι την Ιταλία πήγα, για να το βρω!
-Στο internet..., είπε συνεσταλμένα.
-Που να γαμήσω τα internet του κόσμου, με 'σένα που 'μπλεξα!
Γελούσαν όλοι.
-Τον αγαπάς;, ρώτησε ο Γ.
-Πολύ, του απάντησα αμέσως, κοιτώντας τον στα μάτια. Ό,τι κάνει, έχει μία λεπτότητα, μία ευαισθησία. Είναι πολύ σοβαρός, πολύ ευγενής, είναι ό,τι ζητούσα από έναν άνδρα. Και είναι τόσο μετρημένος, που ό,τι κάνει, δεν ξεπερνά τα όρια, για να φτάσει σε ακρότητες και σε μελοδραματισμούς, προκειμένου να με εντυπωσιάσει. Με εντυπωσιάζουν άλλα πράγματα σε 'κείνον. Δεν ξέρω πως θ' ακουστεί, αλλά δεν έχετε ιδέα τι είδους άνδρας είναι ο φίλος σας... Ιδέα, όμως...
-Είναι καλύτερος, από 'μας, αστειεύθηκε ο Β.
-Ναι, μωρή ψωνάρα! Καλύτερος από 'σένα!, απάντησα σαρκαστικά.

Άρχισαν όλοι να τον δουλεύουν και να τον πειράζουν, κι ο Χ γελούσε, με το μαξιλάρι αγκαλιά.
-Είναι κάτι άλλο, που δεν έχουμε πει;, τους ρώτησα.
-Εγώ θέλω κάτι να πω..., είπε ο Γ.
-Για την αγκαλιά, είπα ήρεμα και κούνησα το κεφάλι.
Ξανασοβαρεύτηκαν όλοι.
-Θέλεις να σου πω εγώ;..., τον ρώτησα.
-Ναι, απάντησε ανακουφισμένος.
-Ok. Μετά από τόσες μέρες μαζί, έχετε αρχίσει να με βλέπετε σαν μία μητρική φιγούρα. Ναι μεν, έχετε τον φόβο μου, αλλά έχετε αρχίσει να με αγαπάτε. Και αντιλαμβάνεστε, ότι σας αγαπάω κι εγώ. Για κάποιους, μπορεί να είμαι η αδερφή που δεν είχαν ποτέ. Και για ΄μένα, μπορεί κάπου-κάπως, να είστε οι γιοι που δεν έχω. Μία δεν ήθελαν εκείνοι; Τρεις θα ήθελα κι εγώ. Ας πούμε, ότι όλο αυτό, είναι μία προσομοίωση, λοιπόν.
-Έτσι θα τους μεγάλωνες;, ρώτησε ο Β. Όπως φέρεσαι σε 'μας;
-Έτσι ακριβώς, ακούστηκα απόλυτη. Αλλά δεν νοιώθω μαμά. Νοιώθω γυναίκα. Και δεν μου αρέσουν τα παιδιά. Μου αρέσουν οι άνδρες. Πολύ...

Οι άνδρες μου ήταν, πλέον, χαμογελαστοί.
Τους χαμογέλασα κι εγώ.
-Εσείς δεν έχετε κάτι να μου πείτε;..., ρώτησα με νάζι. Κάτι...; Οτιδήποτε...;
Ο Γ πετάχτηκε, σαν ελατήριο, όρθιος.
-Εγώ θέλω να πω!
-Εμ, δεν έχει προλάβει και κανείς άλλος να πει τίποτα, με 'σένα!, τον πείραξα. Λέγε!
-Ωραία!, είπε ενθουσιασμένος. Όταν ήρθαμε να πάρουμε τον Χ εκείνο το βράδυ, από το πάρτυ που είχατε πάει, λέγαμε όλοι στον δρόμο "τη γλύτωσε, δεν τον γουστάρει, και τον έφτυσε". Όταν τον είδαμε γονατισμένο, μπροστά σου, όταν φύγαμε, χτυπούσαμε τα κεφάλια μας στον τοίχο!
Πέσαμε όλοι κάτω, από τα γέλια.
-Και;!, τον προκάλεσα.
-Ε, τι "και"; Είπαμε, τον χάνουμε για πάντα! Θα μας χέσει και θα πηγαίνει με την γκόμενα συνέχεια! Αφού το είπες! Σέρνει καράβι!
-Όντως, συμφώνησα, πιάνοντας την κοιλιά μου.
Σηκώθηκε ο Β.
-Αυτό δεν ήταν τίποτα! Όταν μας έβαλε να μάθουμε εάν θα είσαι στον γάμο, θέλαμε όλοι να δούμε ποια είναι αυτή που του πήρε τα μυαλά! Γιατί, όταν είχε γυρίσει από εκείνο το πάρτυ, μας είχε ζαλίσει τον έρωτα με 'σένα! Τον παίρναμε τηλέφωνο, κι εκεί που μιλούσαμε με τις ώρες κάποτε, ρωτούσε τι κάναμε με 'σένα, και μας το 'κλεινε στα μούτρα! Ε, όταν ήρθε και μας είπε, ότι του είπες να μη σηκώσουμε τα μάτια μας πάνω σου ξανά... λέω... την πουτάνα... αυτή και θέλει να τον έχει του χεριού της και θα τον πάρει από 'μας!

Ξαναπέσαμε κάτω, από τα γέλια.
-Να πω κι εγώ το καλύτερο, σήκωσε το χέρι του ο Α.
-Εσένα δεν σου έχω πει να κρατάς χαρακτήρα;!, τον επέπληξα.
-Να πω αυτό, μόνο!, είπε χαμογελώντας. Εμένα αυτό που θα μου μείνει, είναι το πάρτυ... Όταν σε είδαμε να μην της μιλάς καθόλου, και να κάθεσαι άνετη και να την ακούς... Και τον Χ από την άλλη, να μην κάνει τίποτα... Είπα μέσα μου "Αυτός θα την είχε βγάλει έξω, σηκωτή! Εκείνη δεν τον αφήνει!" Είναι έτσι ή δεν είναι;!
-Έτσι είναι, κούνησα το κεφάλι. Όταν βρίσκεις αυτό που ζητάς, δεν έχεις ούτε μάτια, ούτε αυτιά, για κάτι άλλο. Υπάρχει μόνο το κέντρο της προσοχής σου. Για 'μένα, εκείνο το βράδυ, ήταν μία εκλογή, ένα ξεκαθάρισμα. Ήθελα να δω, τι είχε μεγαλύτερη σημασία για 'κείνον.
-Εσύ, είπε ήρεμα ο Γ. Αφού το ξέρεις...
-Ναι.

Κοιταζόμασταν και χαμογελούσαμε, ο ένας στον άλλον.
-Λοιπόν!, είπα και σηκώθηκα. Η πέτρα του σκανδάλου, πάει για ύπνο. Μπορεί αύριο να θέλει να βγει. Να έχει φροντίσει την επιδερμίδα της. Είμαστε όλοι εντάξει;
-Θα βγούμε αύριο;!, ενθουσιάστηκε ο Γ.
-Θα εξαρτηθεί. Αν έχει τελειώσει η ανάκριση μια και καλή. Αν είμαι ελεύθερη...
-Δεν θα ξαναρωτήσουμε τίποτα, είπε ο Α σοβαρός.
-Στ' αρχείδια μου!, του είπα. Και να ξαναρωτήσετε, θα σας στείλω στον φίλο σας! Δεν ξαναμιλάω για τα γκομενικά μου σε 'σας!
-Μία απορία, να πω, πριν φύγεις;, είπε ο Β. Γιατί του είπες να μη σε κοιτάζουμε;
-Γιατί δεν μου αρέσει, του απάντησα φεύγοντας.
-Σε όλες τις γυναίκες αρέσει να τις κοιτάζουν..., επιχειρηματολόγησε.
-Εγώ δεν είμαι "όλες οι γυναίκες", χαρά μου, του έδειξα το μεσαίο μου δάκτυλο, με την πλάτη γυρισμένη, πριν κλείσω την πόρτα του δωματίου μου.

Ξέσπασαν σε γέλια, και ξεκίνησαν να τον πειράζουν.
Τους άκουγα χαμογελαστή, καθώς γδυνόμουν, να πηγαινοέρχονται μες στο κέφι και την καλή διάθεση, καθώς ετοιμάζονταν για ύπνο, και μάζευαν τα πράγματά τους.
-Θα κοιμηθούμε;!, φώναξα.

Νέκρα-ησυχία.

26.2.10

Knowing Me, Knowing you

Οι καλοκαιρινές διακοπές, είναι δίκοπο μαχαίρι.
Το να μένεις με κάποιον άλλον σε ένα - ούτε καν σπίτι - δωμάτιο, για πόσες μέρες, είναι μεγάλη δοκιμασία για τη σχέση που έχετε.
Αυτός είναι και ο λόγος, που φίλες γυρίζουν ξεμαλλιασμένες, και ζευγάρια χωρίζουν, μόλις το πλοίο δέσει στο λιμάνι του Πειραιά.

Το να είσαι, λοιπόν, 24 ώρες το 24ωρο με τόσα άτομα, που δεν τα ξέρεις ούτε σε ξέρουν, δεν έχετε φύγει ούτε ένα 2ήμερο - να σε γνωρίσουν και να τους γνωρίσεις, κάπως -, είναι μεγάλο ρίσκο.
Η μία εβδομάδα, μας φάνηκε μήνας.

Έμαθα, όμως, τους χαρακτήρες τους.
Ο Α, ήταν νευρικός, σκληρός, ορθολογιστής, σταθερός, και γινόταν αρνί μόνο στον Χ.
Ο Β, ήταν λίγο ψηλομύτης, απίστευτος χιουμορίστας, απροσάρμοστος, ψιλομουνάκιας.
Ο Γ, ήταν πολύ ευαίσθητος, δεν έλεγε ποτέ κακό για κανέναν, αυθόρμητος.
Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον, και όλοι τους - ιδίως ο πρώτος - είχαν μεγάλη αδυναμία σ' εκείνον, γιατί τον έβλεπαν σαν τον μεγαλύτερο αδερφό τους.

Εμένα, δεν με έβλεπαν καλά.
Ναι μεν, σαν την "ιδιαίτερη" σύντροφο εκείνου, αλλά δεν μπορούσαν να βγάλουν ασφαλή συμπεράσματα, όσον αφορούσε τον χαρακτήρα μου.
Με φοβούνταν.
Και το ήξερα.
Και το ήξεραν, ότι το ήξερα.

Όσο περνούσαν, όμως, οι μέρες, η ατμόσφαιρα βάραινε.
Όταν είσαι με έναν άνθρωπο τόσο κοντά φυσικά, αποζητάς να έρθεις κοντά του και ψυχικά.
Κι αυτό δεν γίνεται χωρίς ερωτήσεις...

Την Πέμπτη, όταν παρατήσαμε το χαρτί, αρχίσαμε να τρώμε ό,τι είχε μείνει.
-Λοιπόν. Μεθαύριο, φεύγουμε. Και δεν έχετε βγει πουθενά. Σήμερα που στο beach bar θα έρθει αυτός για την αρπαχτή, θα μαζευτεί και κόσμος από τις γύρω περιοχές. Δεν πάτε, να γκομενίσετε κι όλα;
-Θα έρθεις κι εσύ;, ρώτησε ο Γ.
-Για να γκομενίσω; Έχω άνδρα, ευχαριστώ.
-Για να βγεις μαζί του!, πρότεινε ο Β.
-Ο καλός μου, έχει έρθει με τους φίλους του διακοπές. Το πως και γιατί βρέθηκα εγώ εδώ, είναι άλλο θέμα. Πηγαίνετε να διασκεδάσετε. Είναι ωραίες οι αντροπαρέες.

Σώπασαν.
Καταλάβαινα ότι ήθελαν να ρωτήσουν κι άλλα.
-Δεν έχει σημασία να είσαι μαζί του;, ρώτησε δειλά ο Α.
-Μεγάλη. Αλλά εσύ με ρωτάς, αν θέλω να είμαι συνέχεια. Και η απάντηση είναι, όχι. Αυτό που μου δίνει ο Χ τα Σαββατοκύριακα που έρχεται, δεν μπορεί να μου το δώσει άλλος άνδρας, ούτε σε μία εβδομάδα. Αν μου λείπει, ναι, μου λείπει. Αλλά μου αρέσει που μου λείπει.
Αντί να καταλάβουν, μπερδεύονταν περισσότερο.
-Δηλαδή, δεν θα ήθελες να ήταν εδώ;, επέμεινε.
-Όχι. Αν σταματούσε κάτι που ήταν σημαντικό γι' αυτόν, εξ' αιτίας μου, όχι. Δεν θα ήθελα. Ούτε αυτό που γίνεται τώρα μου αρέσει. Να είμαι ανάμεσα σε τέσσερεις φίλους, επειδή είμαι η γκόμενα του ενός. Αλλά είπαμε, αυτό είναι άλλο θέμα. Για να το πω απλά. Και στην άκρη του κόσμου να πήγαινε - να έκανε μήνες, όχι εβδομάδα, για να είναι μαζί μου -, και μόνο που υπάρχει ένας άνδρας σαν εκείνον, και είναι δικός μου αυτός ο άνδρας, μου αρκεί.

Και έγινε η ερώτηση, που δεν έπρεπε να γίνει τόσο σύντομα...
-Γιατί;, ακούστηκε ο Γ.
Γύρισαν και τον κοίταξαν, σαν να του έλεγαν να σκάσει.
Εκείνος δεν κοιτούσε κανέναν μας, τόση ώρα.
Έτρωγε, κοιτάζοντας το πιάτο του, αμίλητος, ανέκφραστος, αμέτοχος.
-Γιατί..., έψαχνα τις λέξεις. Γιατί... ας πούμε ότι κάνει πράγματα
για 'μένα, που τον βγάζουν εκτός εαυτού... Και δεν εννοώ ότι σπάει βιτρίνες.
Τον κοίταξα.
-Ας πούμε... ότι αυτή είναι η τελευταία Coca Cola που πίνει.
Τρελάθηκαν...
Τρελάθηκε...
-Δεν είναι...;, τον ρώτησα.
Χαμογέλασε.
-Ήταν..., είπε ήσυχα και έσπρωξε το ποτήρι.

Έπεσε βαριά σιωπή.
Εκείνοι προσπαθούσαν να χωρέσουν στο μυαλό τους, τι είχε γίνει, κι εγώ δάγκωνα σίδερα μέσα μου, για να μη ξεφύγω με την λέξη που είχε πει...
Ένοιωθα τα πάντα να γυρίζουν και το στομάχι μου να ανακατεύεται...
Έπρεπε να σταματήσω όλο αυτό, γιατί δεν ήξερα τι μπορούσα να έκανα, στο σημείο που με είχε φτάσει με το "ήταν" του...

-Λοιπόν!, σηκώθηκα απότομα. Ετοιμαστείτε να βγείτε. Οι γκόμενες, περιμένουν. Μόνο πηγαίνετε να ξυριστείτε, γιατί είστε σαν τα γυφτάκια, τόσες μέρες! Μήπως δω κι εγώ λίγο καθαρό ανδρικό δέρμα, πριν φύγετε! Ακόμα κάθεστε;! Άντε, λοιπόν!
Σηκώθηκαν απρόθυμα, έβαλα μουσική και άρχισαν να ετοιμάζονται.
Εκείνος σηκώθηκε τελευταίος και με πλησίασε.
-Μπορώ να μην πάω μαζ..., ξεκίνησε να λέει χαμηλόφωνα.
-Φύγε..., του είπα με ένα πολύ βεβιασμένο χαμόγελο, για να μην καταλάβουν οι υπόλοιποι. Φύγε, μακριά μου... Μία μέρα έχει μείνει ακόμη... Έχω ξεπεράσει τα όριά μου, κατά όσο δε φαντάζεσαι... Μπορείς να φύγεις, τώρα;...

Μπήκαμε μέσα, τα αγόρια ξυρίζονταν, ντύνονταν, έβαζαν αρώματα, πειράζονταν.
Τον έβλεπα να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να κάνει κι εκείνος το ίδιο, κι εγώ ακόμη μεγαλύτερη, για να δείξω άνετη.
Όταν τελείωσαν και ήταν έτοιμοι να φύγουν, προσεφέρθησαν να μαζέψουν το τραπέζι, πρώτα.
-Αφήστε τα τραπέζια!, τους είπα στην παραζάλη μου. Πηγαίνετε να πάρετε κανένα προφυλακτικό, να είστε ετοιμοπόλεμοι! Μη τυχόν μου φέρει κανείς γονόρροιες και κονδυλώματα, στα σεντόνια! Θα σας τους κόψω φέτες! Julien! Φύγατε!

Και τότε, έγινε κάτι, από 'κείνα που δεν τα περιμένει κανείς, που δεν ξέρει πως να αντιδράσει, όταν συμβαίνουν...
Εκείνοι έφευγαν - μ' εκείνον πρώτο... -, κι εγώ κοίταξα για λίγο το τραπέζι, σαν να ήταν η σανίδα σωτηρίας μου.
Αυτό που θα έκανε να πάρω το μυαλό μου από το "ήταν" του.
Πήγα στο κεφαλόσκαλο, για να τους συνοδεύσω.
Όπως προχωρούσε μπροστά εκείνος - κανένα μέτρο μετά ακολουθούσε ο Α, στην ίδια περίπου απόσταση πίσω του ο Β -, ο Γ μόλις είχε κατέβει το τελευταίο σκαλοπάτι, και έμεινε ακίνητος.
-Άντε, ρε μαλάκα, θα 'ρθεις;!, είχε γυρίσει ο Β και του έλεγε χαμηλόφωνα.
Σταμάτησαν και γύρισαν και οι άλλοι.

Ανέβηκε, στάθηκε 1 σκαλοπάτι πιο κάτω από 'μένα και με κοίταξε περίεργα.
Και με αγκάλιασε...
Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα, από την έκπληξη, και μπορούσα να καταλάβω μέσα στο σκοτάδι, ότι και οι άλλοι είχαν παγώσει.
-Νανά...
-Ξέρω... Πήγαινε...
Όπως έβγαινε από την αγκαλιά μου, είδα πίσω του τον Β...
Όταν τον προσπέρασε ο Γ, ανέβηκε στο ίδιο σκαλοπάτι.
-Δεν έχω αγκαλιάσει ποτέ μία γυναίκα, φιλικά..., ομολόγησε, σαν να 'ταν ένοχος.
-Δεν είμαι φίλη σου, Β. Ούτε το είδος της γυναίκας, που έχεις στο μυαλό σου.
-Το κατάλαβα..., άνοιξε την αγκαλιά του και με έσφιξε για λίγο, πριν γυρίσει να φύγει.
Πήγε και στάθηκε δίπλα στον Γ, που τον περίμενε.

Δεν πρόλαβαν να ξεκινήσουν, και ο Α ερχόταν με μεγάλα βήματα στο μέρος μας.
-Κι εσύ, τέκνον Βρούτε;..., τον ρώτησα καθώς σταμάτησε στο σκαλοπάτι. Εσύ έπρεπε να κρατήσεις χαρακτήρα, προσέθεσα χαμογελαστή.
-Εγώ θέλω να σ' αγκαλιάσω, από τότε που σ΄ερωτεύτηκε ο Χ..., χαμογέλασε κι εκείνος.
-Από παλιά, δηλαδή...., έκανα μία αστεία κίνηση.
-Ναι... από τότε..., με κράτησε στην αγκαλιά του.
Κατέβηκε, και προχώρησε λίγο μετά από τους άλλους.
Οι άλλοι, όμως, είχαν μείνει να κοιτάζουν αυτόν που δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του...
Σταμάτησε κι εκείνος, και έκανε το ίδιο.

Εκείνοι κοιτούσαν εκείνον, εκείνος κοιτούσε εμένα, εγώ κοιτούσα εκείνον.
Ήξερε ότι δεν έπρεπε να έρθει.
Ήξερα ότι δεν θα το έκανε.
Μείναμε έτσι, όλοι, για λίγο...
Μέχρι που εκείνος, έκανε μεταβολή, με σκυμμένο κεφάλι, και έφευγε.
Τα παιδιά γύρισαν, με κοίταξαν για λίγο, και τον ακολούθησαν κι εκείνα.

Όταν επέστρεψαν, τα πράγματα είχαν αλλάξει.

25.2.10

The 5th Dwarf

Σε όλα τα άλλα διαμερίσματα, έμεναν οικογένειες.
Εκτός, από έναν ηλικιωμένο, που έμενε στο 1ο διαμέρισμα δεξιά, στον 2ο όροφο.
Καθόταν ώρες στο μπαλκόνι, προσέχοντας τα παιδιά και κοιτάζοντας το δρομάκι, μήπως πάει κανένα και το χτυπήσει αυτοκίνητο.
Τα μικρά, έκαναν σαν τρελά για τον "παππού".

Ο "παππούς", όμως, ήταν πολύ κλειστός άνθρωπος.
Κι όσο τα παιδιά τον αγαπούσαν, τόσο οι γονείς τον φοβούνταν.
Δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου, δεν είχε επαφές με τους γείτονες.
Πρόσεχε τον κήπο του και τα παιδιά.
Τίποτε άλλο δεν έκανε.

Προφανώς, όταν πήγαμε εμείς, του φάνηκε περίεργο το "μία γυναίκα-τέσσερεις άνδρες", και την Κυριακή το πρωΐ - όταν τα παιδιά έφυγαν -, είπε να επιθεωρήσει.
Ήμουν στην κουζίνα, με τα εσώρουχά μου, και κάτι έκανα.
Όλοι κοιμόνταν τα πρωϊνά - ή, και να είχαν ξυπνήσει, φρόντιζαν τα παιδιά τους -, κι έτσι είχα αφήσει την πόρτα της κουζίνας ανοικτή, με την κουρτίνα τραβηγμένη.
Και ξαφνικά, βλέπω τον "παππού" να περνά απ' έξω και, μόλις οι ματιές μας διασταυρώθηκαν, εκείνος έκανε να κλείσει τα μάτια και να γυρίσει το κεφάλι από την άλλη, ενώ εγώ, βούτηξα την πετσέτα που είχα βγει από το μπάνιο, και την τύλιξα όπως-όπως γύρω μου!
Εκείνος θα πρέπει να είχε υποστεί ένα μικρό σοκ, γιατί είχε μείνει ακίνητος, και δεν έλεγε να ανοίξει βήμα.

Βγήκα στο μπαλκόνι.
-Καλημέρα. Με συγχωρείτε, δεν ήξερα ότι θα μπορούσε να περάσει κάποιος, τέτοια ώρα, από 'δω, του είπα σοβαρά.
-Όχι! Όχι! Εμένα να με συγχωρείτε, που πέρασα..., τα είχε χαμένα. Το κεφάλι δεν το είχε γυρίσει, ακόμη.
-Με λένε Νανά, προέτεινα το χέρι μου, πάνω από τα κάγκελα.
Γύρισε και κοίταξε μία το χέρι μου, μία εμένα. Δίστασε.
-Εγώ είμαι ο Μ, είπε ντροπαλά, δίνοντάς μου το δικό του.
-Μένετε εδώ;
-Ναι, είναι δικό μου.
-Το διαμέρισμά μας;
-Όλα τα διαμερίσματα.
-Ω, τότε θα ξέρετε και ποιος έχει τον μικρό κήπο, πίσω, στη θέση του parking!, ενθουσιάστηκα.
-Εγώ τον έχω..., έσκυψε λίγο το κεφάλι.
Χαμογέλασα.
-Έχετε πιει καφέ;
-Έχω πιει... Νωρίς... Στις 6...
-Πρέπει να είναι 11-12. Θέλετε να πιούμε έναν μαζί; Δεν κάνω καλό καφέ, αλλά θα ήθελα πάρα πολύ να μιλήσουμε για τον κήπο σας... αν δεν έχετε αντίρρηση...
Το σκέφτηκε. Το ξανασκέφτηκε.
-Αλήθεια, θα το ήθελα πολύ... Τα παιδιά, είναι για μπάνιο. Θα μου κάνετε και παρέα.
-Είναι ανοικτή η πόρτα;, ρώτησε σκεπτικός.
-Μέχρι να αλλάξω, θα την έχω ανοίξει, του φώναξα, τρέχοντας προς τα μέσα.

-Περάστε, του είπα, κάνοντας χώρο, χαμογελώντας.
Αφού κοίταξε δεξιά-αριστερά - λες και θα τον κάρφωνε κανείς -, προχώρησε με μικρά βηματάκια.
Περιεργάστηκε τον χώρο και πήγαμε στην κουζίνα.
Ετοίμασα τους καφέδες και καθήσαμε στο τραπέζι.
-Πείτε μου τώρα για τον κήπο!, σταύρωσα τα δάκτυλα πάνω στη ξύλινη επιφάνεια. Τι έχετε σπείρει;!
-Όλα τα ζαρζαβατικά... Ντομάτες, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, πατάτες..., είχε σηκώσει τους ώμους. Καθόταν μαζεμένος, ανάμεσα στον τοίχο και το ψυγείο... Σας αρέσουν οι λαχανόκηποι;...
-Πολύ! Δεν είναι ωραία, να έχεις σπείρει κάτι εσύ και να το βλέπεις να μεγαλώνει, και να το φροντίζεις μέχρι να γίνει, κι όταν το κόβεις να νοιώθεις υπερήφανος που τα κατάφερες;! Εμείς στην Αθήνα, τρώμε ό,τι άχρηστο μας προμηθεύουν. Δεν είναι το ίδιο να κόβεις την ντομάτα από τον κήπο και να μυρίζει όλη η κουζίνα με την πρώτη μαχαιριά, με το να κόβεις την ντομάτα από το super market. Κανένα λαχανικό δεν έχει γεύση ή μυρωδιά. Την ψάχνεις...

-Εσείς, είστε ζευγάρι με κάποιον από τα παιδιά;, είχε αλλού τον νου του εκείνος.
-Όχι. Είμαστε όλοι φίλοι. Παρέα.
-Εσείς τους μαγειρεύετε;
-Όχι. Εκείνοι μαγειρεύουν, κι εγώ τους δείχνω.
-Και το σπίτι;
-Το σπίτι...;
-Εκείνοι το κάνουν;
-Ελάτε μαζί μου, του είπα μαλακά και σηκώθηκα από τη θέση μου.
Με ακολούθησε στον διάδρομο.
-Αυτό είναι το δωμάτιό μου. Κι αυτό, είναι των 2. Οι άλλοι 2, κοιμούνται εκεί, του έδειξα το σαλόνι. Όπως βλέπετε, είναι όλα εν πλήρει τάξει. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον χώρο του και τα πράγματά του. Εγώ δεν είμαι υπηρέτρια. Είμαι γυναίκα.

Ξαναπήγαμε στην κουζίνα.
-Εσείς; Μένετε μόνος; Με την οικογένειά σας;
-Η γυναίκα μου πέθανε πριν τρεις μήνες..., είπε λυπημένος.
-Με συγχωρείτε... Δεν ήθελα να σας στενοχωρήσω..., είπα πιο λυπημένη.
-Δεν πειράζει... Ήταν πολύ καλή γυναίκα... Η ψυχή της... Μ' άφησε μόνο μου...
-Τώρα, να ρωτήσω αν έχετε παιδιά ή...
-Δεν μπορούσε να κάνει παιδιά... Δεν με πείραζε... Ήταν πολύ καλή γυναίκα... Την αγαπούσα... Δεν με πείραζε... Εκείνη πείραζε... Μ' αυτόν τον καημό, έφυγε...
-Έχετε, όμως, του κόσμου τα παιδιά στην αυλή σας, κάθε καλοκαίρι..., προσπάθησα να του αλλάξω τη διάθεση. Όλα έρχονται εδώ, για να παίξουν...
-Εγώ έστρωσα το χαλίκι και πήρα και τις κούνιες και όλα... Για να μαζεύονται... και να τα βλέπουμε... της μακαρίτισσας της άρεσε αυτό..., είπε ντροπαλά.

Δεν μπορούσα να μη χαμογελάω... Ήταν τόσο γλυκός...
-Και πάντα τα διαμερίσματα, τα νοικιάζαμε σε οικογένειες με παιδιά... Για να τα βλέπουμε...
-Και σε 'μας;... Πως κάνατε εξαίρεση;..., έδιωξε η απορία το χαμόγελο.
-Με έπαιρναν κάθε μέρα 10 τηλέφωνα! Ήρθαν από 'δω, όχι όλοι, τρεις ήρθαν, και μου έδιναν όσα-όσα, για να μη το δώσω αλλού! Μου έλεγαν ότι δεν βρίσκουν, ότι το θέλουν για μία εβδομάδα και ότι πρέπει οπωσδήποτε να τους το δώσω. Τους είπα, ότι δεν έχω που να δώσω τα πράγματα, και ότι δεν μπορώ τέτοια εποχή να κάνω τέτοιες δουλειές.
-Συγγνώμη, σήκωσα λίγο το χέρι. Ποια πράγματα; Τι εννοείτε;
-Αυτό το διαμέρισμα, το είχα αποθήκη.
-Αποθήκη...; Πότε...;
-Όταν ήρθαν και το είδαν. Αποθήκη ήταν.
Είχα μείνει μαλάκας... Με το στόμα ανοικτό...
-Δεν το ξέρατε;, έσκυψε λίγο το κεφάλι απορημένος.
-Όχι... Για πείτε μου... Και...;
-Ε, ήρθαν, με παρακάλεσαν, είπαν ότι θα το αναλάβουν εκείνοι, μιλούσαν με κάποιον στο τηλέφωνο, και μου είπαν ότι είναι ανάγκη, για κάποιον που θα έρθει από το εξωτερικό, και τους είχε δώσει προθεσμία, και δεν προλάβαιναν να ψάξουν αλλού.
-Και...;, είχα τρελαθεί, λέμε...
-Και ήρθαν, το άδειασαν, το έβαψαν, κι εγώ πήρα όλα αυτά..., έδειξε τον χώρο.
-Γι' αυτό είναι όλα καινούρια..., έβγαζα συμπέρασμα, μονολογώντας.
-Ναι! Όλα είναι καινούρια! Και το πλυντήριο και τα κρεβάτια και τα τραπέζια, όλα, όλα!

Σηκώθηκε.
-Να φύγω, να πάω να ποτίσω..., δικαιολογήθηκε αμήχανα.
Χαμογέλασα.
-Εντάξει... Εγώ τέτοια ώρα, επιστρέφω από τη θάλασσα. Εάν περάσετε καμμιά φορά, ελάτε πάλι...
-Εσείς γιατί δεν πάτε μαζί με τα παιδιά, για μπάνιο;, ρώτησε.
-Γιατί δεν είναι σωστό να γυρίζει μία γυναίκα ημίγυμνη, μπροστά σε τέσσερεις άνδρες.
-Μα είστε στη θάλασσα...
-Ναι, αλλά είμαστε φίλοι. Όχι αδέρφια. Οπότε, εκείνοι είναι άνδρες, κι εγώ είμαι γυναίκα. Δεν είναι σωστό. Πήγα μία φορά, όταν ήρθαμε. Για την παρέα. Δεν μπορεί να γίνεται αυτό κάθε μέρα... Εγώ πηγαίνω όταν ξυπνάω, κι εκείνοι το ίδιο. Απλά, δε συμπίπτουν οι ώρες μας. Εξ' άλλου, τους ξέρετε τους άνδρες. Όλο και καμμιά ξεβράκωτη θα κυνηγήσουν. Εγώ τι να κάνω; Να τους προσέχω με την απόχη; Δεν είναι πράματα αυτά!
Χαμογέλασε για πρώτη φορά.
-Εσάς πρέπει να προσέχουν, είπε χαμηλόφωνα.
-Με προσέχουν. Και, μάλιστα, πολύ. Δεν θα ήμουν εδώ, διαφορετικά.

Ο "παππούς", έφυγε.
Αλλά ξαναήρθε.
Όταν βγήκα να απλώσω μαγιώ κτλ, βρήκα μία πλαστική ποδιά στο μπαλκόνι, με ντομάτες, αγγουράκια, μαϊντανό και κρεμμύδια...
Τρελάθηκα! Τρελάθηκα, όμως...

Κάθε πρωΐ, όταν έφευγαν τα παιδιά, ερχόταν δειλά στο πίσω μπαλκόνι, μετά - όταν τον έβλεπα - ερχόταν από μπροστά, και του έψηνα καφέ. Ήταν ο μόνος που έμπαινε από την πόρτα της εισόδου, σε εκείνο το διαμέρισμα.
Κάθε μεσημέρι, πριν γυρίσουν τα παιδιά, μου άφηνε - στο γνωστό μέρος - ό,τι έκοβε από τον κήπο του, και η κουζίνα γέμιζε αρώματα...
Τα παιδιά, άρχισαν τα πειράγματα, του στυλ "βρε, τον παππού...!", "πάει, Χ, θα σ' την κλέψει ο παππούς!", "τι καλό έχουμε από το μποστάνι του θαυμαστή, σήμερα;", "ε, ρε και να τον πιάσει κανείς καμμιά μέρα να πηγαινοέρχεται...", και γελούσαμε τρελά!

Δεν τους είπα, όμως, τι είχα μάθει...
Απλά, όταν τους κοιτούσα - μετά από εκείνη τη μέρα -, καταλάβαινα πόσο αγαπούσαν τον Χ.
Κι όταν κοιτούσα εκείνον, καταλάβαινα πόσο αγαπούσε εμένα...

Διάολε...
Είναι τόσο ωραία πλάσματα οι άνδρες...

24.2.10

Snow White And The 4 Dwarfs

Εκείνες οι διακοπές ήταν, by far, οι καλύτερες που έχω κάνει.
Η κάθε μέρα, ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μου.

Ή, μάλλον, την έκοβαν και την έραβαν τέσσερεις άνδρες, στα μέτρα μου...

Το να ζεις με τόσους άνδρες, σε ένα σπίτι, ήταν απίστευτη εμπειρία.
Αλλά και η απόδειξη, ότι ο άνδρας είναι ό,τι τον κάνεις και όχι ό,τι θέλεις τον κάνεις.

Από το Σάββατο που φτάσαμε, μέχρι το επόμενο Σάββατο, που φύγαμε, όλα δούλευαν ρολόϊ.
Ή, μάλλον, όλοι δούλευαν ρολόϊ...

Κάθε πρωΐ, όταν επέστρεφα από τη θάλασσα, είχαν ξυπνήσει και, ή έπιναν καφέ στην κουζίνα, ή μάζευαν τα κρεβάτια τους. Μου είχαν ανάψει τον θερμοσίφωνα να κάνω μπάνιο, και λίγο πριν μπω, έφευγαν.
Μία μέρα, τους βρήκα στην κουζίνα. Άφησα τα πράγματά μου, και πήρα το σοκολατούχο μου από το ψυγείο.
Ο Γ ήταν ανήσυχος και είχε ένα ύφος, σαν να είχε σπάσει το βάζο.
-Κάποιος δεν έχει στρώσει το κρεβάτι του...;, ρώτησα χαμηλόφωνα, διακόπτοντάς τους, καθώς φυσούσα τον καπνό από το τσιγάρο.
Σιωπή.
Ο Γ σηκώθηκε από τη θέση του, και ξεκίνησε να πάει στο δωμάτιό τους.
-Δεν θα ξαναγίνει, ε...;, τον ρώτησα πλάτη.
-Όχι, δεν θα ξαναγίνει, ακούστηκε η φωνή του.
Δεν μιλούσε κανείς.
-Υπάρχει και κάποιος άλλος, μήπως...;, τους κοίταξα.
"Όχι, εγώ το έχω στρώσει!" "Στρωμένο είναι και το δικό μου!"
Εκείνος δεν μιλούσε.

Όταν έφευγαν για τη θάλασσα, εγώ έβρισκα χρόνο να γυρίζω ημίγυμνη στο σπίτι.
Έκλεινα τα παντζούρια, και απολάμβανα την ησυχία μου.
Όλη μέρα ντυμένη, με τόση ζέστη, είχα λαλήσει.
Ευτυχώς, που τα βράδια είχε δροσιά, καμμιά φορά και ψύχρα.
Μία μέρα - ενώ πάντα όταν επέστρεφαν, έμπαιναν για μπάνιο και ντύνονταν -, ο Β είχε μείνει με το μαγιώ, γιατί είχαν πιάσει την κουβέντα.
Στάθηκα μπροστά του.
-Το ότι υπάρχει μία γυναίκα μέσα στο σπίτι, σου λέει τίποτα;
Έμεινε άγαλμα.
-Θέλεις να πας να αλλάξεις, μέχρι να το καταλάβεις; Δεν είμαστε φιλαράκια.
-Συγγνώμη, Νανά..., απολογήθηκε με το κεφάλι κάτω.
-Να τη ζητήσεις από τον φίλο σου, είπα και προχώρησα στο δωμάτιό μου. Κι όταν θα βγω, να έχετε αλλάξει ύφος όλοι.

Όταν ετοιμάζονταν, μπαίναμε στην κουζίνα.
Ο ένας θα έκοβε τα κρεμμύδια, ο άλλος θα ανακάτευε το φαγητό, κάποιος θα έφερνε το ψωμί, κάποιος θα μου έδινε το μαχαίρι.
Όλοι, όμως, ήταν γαζωμένοι στο στρίφωμα της αόρατης ποδιάς μου...
Και τους άρεσε.
Έστρωναν το τραπέζι, χαρούμενοι, ευδιάθετοι.
Πείραζαν ο ένας τον άλλον, λέγοντας "πως καταντήσαμε, λοχία!" ή "Νανά που σου χρειάζονταν εσένα!".
Εκείνος δεν μιλούσε.
Έβλεπε τους φίλους του να με προσέχουν, να με ακούν, να συντονίζονται, και ήταν ήρεμος και ευτυχισμένος.
Τους είπε μόνο για τη σπανακόπιτα. Και ήθελαν να δοκιμάσουν.
Φτιάξαμε τη σπανακόπιτα και, κάθε πρωΐ, όλοι έτρωγαν από 2 κομμάτια.
Δεν χρειάζεται να πω, ότι κάθε μέρα φτιάχναμε και ένα ταψί...
Οι άνδρες, όμως, θέλουν και γλυκά.
Τους ανακοίνωσα ότι δεν έχω ασχοληθεί ποτέ με τη ζαχαροπλαστική όσο θα έπρεπε, αλλά, διάολε, ένα cake μπορούσα να το κάνω.
Μέρα παρά μέρα, φτιάχναμε και cake...
Την πρώτη φορά, ξύπνησα το πρωί και πήγα στην κουζίνα. Το cake άφαντο.
-Πέταξε κάποιος το cake;, τους ρώτησα όταν επέστρεψα από τη θάλασσα.
-Να το πετάξουμε;... Το φάγαμε!, είπε υπερήφανα ο Α.
-Συγγνώμη... Φάγατε μία φόρμα cake...;, ρώτησα τρελαμένη.
-Μα ήταν πολύ ωραίο!, ενθουσιάστηκε ο Β.
Έκανα τον σταυρό μου.
-Ο Χριστός κι η Παναγία... Δεν πάτε καλά... Καθόλου καλά...
-Δηλαδή, δεν θα ξαναφτιάξουμε;..., ρώτησε συνεσταλμένα.
-Θα ξαναφτιάξουμε, χαρά μου... Δηλαδή, έλεος...

Όταν τρώγαμε - και πήγαινα στο δωμάτιό μου -, έπεφτε νέκρα-ησυχία.
Δεν έφυγαν ούτε μία μέρα.
Ήταν εκεί - συνήθως μαζεμένοι στο σαλόνι, με κλειστή την πόρτα -, και ψιθύριζαν, παίζοντας χαρτιά ή πίνοντας καφέ.
Όταν έβλεπαν - από το γαλακτώδες τζάμι της πόρτας - ότι άνοιγε η δική μου, σταματούσαν, από τον φόβο μήπως και με είχαν ξυπνήσει.
Μία μέρα, σηκώθηκα και πήγα στο ψυγείο.
Άνοιξα την μεσόπορτα και γκρίνιαξα, αγουροξυπνημένη.
-Δεν έχω Milcooo...
Αναστατώθηκαν.
"Milco;! Πως δεν έχει Milco;!", ρωτούσαν ο ένας τον άλλον.
-Δεν έχει, λέμεεε... Milco!, απαίτησα.
Σηκώθηκαν όλοι, εκτός από εκείνον. Το απολάμβανε, όλο αυτό.
-Καλά. Μη τρελαίνεστε. Ένας να πάει, άλλαξε η φωνή μου. Αλλά να πάει, όμως...

Τα απογεύματα, παίζαμε χαρτιά.
Βγαίναμε με τις μπύρες στο τραπέζι - που ήταν ανάμεσα από την μπαλκονόπορτα που μπαινοβγαίναμε, και την μπαλκονόπορτα του δωματίου των παιδιών -, και στρωνόμασταν στο blackjack.
-Φέρτε μου σώβρακα!, τους έλεγα και γελούσαν.
Κάτι δεν μου άρεσε, ωστόσο.
-Έχετε γερά στομάχια;, τους ρώτησα τη Δευτέρα.
Με κοίταξαν με απορία.
-Ναι ή όχι;
Είπαν "ναι".
-Ok. Επανέρχομαι.
Πήγα στο mini market, πήρα ό,τι ήθελα, και επέστρεψα.
-Ελάτε μέσα, είπα περνώντας από δίπλα τους.
Μπήκαμε στην κουζίνα και τους έβαλα να καθήσουν.
-Λοιπόν. Τίποτα δεν είναι πιο ωραίο, από τους μεζέδες. Ελληνιστί, finger food. Μόνο που εγώ, εκτός από βαριά φαγητά, φτιάχνω ακόμη βαρύτερα μεζεδάκια. Να συνεχίσω ή να το ξεχάσουμε;
Ήθελαν να μάθουν.
-Ok. Αφήστε τα άλλα. Είναι λίγο-πολύ κοινά. Αυτό, όμως, το έχετε ξαναφάει;..., τους έδειξα μία λεπτοκομμένη φέτα.
-Προσούτο; Ναι, είπε ο Α.
-Τα προσούτα, είναι για τους ξενέρωτους, παληκάρι. Συγκεντρώσου. Αυτό εδώ, είναι μία μικρή βόμβα, μακράς ισχύος... Με άλλα λόγια, αν φας αυτό εδώ το μικρό πραγματάκι, που δεν σου γεμίζει το μάτι, έτσι δεν είναι;, σε έχει δεσμεύσει για τα επόμενα 24ωρα..., είπα σατανικά. Δηλαδή. Δεν μπορείς να πας στη δουλειά σου, δεν μπορείς να μείνεις σε ένα ένα δωμάτιο με άλλους - αν κάνει ζέστη -, και, προς Θεού, μη το φας ποτέ, αν έχεις γκόμενα. Σε έχει παρατήσει.
Με κοιτούσαν με απορία.
Εκείνος είχε ξεφύγει...
-Αυτό εδώ, λέγεται παστουρμάς, είπα και τους κούνησα τη φέτα του μπροστά στα μάτια τους. Και είναι το χειρότερο πράγμα που μπορείτε να φάτε, χωρίς τη συντροφική συναίνεση. Τώρα, εδώ που είμαστε, κάθε μέρα μέσα στα νερά, πόρτες-παράθυρα ανοικτά, μπορούμε να το κάνουμε. Μόνοι σας, στο σπίτι, μη το τολμήσετε ποτέ. Το καταλάβαμε;
Κουνούσαν τα κεφάλια τους ενθουσιασμένοι.
-Πολύ καλά. Σηκωθείτε, τότε. Θα ανοίξουμε φύλλο, και θα το κάνουμε στο τηγάνι. Είναι πολύ βαρύ, για να σας το δώσω να το φάτε σκέτο. Όρθιοι, λοιπόν! Ξεκινάμε!
Κάθε απόγευμα, με απίστευτο κέφι, ετοιμάζαμε μεζεδάκια.
Βραστά λουκάνικα Φρανκφούρτης περιχυμένα με sauce μουστάρδας, μικρά τοστάκια με σαλάμι αέρος και κασέρι, πιπεριές Φλωρίνης, βραστά αυγά, και πάντα - πάντα - πιτάκια με παστουρμά.

Οι άνδρες μου, δεν ζήτησαν ποτέ να βγουν για φαγητό έξω, είτε μεσημέρι είτε βράδυ.
Τρώγαμε το απόγευμα, παίζοντας χαρτιά - προς το τέλος, έφερναν τα σώβρακά τους και τα άφηναν στο τραπέζι γελώντας, πριν ξεκινήσουμε, κι εγώ πέθαινα στα γέλια -, διασκεδάζοντας, και συνέβαλλα στο να ξεχνούν την κακή συνήθεια του βραδυνού φαγητού.

Εκείνο, όμως, που είχαν ξεχάσει, ήταν ότι εγώ ήμουν η σύντροφος του φίλου τους.
Με έβλεπαν σαν δική τους φίλη.
Και σε αυτό, είχε συμβάλλει η συμπεριφορά εκείνου...

23.2.10

Ma'am! Yes, Ma'am!

Μετά το μπάνιο, ήμασταν όλοι ξαπλωμένοι κάτω από τις ομπρέλες.
Εκτός από εκείνον...
Μέχρι να επιστρέψουμε στην Αθήνα, δεν ξάπλωσε ούτε μία φορά.
Καθόταν μόνο.

Η διάταξη, είχε ως εξής: 2 ομπρέλες κάθετα στην παραλία, οι ξαπλώστρες τους σε παράταξη - στην ίδια ευθεία -, κι η δική μου οριζοντίως, πάνω από τις δικές τους.
Όταν θέλαμε να μιλήσουμε, ξάπλωναν μπρούμυτα, κι εγώ στο πλάι - σκεπασμένη με το παρεό, σχεδόν σαν σεντόνι.
Εκείνος, γύριζε στο πλάι μόνο.

-Κορώνα στο κεφάλι μας, σε έχουμε, Νανά!, με πείραξε κάποια στιγμή ο Β.
-Διάολε! Είστε τέσσερεις και είμαι μία! Τι άλλο θα μπορούσατε να κάνετε;!, ανταπέδωσα το πείραγμα.
Εκείνος δεν μιλούσε.
-Λοιπόν. Θέλετε να μου πείτε τι θα κάνετε σήμερα;, τους ρώτησα.
-Τι "τι θα κάνουμε";, αντέδρασε ο Γ. Είμαστε παρέα. Ό,τι θα κάνουμε, θα το κάνουμε μαζί!
-Είσαστε παρέα. Εγώ είμαι "φιλική συμμετοχή". Δεν θέλω να κάνετε τίποτα, που δεν θα κάνατε εάν δεν ήμουν εγώ εδώ.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
-Μα εμείς θέλουμε να είσαι μαζί μας..., εξήγησε ο Α.
-Ω... δεν θέλετε... πιστέψτε με..., τους είπα με σιγουριά.
-Γιατίιι;, ρώτησε πεισματικά ο Γ.
-Γιατί θα ήταν καλύτερα να ήσασταν φαντάροι. Γι' αυτό.
-Μια χαρά περάσαμε όταν ήμασταν φαντάροι!, τον υπερασπίστηκε ο Β.
-Τον λοχαγό σας, τον έλεγαν "Νανά";..., ειρωνεύτηκα.
Χαμογελούσαν.
-Γι' αυτό, λοιπόν. Κάνετε εσείς ό,τι είναι να κάνετε, κι αφήστε με εμένα.

Μέχρι να φτάσουμε σπίτι, επέμεναν, προσπαθώντας να με πείσουν.
-Να σας πω! Θα σταματήσετε;! Έχω χωρίσει τους τρεις από τους τέσσερεις! Τι άλλο να κάνω;! Να σας κάνω χαλάστρα και στις γκόμενες που θα βρείτε;! Σοβαρευτείτε! Δεν γίνεται! Θα πηγαίνετε όπου θέλετε, κι εγώ θα μένω στο σπίτι! Δεν έχω κανένα πρόβλημα!
Μπήκαν μπροστά μου και σταματήσαμε στη μέση της αυλής.
-Εσύ θα είσαι ο αρχηγός της παρέας! Και μέσα και έξω από το σπίτι! Δεν περιμένουμε να βγάλουμε γκόμενες εδώ! Και να θέλαμε, είναι όλες παντρεμένες με παιδιά!, είπε ο Γ.
-Ο καλός ο μύλος, όλα τ' αλέθει!, είπα και τους προσπέρασα. Σταματήστε!

Δε σταμάτησαν.
Μέχρι να απλώσουμε πετσέτες, να κανονίσουμε με ποια σειρά θα μπούμε στο μπάνιο, λύσσαξαν!
Οι τρεις. Ο τέταρτος, κουβέντα.
-Ωραία!, είπε ο Β. Τότε κι εμείς θα καθόμαστε εδώ και θα σου κάνουμε παρέα!, πείσμωσε και κάθησε στην τραπεζαρία.
Βγήκα από το δωμάτιό μου. Τους κοίταξα.
-Με κοντράρετε...;, ρώτησα με το κεφάλι γερμένο, μέσα από τα δόντια.
Καμμία απάντηση.
-Ok! Αρχηγός της παρέας; Αρχηγός της παρέας. Αλλά μην ακούσω αντίρρηση. Θα γίνει της πουτάνας! Είμαστε σύμφωνοι;!
"Ναι!" "Ναι!", είπαν με μία φωνή.
Χωρίς τη δική του.
-Πολύ καλά! Συμβούλιο! Καθήστε όλοι!

Κάθησαν στην τραπεζαρία, πρώτη μέρα στο σχολείο, λέμε.
-Ok. Το πρωί, δεν θα σηκώνεται κανείς από το κρεβάτι του, αν δεν το έχει στρώσει. Μετά τη θάλασσα, θα πηγαίνετε να μου φέρνετε ό,τι έχουμε συμφωνήσει, για να μαγειρέψω.
Χ είπε ότι θα μαγειρεύει! Όχι εσύ!, σήκωσε το χέρι ο Γ.
-Ποιος είπαμε ότι είναι ο αρχηγός εδώ μέσα...;, τον κοίταξα μορφάζοντας.
Τσιμουδιά...
-Μετά το φαγητό, θέλω τη siesta μου. Οπότε, ή θα φροντίζετε να εξαφανίζεστε ή θα κάνατε απόλυτη ησυχία, μέχρι να ξυπνήσω. Κάτι που δεν καταλάβαμε, έως εδώ;
Μιλιά.
-Πολύ καλά. Όσο για την έξοδο. Δεν είμαι υποχρεωμένη να έρχομαι μαζί σας, όπου πάτε. Θέλω να μένω και λίγο μόνη. Αν αλλάξω γνώμη, θα έρθω μόνη μου. Αυτό που θέλω, είναι να σας βλέπω σαν παρέα. Και αυτό εξαρτάται από 'σας. Εμένα, αυτό με ευχαριστεί. Είμαστε σύμφωνοι;

Κουνούσαν τα κεφάλια τους και συμφωνούσαν.
-Πολύ καλά. Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι δεν θέλω να με βλέπετε ως τη σύντροφο του Χ. Θέλω να με βλέπετε... δεν ξέρω... σαν την αδερφή σας;... Που ήρθε από το εξωτερικό, μετά από χρόνια;... Κάτι τέτοιο.
Με την άκρη του ματιού μου, έπιασα τον Α να με κοιτάζει για δευτερόλεπτα ξαφνιασμένος και να κατεβάζει αμέσως το βλέμμα του στο τραπέζι.
-Πολύ καλά. Λύεται η συνεδρίασις! Α! τι θα φάμε, παληκάρια;
-Δεν θα βγούμε έξω...;, ρώτησε δειλά ο Γ.
-Να πάτε όπου θέλετε. Εγώ πάω στην κουζίνα, να φτιάξω μία μακαρονάδα, που γίνεται γρήγορα. Όποιος θέλει, μένει. Οι υπόλοιποι, πηγαίνετε να φάτε τις κατεψυγμένες μαλακίες του καθενός.

Δεν έφυγε κανείς.

21.2.10

sir! Yes, sir!

Το ταξίδι συνεχίστηκε με μεγάλη ευθυμία και φλυαρία.
Εκείνος που δεν μιλούσε καθόλου, ήταν
ο Χ.
Απ' όσο μπορούσα να τον δω, είχε μία χαρούμενη έκφραση και φαινόταν ευτυχισμένος.
Εγώ πίσω μιλούσα, γελούσα, τσακωνόμουν - εκείνος, όμως, σφίγγα.
Μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας...

Δεν κατάλαβα πότε φτάσαμε.
Είναι απίστευτο το πόσο γρήγορα περνά η ώρα, όταν έχεις καλή παρέα.
(Ή όταν είσαι η μόνη γυναίκα με τέσσερεις άνδρες, ίσως...;)
Ούτε κουράστηκα, ούτε βαρέθηκα.
Και στο μέρος εκείνο, όχι δεν είχα ξαναπάει, δεν ήξερα καν ότι υπήρχε.

Μπήκαμε σε ένα μικρό δρομάκι - που στην ευθεία του έβγαζε στο parking -, αριστερά ήταν το οίκημα, δεξιά μία αλάνα με μπασκέτες.
Παρκάραμε, και μπροστά μας ήταν ένας μικρός κήπος με διάφορα λαχανικά.
Το συγκρότημα ήταν διώροφο, σε σχήμα Πι - ένα διαμέρισμα σε κάθε πλευρά, πάνω και κάτω.
Περπατήσαμε στον προαύλιο χώρο - που ήταν στρωμένος με ψιλό χαλίκι -, και είχε διαμορφωθεί ως mini παιδική χαρά, με πλαστικές κούνιες, τσουλήθρες, κτλ.
Η είσοδος ήταν ακριβώς απέναντι, αφού ανέβαινες μερικά σκαλιά.
Αριστερά της, ήταν το διαμέρισμά μας.

Ανοίξαμε και μπήκαμε από την συρόμενη του μπαλκονιού.
Εκεί ήταν ένα τεράστιο σαλόνι.
Δεξιά, προς την εξώπορτα, είχε 2 μονά κρεβάτια - το ένα δίπλα στο άλλο, και ακριβώς μπροστά τους, η 2η μπαλκονόπορτα που προσπεράσαμε, δίπλα από την είσοδο του κτιρίου.
Μπροστά μας, φαινόταν η πόρτα της τουαλέτας.
Δεξιά, στον διάδρομο, ήταν η κουζίνα, με πόρτα στο πίσω μπαλκόνι.
Αριστερά της τουαλέτας, ένα μεγάλο δωμάτιο, με διπλό κρεβάτι, και 2 μπαλκονόπορτες - μία στο πίσω μπαλκόνι και μία στο πλαϊνό.
Ακριβώς απέναντι, ένα μικρότερο με 2 μονά κρεβάτια, το ένα δίπλα στο άλλο, και 2 μπαλκονόπορτες - μία στο πλαϊνό μπαλκόνι και μία στο μπροστινό.

Η σφίγγα μίλησε.
-Η γυναίκα μου θα μείνει στο δωμάτιο με το διπλό κρεβάτι, ακούστηκε ο αφέντης. Εσείς θα μείνετε στο άλλο, κι εγώ με τον Α στο σαλόνι.
Τσιμουδιά.
-Πάμε τώρα να τακτοποιήσουμε τα πράγματα, γιατί πρέπει να πάμε για ψώνια, συμπλήρωσε στον ίδιο τόνο.
Εξαφανίστηκαν.

Μπήκα στο δωμάτιο και άνοιξα τη βαλίτσα.
Έβγαλα ό,τι είχα πάρει - ό,τι πιο κλειστό και με μανίκια βρήκα στην ντουλάπα μου - και το ολόσωμο μαγιώ με το παρεό, που είχα αγοράσει ειδικά για την περίσταση.
Ο Χ χτύπησε την μισάνοικτη πόρτα.
-Θέλετε να σας βοηθήσω σε κάτι, Αφέντρα;, ρώτησε ψιθυριστά.
-Όχι, ευχαριστώ, του απάντησα κοιτάζοντάς τον κάπως. Μου φαινόταν ξένος...
-Μου είπατε ότι δεν θέλετε να δώσω δικαίωμα, γι' αυτό δεν θα σας ξαναενοχλήσω... Εάν θελήσετε κάτι εσείς... αν αλλάξει η απόφασή σας...
-Όχι, Χ... Ό,τι είπαμε στην Αθήνα..., δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από 'πάνω του...
Με κοίταξε κι εκείνος για λίγα δευτερόλεπτα.
-Είναι περίεργο, Αφέντρα...
-Ναι... είναι περίεργο...
Με ανατρίχιαζε...

Συναντηθήκαμε όλοι στο σαλόνι.
Στεκόμασταν όρθιοι, κοιτάζοντάς τον.
Τράβηξε μία καρέκλα από την τραπεζαρία, για να καθήσω.
Κάθησα.
Οι υπόλοιποι ψαρωμένοι του κερατά...
-Θα πάμε να πάρουμε πράγματα, μου ανακοίνωσε. Θέλετε να μας πείτε τι να πάρουμε;
-Τι να πάρουμε;, επενέβη ο Γ. Ποτά, αναψυκτικά, και κάτι για πρωινό. Αφού θα τρώμε έξω.
-Στο σπίτι θα τρώμε, τον έκοψε εκείνος.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
-Και ποιος θα μαγειρεύει;..., αναρωτήθηκε ο Β.
-Εγώ, απάντησε εκείνος.
-Κατάλαβα! Θα κάνουμε δίαιτα!, έκανε να γελάσει.
Το γέλιο του, όμως, δεν ακούστηκε. Μόλις τον κοίταξε εκείνος, μαζεύτηκε. Πάλι σιωπή.
-Θα έρθω μαζί σας, ανακοίνωσα.
Αν το άφηνα μόνο του, θα τον άρχιζαν στις ερωτήσεις.

Πήγαμε στο super market, κάναμε μία αναγνωριστική βόλτα στην παραλία, και ανακαλύψαμε ότι όλα ήταν σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι.
Γυρίσαμε, τακτοποιήσαμε τα πράγματα, και ετοιμαστήκαμε για τη θάλασσα.
Βγαίνοντας από το δρομάκι, απέναντι, ήταν ένα beach bar.
Λοξοδρομώντας ελαφρά - και περνώντας τον κεντρικό δρόμο -, συνέχιζε στο πλάι του, και οδηγούσε κατευθείαν στην παραλία.
Η θάλασσα ήταν παραπάνω από τις προσδοκίες μου...
Πεντακάθαρη, και η αμμουδιά γεμάτη από τις ξαπλώστρες του bar, με λίγο κόσμο.
Δεν το ήξεραν, τελικά, πολλοί εκείνο το μέρος, και από ό,τι συζητήσαμε μετά, ήταν μάλλον οικογενειακός προορισμός. Και πολύ ήσυχος.

Τα παιδιά βούτηξαν, αμέσως μόλις παρήγγειλαν καφέδες και snacks.
Κάθησα στην ξαπλώστρα κι εκείνος στην άμμο, μπροστά στα πόδια μου.
-Ποιος είσαι;...
-Ο σκλάβος σας, Αφέντρα...
-Δεν ξέρω αν είσαι εσύ, αυτός που έφυγα μαζί του από το σπίτι μας...
-Εγώ είμαι, Αφέντρα... Αλλά σ' αυτούς, κάνω κουμάντο εγώ.

20.2.10

The Road Trip

Το διάστημα που μεσολάβησε, εώς ότου κανονίσουν τα "τι" και τα "πως", ήταν για 'μένα πολύ μεγάλη έκπληξη...
Τον ακολουθούσα με τη ματιά μου, συνοφρυωμένη, να βηματίζει μες στο σπίτι, και να μιλάει στο τηλέφωνο, σαν να ήμουν εγώ...
"Ναι. Αυτό θα κάνεις"."Όχι, δεν είπαμε κάτι τέτοιο". "Η Νανά δεν είναι για μεγάλες αποστάσεις". "Ok. Κλείσ'το!" "Πες του να σε ξαναπάρει. Δεν θέλω μαλακίες!"

Χαιρόμουν που έβλεπα την ανδρική του φύση, να λειτουργεί όπως θα έπρεπε.
Γιατί εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν ένας κοινός άνδρας, που τα ήθελε όλα όπως τα ήθελε, γιατί έτσι τον μεγάλωσε η κοινωνία.
Ήταν ένας καθαρόαιμος υποτακτικός - ένας ακατέργαστος άνδρας, με άλλα λόγια -, που έκανε τα πάντα για το θηλυκό που τον εξουσίαζε. Την Αφέντρα του.

Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που εκείνος το έδειχνε.
Αλλά ήταν η πρώτη φορά που εγώ είχα πλήρη συνείδηση.

Η πρώτη φορά, ήταν μία νύχτα, όταν μετά από το sex, εγώ κοιμόμουν.
Κάτι άκουσα(;), κάτι έγινε(;), και με ξύπνησε.
Μέσα στον λήθαργό μου, τον άκουσα να μου λέει ψιθυριστά: "Δεν είναι τίποτα, Μπουμπού μου... Κοιμήσου εσύ... Εδώ είμαι εγώ..." και με έσφιξε πάνω στο στήθος του και σαν να με "κούνησε" κι όλα(;), για να ξανακοιμηθώ...
Σαν να ήμουν το παιδί στην αγκαλιά του.
Δεν ήμουν σε θέση να συνειδητοποιήσω τι είχε πει αλλά την επόμενη μέρα - όταν τρώγαμε - μου ήρθε flash.
-Εχθές, έγινε κάτι;, τον ρώτησα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα, μασώντας, και κοιτάζοντας το πιάτο μου.
-Πότε, Αφέντρα;
-Όταν κοιμόμουν. Μου είπες κάτι;
-Όχι, Αφέντρα... τίποτα..., προσπάθησε να θυμηθεί.
-Είσαι σίγουρος;..., επέμεινα, κοιτάζοντάς τον καλά.
-Ναι, Αφέντρα... σίγουρα δεν έγινε τίποτα... κοιμηθήκατε εσείς, και μετά από λίγο κοιμήθηκα κι εγώ... Γιατί;, ρώτησε ανύποπτος.
-Τίποτα. Νόμιζα πως κάτι μου είπες.
-Μήπως ήταν απ' έξω;
-Μμμ... μάλλον... απ' έξω θα ήταν..., προσπάθησα να μη χαμογελάσω.

Δεν είχε καταλάβει τίποτα...
Ό,τι είχε πει, το είχε πει μέσα στον ύπνο του.
Γιατί ο άνδρας, είναι από τη φύση του κυνηγός. Και σαν κυνηγός, ξέρει να φροντίζει τον εαυτό του και τη γυναίκα στη σπηλιά.
Πριν κοιμηθούμε, με είχε φτάσει ψηλά...
Και όταν άρχισα να πέφτω, έτρεχε να με πιάσει στην αγκαλιά του.
Ήταν δική του η ευθύνη.
Εγώ ήμουν ευάλωτη, κι εκείνος - ακόμη και μες στον ύπνο του - με προστάτευε.
Όπως κάθε αυθεντικό αρσενικό.
Όπως κάθε καθαρόαιμος υποτακτικός.

Αλλά εκείνες τις στιγμές - και στο κρεβάτι και στο τηλέφωνο -, δεν το καταλάβαινε.
Κι εγώ, απλώς, το χαιρόμουν...
(Και πως να εξηγήσεις σε έναν τρίτο, ότι όταν κάποιος γκόμενος με αποκαλούσε, έστω και "μωρό μου", έπεφταν χαστούκια...)

Και ήρθε η μέρα για το ταξίδι.
Ο Χ είχε κανονίσει να πάμε κάπου κοντά - να μην πάρουμε πλοίο -, για να ευχαριστηθώ και το road trip.
Νοίκιασαν ένα μεγάλο αυτοκίνητο, και ξεκινήσαμε, με τον Α οδηγό, τον Χ συνοδηγό, κι εμένα πίσω, ανάμεσα στον Β και στον Γ.

Μιλάμε... αυτό το ταξίδι, ήταν η αποθέωση της αμηχανίας!
Καθόμουν με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από το βιβλίο, και με τις άκρες των ματιών μου κοιτούσα και τους τέσσερεις, να είναι: οι μεν διπλανοί μου τραβηγμένοι στις πόρτες, οι δε μπροστινοί ούτε να κοιτάζονται.
Άκρα του τάφου σιωπή, στο αμάξι...
-Λοιπόν!, η φωνή μου τους τάραξε. Αν είναι να έχετε τέτοια μούτρα, εγώ κατεβαίνω χαλαρά, και γυρίζω με auto stop πίσω, εντάξει;
"Όχι! Όχι!", είπαν όλοι αμέσως με μία φωνή.
-Είμαστε βέβαιοι;...
"Ναι! Ναι!", ξαναείπαν, αφού μεσολάβησαν μερικά νεκρικά δευτερόλεπτα.
-Το ξέρουμε ότι θα μείνουμε σε ένα διαμέρισμα και οι 5;...
"Ναι! Ναι!", είπε αναστατωμένη η χορωδία.
-Πολύ καλά... Για να δούμε..., είπα και συνέχισα το διάβασμα.

Είτε τα είπαμε είτε δεν τα είπαμε, ένα και το αυτό.
Μετά από ένα 10λεπτο, χτύπησα τον Α στον ώμο.
-Σταμάτα δεξιά, του είπα ήρεμα.
-Να σταματ..., τα 'χασε.
-Ναι. Είπα να σταματήσεις δεξιά, ακούστηκε αυστηρή η φωνή μου.
Και το έκανε.
-Βγείτε όλοι έξω, ανέκτησα την ηρεμία μου.

Βγήκαν όλοι και μαζεύτηκαν γύρω μου.
Σταύρωσα τα χέρια στο στήθος.
-Λοιπόν! Ποιος έχει αντίρρηση γι' αυτό που κάνουμε. Ακούω.
Τσιμουδιά.
-Είπα! Ποιος έχει αντίρρηση. Μιλάμε τώρα, λέμε!
-Κανείς..., σήκωσε τους ώμους ο Β.
-Είμαστε βέβαιοι;, τους κοίταξα έναν-έναν.
Κούνησαν τα κεφάλια.
Ο Χ το διασκέδαζε τόσο πολύ...
-Ωραίααα... Και ποιο είναι το γαμημένο πρόβλημα;! Γιατί δεν μιλάει κανείς;! Τον Χ δέρνω! Όχι εσάς! Τι φοβάστε;!
Χαμογέλασαν.

Έβαλα τα χέρια στη μέση.
-Εκτός κι αν ζηλεύετε..., τους είπα με το φρύδι ανασηκωμένο.
Γέλασαν.
-Γιατί αν ζηλεύετε, πρέπει να μου το πείτε! Να ξέρω τι να κάνω! Γιατί όπως το πάτε, δεν θα το γλυτώσετε! Λοιπόν! Θα μιλάμε ή να την κάνω σιγά-σιγά;!
-Θα μιλάμε, Νανά..., δήλωσε ο Γ.
-Πολύ καλά! Πάμε ξανά μέσα! Αλλά αν συνεχίσετε να είστε λες και ακολουθούμε κηδεία, μα την Παναγία, θα σας κάνω μαύρους! Και τότε να δω τι θα πείτε στις γκόμενες!

-Δεν υπάρχουν γκόμενες..., είπα χαμογελαστά ο Β, μπαίνοντας όλοι στο αυτοκίνητο.
-Τι εννοείς;, ρώτησα.
Καμμία απάντηση.
-Τι εννοεί, γαμώ την κοινωνία μου!, στράφηκα στον Γ.
-Τι να σου πει; Όταν τους είπαμε ότι θα πάμε μαζί διακοπές, μας ανακοίνωσαν ότι ή θα πάμε μόνοι μας ή θα χωρίσουμε, είπε χαμογελαστά κι εκείνος.
-Και οι 2;!, κοιτούσα μία τον έναν-μία τον άλλον.
Κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους.
Έμεινα για λίγο να τους κοιτάζω. Μετά έσκυψα και έπιασα τον Α από τον ώμο.
-Εδώ; Είχαμε καμμιά απώλεια;
-Α, εμένα μου είπε "Με την Νανά θα πάτε; Ωραία, θα κοιμάμαι ήσυχη!", είπε χαρούμενα εκείνος.

Ακούμπησα την πλάτη μου στο κάθισμα.
-Γι' αυτό δεν μου μιλάτε;, αναρωτήθηκα.
-Τι λες;!, πετάχτηκε ο Β. Σου χρωστάμε κι από ΄πάνω! Τις ξεφορτωθήκαμε εύκολα!
-Α, έτσι;!, ανασηκώθηκα πάλι.
-Μετά από αυτό που έγινε, χάλασαν όλα, Νανά, είπε ο Γ. Πόσο θα κρατούσε, νομίζεις; Καλύτερα που έγινε έτσι, τώρα.
-Τι εννοείς;, τον ρώτησα.
-Ε, διακοπές θα πάμε... Όλο και κάτι θα γίνει..., άφησε το υπονοούμενο.

Χαμογέλασα.
Άνοιξα το βιβλίο μου.
-Μάλλον δε σας τα είπαν καλά... Στρατό, έχετε πάει;..., ρώτησα υποχθόνια.
-Όλοι, απάντησε ο Γ.
-Εκτός από τον Χ, συμπλήρωσε ο Β. Γιατί;
-Τίποτα..., είπα και γύρισα στην ανάγνωση.

19.2.10

Vacations

Με τον Χ, δεν είχαμε φύγει ποτέ για Σ/Κ.
1ον: Το διαμέρισμα, ήταν το ησυχαστήριο-γήπεδό μας, και μας άρεσε πολύ. Εκτός αυτού, δεν είχαμε τόσο χρόνο στη διάθεσή μας, για να τον καταναλώνουμε σε διαδρομές.
2ον: Ο Χ ήταν τόσο ταλαιπωρημένος από το αδιάκοπο πήγαινε-έλα, που ακόμη και οι υποχρεώσεις μας, ήταν αρκετές για να μας κουράζουν και να μας τρώνε χρόνο.
3ον: Ήξερε ότι μισώ τις αποδράσεις της καταπιεσμένης μάζας.

Αυτό που δεν ήξερε, ήταν ότι μισώ και τις διακοπές...

Ήταν τέλη Ιουλίου, όταν μία μέρα άνοιξε η συζήτηση.
Εκείνος καθόταν στο πάτωμα, έχοντας αδειάσει όλα τα πράγματά μας στον καναπέ, για να τα καθαρίσει/αποστειρώσει/συντηρήσει.
Εγώ, ό,τι είχα μπει, και ετοιμαζόμουν να φύγω για δουλειά.
-Αφέντρα, που σας αρέσει να πηγαίνετε, συνήθως, τα καλοκαίρια;
-Πουθενά.
-Πουθενά;..., με κοίταξε παρεξενεμένος.
-Ναι. Πουθενά. Γιατί;
-Δεν πηγαίνετε κάπου τον Αύγουστο, ας πούμε;, δεν μπορούσε να το πιστέψει.

Άφησα την τσάντα μου στο τραπέζι και κάθησα στην καρέκλα, ξεφυσώντας.
-Ok... Δε φταις εσύ. Εγώ φταίω, που δεν έχω κάνει έναν πλαστικοποιημένο οδηγό, για να μην τα λέω συνέχεια. Ok. Γενικά. Δεν μου αρέσουν ούτε οι Κυριακές, ούτε οι αργίες. Δεν θα έπρεπε να υπάρχουν καν στο ημερολόγιο. Δεν αντέχω τις διακοπές. Δεν μπορώ να κάθομαι μία-δύο εβδομάδες, σαν τη σαύρα κάτω από τον ήλιο, άπραγη. Μπορεί να μου στρίψει, λέμε. Άντε, μία-δύο μέρες. Μετά μπορώ να γίνω επικίνδυνη. Όσο για τον Αύγουστο. Αγαπώ πολύ την αστική ζωή, για να προτιμήσω να τρέχω μαζί με τους κάφρους, και να με γράφουν άλλοι τόσοι στ' αρχείδια τους, όταν πηγαίνω στα ξενοδοχο/μαγαζιά τους. Εξ' άλλου, η Αθήνα είναι μαγευτική τον Αύγουστο. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος, εκείνη την εποχή.
-Τον Σεπτέμβριο;, προσπάθησε να με πιάσει κάπου.
-Χμ... Τον Σεπτέμβριο, δεν μπορώ να πάω κάπου. Σπάνια κάποιος παίρνει άδεια τον Σεπτέμβριο. Νομίζω θα μπορούσα να πάω για μερικές μέρες. Αρκεί να είχα πράγματα να κάνω. Και όχι σε συνηθισμένα μέρη. Τουριστικά, εννοώ. Κάτι πιο πινέζα, ας πούμε.

Είχε σταματήσει να γυαλίζει τις δερμάτινες χειροπέδες με τη βαζελίνη, και με κοιτούσε.
Δεν ήταν αυτό το θέμα του, καταλάβαινα...
-Θέλεις να πάμε διακοπές, το καταλαβαίνω. Και θα πάμε. Μη σε απασχολεί.
Δεν ήταν αυτό, λέμε...
-Κάτι άλλο σε απασχολεί, όμως, ε;..., ρώτησα με μισόκλειστα μάτια.
Άφησε ό,τι έκανε, και κάθησε οκλαδόν απέναντί μου.
-Αφέντρα... εγώ έχω 2 εβδομάδες άδεια. Μπορώ να πάρω την καθεμία ξεχωριστά, κόμπιασε.
-Και..., τον παρότρυνα.
-Και κάθε χρόνο τη μία εβδομάδα, πάμε διακοπές με τα παιδιά. Οι τέσσερείς μας.
-Ωραία. Δεν βλέπω που είναι το πρόβλημα, σήκωσα τους ώμους. Δεν θα αλλάξει κάτι φέτος.
-Αλλάζει, Αφέντρα..., είπε χαμηλώνοντας φωνή και κεφάλι. Φέτος, είμαι ο σκλάβος σας. Δεν θέλω να πάω...

Σηκώθηκα απότομα.
-Να μην το ξανακούσω αυτό, είπα αυστηρά. Άλλο οι γυναίκες, άλλο οι φίλοι. Εμένα με γνώρισες χθες. Με τους φίλους σου, είστε χρόνια μαζί. Δεν μου αρέσει αυτό που λες. Πρέπει να φύγω.
Σηκώθηκε κι εκείνος.
-Δεν εννοούσα να μην πάω, Αφέντρα..., προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Καθόλου, δηλαδή. Έλεγα... έλεγα...
-Να πάμε μαζί, τον ειρωνεύτηκα.
Με κοίταξε. Σοβαρολογούσε.
-Συγγνώμη..., πήρα ένα παραξενεμένο ύφος. Για να καταλάβω. Θα πάτε εσείς οι τέσσερεις και θα 'ρθω κι εγώ ξοπίσω; Ως τι; Ως ουρά;
-Όχι, Αφέντρα... τώρα ξέρουν για τη σχέση μας... μου είπαν κι από μόνοι τους, αν θέλω να μη πάμε καθόλου... για να είμαστε μαζί...
-Σου είπαν τέτοιο πράγμα;!, με ξάφνιασε.
-Μάλιστα, Αφέντρα...
-Και τι τους είπες;
-Ότι θα το συζητήσουμε, αφότου σας το πω...
Τον κοιτούσα.
-Ok. Μπορούμε να φύγουμε τώρα; Θα αργήσω.

Μέχρι να τελειώσω τη δουλειά μου, σκεφτόμουν συνέχεια την πιθανότητα.
Δεν την έβρισκα καθόλου κακή.
Τουναντίον. Ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.

Όταν κατέβηκα, μου άνοιξε την πόρτα.
Σταμάτησα μπροστά του, και του είπα χαμογελώντας μυστήρια.
-Λοιπόν, το σκέφτηκα.
Δεν με κοιτούσε.
-Θα πάμε όλοι μαζί διακοπές, του ανακοίνωσα.
-Αλήθεια, Αφέντρα;!, σήκωσε, ξαφνικά, το κεφάλι του.
-Ναι. Δεν μπορώ να σκεφθώ κάτι πιο προκλητικό, από εμένα και τέσσερεις άνδρες, στο ίδιο σπίτι! Μου αρέσει να παίζω με την ανδρική αμηχανία! Αλλά εάν βαρεθώ, την έχω κάνει με τη μία, είπα μπαίνοντας στο αυτοκίνητο.

Βγαίνοντας από το μπάνιο, άρχισα να του απαριθμώ τις προϋποθέσεις.
Έστηνα τα όριά μου, κι εκείνος κοιτούσε τους φράχτες, με χαρά.
-Εν κατακλείδι. Θα έρθω, αλλά για 'σένα, δεν θα είμαι εκεί. Θα είμαι αόρατη. Θα κάνεις ό,τι κάνεις με τα παιδιά, χωρίς τη δική μου συμμετοχή. Εάν αντιληφθώ, ότι γίνονται παραχωρήσεις, εξαιρέσεις, κτλ, δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα. Είμαι σαφής;
Κουνούσε έντονα το κεφάλι του, καταφατικά.
-Πολύ καλά. Για να σε δω.

Το ότι μία νύχτα τα 'σπασε, το ότι μία άλλη πέταξε κλωτσηδόν τη Βδέλλα από το σπίτι μας, δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που επρόκειτο να έβλεπα από τον Χ.

18.2.10

It's Showtime!

Η ιστορία με τη Βδέλλα, μπορεί να είχε τελειώσει για τον Χ, δεν είχε τελειώσει η ιστορία του Χ, για τη Βδέλλα.

Πήγαινε και τον έβρισκε στην Α - προφασιζόμενη διάφορους ανυπόστατους λόγους -, γιατί στην Αθήνα που να τον έβρισκε;
Πρώτον, δεν γνώριζε ότι ερχόταν κάθε Σ/Κ, διότι μετά από το περιστατικό στο πάρτυ, οι φίλοι του την είχαν σε καραντίνα.
Δεύτερον, οι γονείς του δεν της έλεγαν τίποτα - για τον ίδιο λόγο -, ούτε και στους γονείς της.
Τρίτον, ο Χ δεν ξαναβγήκε ποτέ με τις γκόμενες των Β και Γ - για τον ίδιο, επίσης, λόγο.

Στην Α, όμως, είχε φίλους, συμμαθητές κτλ, οπότε έβρισκε αφορμές για να πηγαίνει.
Και πήγαινε και σπίτι του, για να τον "δει".
Μέσα στις κασέτες που έστελνε εκείνος, τους άκουγα να μιλάνε και μου γύριζε το στομάχι ανάποδα.
Θεωρώ εμετικό, να προσπαθεί κάποιος να σώσει κάτι που έχει πεθάνει και προσπαθεί με κάθε τρόπο - τις περισσότερες φορές γελοιοποιώντας τον εαυτό του - να το επαναφέρει στη ζωή.
Οι εκφράσεις της, τα επίθετα που χρησιμοποιούσε για 'μένα, ο τρόπος της, ήταν επιεικώς απαράδεκτα, για μία γυναίκα με αξιοπρέπεια.

Στις κασέτες βρήκαμε και πότε είχε ψάξει τα πράγματά του και είχε βρει τη φωτογραφία μου.
-Την πουτάνα..., έλεγε ο Χ, σφίγγοντας τα χείλη.
-Ώπα. Πουτάνα είμαι εγώ. Μη μπερδευόμαστε..., θιγόμουν.

Όταν πήγε και τον ξαναβρήκε, για πολλοστή φορά, ο Χ ήρθε φτιαγμένος.
-Πρέπει να κάνω κάτι, μου ανακοίνωσε.
-Τι εννοείς;
-Πρέπει να το κόψω μαχαίρι, αυτό. Δεν καταλαβαίνει από λόγια. Κάτι άλλο πρέπει να κάνω. Πρέπει να σκεφτώ τι..., προβληματίστηκε.
-Δεν βλέπω τι μπορεί να γίνει, του είπα απλά. Άφησέ την να το καταλάβει μόνη της. Όποτε.
-Δεν θέλω ούτε να τη βλέπω!, δε σήκωνε κουβέντα. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάνει αυτά τα πράγματα. Το ξέρετε ότι τώρα που χωρίσαμε, τη βλέπω πιο συχνά απ' ό,τι όταν τα 'χαμε;

Και ήταν να μη μου ΄ρθει το flash.
-Ok. Θέλεις κάτι δραστικό;..., τον ρώτησα ψιλοχαμογελώντας.
-Ναι! Κάτι εντελώς δραστικό!, υπερθεμάτισε.
-Ok... κάτι έχω στο μυαλό μου..., είπα μυστήρια.
-Τι, Αφέντρα;! Κάτι να την εξοντώσουμε!
-Θέλεις να την εξοντώσουμε μαζί;...
-Ναι! Ναι, Αφέντρα! Μαζί!, ενθουσιάστηκε.
-Είσαι σίγουρος;... Γιατί έχω κάτι πολύ hardcore στον νου μου..., τον προειδοποίησα.

Του εξήγησα τι ήταν αυτό.
Ξετρελάθηκε.
Συμφωνήσαμε να την πάρει τηλέφωνο, να της πει ότι χωρίσαμε, κι ότι θέλει να πάει στο διαμέρισμα να μαζέψει τα πράγματά του και να πάει να τον βοηθήσει.
-Καταλαβαίνεις τι συνέπειες, όμως, μπορεί να έχει αυτό...
-Δε με νοιάζει τίποτα, Αφέντρα! Μ' αρέσει! Θα το κάνουμε!, δεν μπορούσε να κρατηθεί.
-Ok... Τότε τα άλλα άσ' τα επάνω μου..., είπα με μεγάλη άνεση.

Το ραντεβού κλείστηκε για Σάββατο βράδυ στις 9.
Εκείνη περίμενε να πάει να την πάρει από κάπου.
Μέσα από το ταξί, την έβλεπα να στέκεται κορδωμένη και ανυπόμονη.
Χαμογελούσα...
"Έννοια σου, χαρά μου... Ήρθε η ώρα να δεις πως το κάνουν οι πουτάνες... Οι μεγάλες πουτάνες, όμως...", σκεφτόμουν.
Το κίτρινο αυτοκίνητο σταμάτησε ακριβώς μπροστά της.
Μόλις με είδε, πάγωσε.
Κατέβασα το παράθυρο.
-Λοιπόν; Θα μπείτε; Ο Χ περιμένει στο διαμέρισμα, και μου ζήτησε να έρθω να σας πάρω. Θέλει να τελειώσουν όλα απόψε, της είπα ταπεινά.
Το σκέφτηκε. Αλλά μπήκε.
Κάθησε στη θέση του συνοδηγού, περήφανη που είχε νικήσει.
Το χαμόγελο δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τα χείλη μου.
Όχι ένα συνηθισμένο χαμόγελο, όμως...

Η πόρτα δεν ήταν κλειστή.
Μόλις την έσπρωξε, έμεινε εκεί που ήταν.
Δεκάδες κεριά, στο πάτωμα, στα έπιπλα, στην κουζίνα, παντού.
Όλα τα φώτα σβηστά.
(Διάολε... Αυτό το χαμόγελο το έχω και τώρα που τα θυμάμαι και τα γράφω...!)

Πέρασα από μπροστά της.
Τα air condition δούλευαν στο full.
Είχα ιδρώσει, με τα δερμάτινα που φορούσα από μέσα - και, παρ' ότι είχαμε ζητήσει το ραδιοταξί να έχει οπωσδήποτε κλιματισμό -, μέχρι να πάω να την πάρω και να γυρίσω, τα είχα δει όλα με το μαντό που φορούσα από πάνω.
-Περάστε, της έδειξα το υπνοδωμάτιο, σοβαρή.
Δεν κουνιόταν, λέμε, από τη θέση της.
Την περίμενα, ανέκφραστη.
Έκανε 2-3 βήματα, λες και πατούσε πάνω σε λεπτό πάγο.
Χ είναι μέσα, προφανώς, και μαζεύει. Μπορείτε να μπείτε, εάν θέλετε. Σας περιμένει.

Και άνοιξε την πόρτα...
Ο Χ, ανάσκελα στο κρεβάτι, δεμένος - με χέρια και πόδια σε διάσταση - στο μπρούτζινο κρεβάτι, με το blindfold στα μάτια, το καλσόν μου στο στόμα, το κολλάρο του στον λαιμό, το chastity κλειδωμένο, και κεριά παντού...

Κλείδωσα την εξώπορτα, πήρα τα κλειδιά, και έβαλα μουσική να παίζει δυνατά, στο σαλόνι.
Έβγαλα αυτό που φορούσα από πάνω, και προχώρησα στο δωμάτιο.
-Εγώ δεν θα σας ενοχλήσω..., της είπα γλυκά, σχεδόν ψιθυριστά, στο αυτί της.
Γύρισε ξαφνιασμένη και με κοίταξε.
Η γκόμενα τα είχε δει όλα από τη ζωή της, λέμε...
Φορούσα ένα δερμάτινο φόρεμα με στενό κορσάζ, που έδενε με κορδόνια - χιαστί -, σηκώνοντας και αφήνοντας να φανεί αρκετά το στήθος μου μπροστά, ενώ πίσω τα κορδόνια σταματούσαν λίγο μετά την ουρά, και συνέχιζαν στα πλαϊνά της "φούστας".

-Ήρθαμε..., είπα με τη βαθειά φωνή μου στον Χ.
Τον πλησίασα και έβγαλα το blindfold.
Την κοίταξα.
-Μη σας στενοχωρεί, της είπα αδιάφορα. Αυτό θα το πάρω. Είναι δικό μου, έβγαλα το καλσόν μου από το στόμα του. Σας αφήνω να τα πείτε. Πηγαίνω να μαζέψω τα πράγματά μου.
Βγήκα από το δωμάτιο.
Τα τακούνια από τις 12ποντες, ακούγονταν αισθητά πιο δυνατά από τις άλλες φορές.
Όταν μιλούσαμε.
Αλλά εκείνη τη στιγμή, δεν μιλούσε κανείς...
Ούτε η μουσική δεν έφτανε για να τα καλύψει...

-Τι είναι αυτά;;;!!!, ακούστηκε να φωνάζει από μέσα, καθώς άνοιγα το ψυγείο, για να πάρω μία Coca Cola.
-Αυτά που μου αρέσουν..., ακούστηκε ειρωνική η φωνή του. Έχεις πρόβλημα...;
-Τι είναι αυτά;;;!!! Είστε ανώμαλοι;;;!!! Που σε έχει μπλέξει, αυτή η πουτάνα;;;!!! Τι σου έχει κάνει;;;!!!
Χτυπιόταν...
Μπήκα στο δωμάτιο.
-Να σας εξηγήσω, της είπα με ύφος. Όταν γνώρισα τον Χ, μου είπε ό,τι είχε φανταστεί πως θα ήθελε να κάνει με μία πουτάνα. Και βρήκε εμένα. Εγώ συμφώνησα. Έτσι είναι οι πουτάνες. Τα κάνουμε όλα. Λοιπόν, να σας δείξω.

Τον πλησίασα.
-Κατ' αρχήν. Ο Χ θέλει κάθε πρωΐ να τρώει. Το πρωϊνό του, είναι πάντοτε χυμός. Φρεσκοστυμμένος. Πρέπει να κάθεστε στο στόμα του, μέχρι να τον πιει όλον.
Είχε φρικάρει, εντελώς...
Μας κοιτούσε με μάτια και στόμα ορθάνοιχτα, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει τι της συνέβαινε...
Άνοιξα την ντουλάπα.
Μόλις είδε το εσωτερικό του φύλλου, παρανόησε.
-Τι είναι όλα αυτά;;;!!!, ούρλιαξε.
-Ω, τίποτα..., την καθησύχασα. Η ρουτίνα του Χ. Όταν θα πάρει το πρωϊνό του, θα πρέπει να περάσετε αυτό το λουρί εδώ, και να τον πάτε μία βόλτα στο σπίτι. Όταν θα τελειώσετε, θα πάρετε αυτό με τις πολλές ουρές, μη το ξεχάσετε, με τις πολλές σας λέω, και θα τον χτυπήσετε λίγες φορές. Αν δείτε ότι δεν αρκεί, θα πάρετε αυτό με τη σταθερή ουρά, και θα συνεχίσετε κανονικά. Καταλαβαίνετε μέχρι εδώ;...

Η Βδέλλα ήταν αλλού.
Μπορεί στην αρχή να το νόμιζε για φάρσα αλλά βλέποντας εμένα να τα λέω σοβαρή κι εκείνον να με κοιτάζει με το ίδιο ύφος, ξέφυγε εντελώς...
-Είσαι τρελή;;;!!! Τι είναι όλα αυτά;;;!!! Εσύ, γιατί δεν μιλάς;;;!!! Τι σου έχει κάνει;;;!!! Θα πάρω την αστυνομία!!!, χτυπιόταν.
-Το νούμερο είναι 100, της είπα. Θέλετε να σας δώσω το τηλέφωνό μου ή να τελειώσω με ό,τι έχω να σας πω, για να φύγω.
Μόλις άκουσε το "να φύγω", ηρέμησε λίγο.
Κι εγώ συνέχισα απτόητη.

-Ok. Όπως σας έλεγα, ο Χ, πρέπει να είναι πάντα στα γόνατα. Αυτό εδώ, λέγεται κολλάρο, και πρέπει να το φοράει πάντα. Αν δεν το φοράει, δεν νοιώθει καλά. Όταν βαρεθείτε, και θέλετε να κάνετε κάτι δημιουργικό που θα εκτιμήσει, θα πάρετε ένα κερί, και θα το στάξετε επάνω του, έτσι.
Πήρα ένα κερί από το κομοδίνο, και άρχισα να το χύνω πάνω στο στήθος του.
Εκείνος προσπαθούσε να κρατήσει τα βογκητά του, ενώ με την άκρη του ματιού μου, έβλεπα τι γινόταν μέσα στο chastity...
-Ω... ξέχασα..., είπα και άφησα το κερί στη θέση του.
Βρήκα στο μπρελόκ το κλειδί για το λουκέτο και άφησα το πουλί του ελεύθερο.
-Και τώρα να σας δείξω πόσο του αρέσει, της ανακοίνωσα.

Η στύση του Χ άρχισε να μεγαλώνει, καθώς συνέχισα να του χύνω το κερί στο στήθος.
Κι εκεί την χάσαμε...
-Τι κάνετε;;;!!! Τι είναι αυτά που κάνετε;;;!!!, τσίριζε, πιάνοντας το στόμα της.
-Μα, σας δείχνω..., της απάντησα αθώα. Ο Χ μου είπε ότι σας αγαπάει πολύ κι ότι σας θέλει πίσω. Και με παρακάλεσε, τώρα που θα πάρω κι εγώ τα πράγματά μου, να σας δείξω τι του αρέσει να του κάνετε. Τίποτε άλλο... Σε λίγο τελειώνω... Μη στενοχωριέστε... Ηρεμήστε...
Αλλά εκείνη πλησίασε το κρεβάτι.
-Τι είναι αυτό;;;!!!, κόντεψε να βάλει τα κλάμματα.

-Ποιο;..., έκανα την ανήξερη. Ω... Αυτό;, ρώτησα και χάϊδεψα το υπογάστριό του. Δεν είναι τίποτα. Με μία πλαστική, θα σβήσει. Ένα tattoo είναι. Μη το βλέπετε μαύρο. Βγαίνει. Είναι που έχω και μεγάλο όνομα...
Όσο χάϊδευα τον Χ, τόσο η στύση του σκλήραινε κι άλλο.
-Μην τον παρεξηγείτε..., της είπα κοιτάζοντας το πουλί του. Άνδρας είναι... Βρήκε εκεί μία πουτάνα να του τα κάνει όλα... Εσάς σας σέβετε... Μη δίνετε σημασία... Απλά να σας δείξω και τα τελευταία.
Στάθηκα μπροστά της και έπιασα τα στήθη μου.
-Αυτά, είναι τα αγαπημένα του. Θα πρέπει να του τα δείχνετε συχνά, γιατί του αρέσουν πάρα πολύ. Γενικά. Αλλά! Αυτό που τον τρελαίνει, είναι αυτό, είπα και έβαλα τον δείκτη του δεξιού χεριού στον γοφό μου. Αν κάποια φορά σκύψετε, κατά λάθος, να ξέρετε πως είναι έτοιμος να σας βάλει κάτω. Αν σκεφθείτε να κάνετε παιδί, αυτόν να του δείξετε. Εγγυημένα. Και, τώρα, θα μου επιτρέψετε. Πρέπει να μαζέψω τα πράγματά μου.

Με έσπρωξε από μπροστά της και έπεσε πάνω του, προσπαθώντας να τον ελευθερώσει.
-Σήκω!!! Σήκω πάνω!!!
-Ω, δεν μπορεί..., της είπα.
-Ποιος το είπε;;;!!!, γύρισε να με κοιτάξει, αναμαλλιασμένη.
-Είναι τεχνικό το θέμα, της είπα σατανικά. Χρειάζεστε αυτά, εδώ..., της κούνησα 2 μικρά κλειδάκια από το μπρελόκ.
Με μία κίνηση, σήκωσε το γόνατό της από το στρώμα, και μου άρπαξε τα κλειδιά.
Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος.
Ήταν η σειρά του...

-Αφέντρα...;, ακούστηκε βαριά η φωνή του. Σαν να ήταν εκείνο το βράδυ, που τα 'σπαγε...
-Αφέντρα;;;!!!, ξαναγύρισε να με κοιτάξει.
-Ναι. Μη δίνετε σημασία. Έτσι τη βρίσκει. Κι εγώ, τι να κάνω; Σαν καλή πουτάνα, πρέπει να δέχομαι τις ορέξεις του. Πως θα τον κρατούσα αλλιώς;, σήκωσα λίγο τους ώμους.
-Πάμε να φύγουμε από 'δω!!! Πως σε κατάντησε, έτσι;;;!!! Η ανώμαλη!!! Η σατανίστρια!!! Σου 'χει κάνει μάγια!!! Καλά μου το 'λεγαν!!! Σε έχει δέσει!!! Δεν είσαι ο εαυτός σου!!! Σήκω να φύγουμε από 'δω μέσα!!! Αυτή είναι επικίνδυνη!!! Σου 'χει κάνει κακό!!!, ούρλιαζε με όλη της τη δύναμη, καθώς ξεκλείδωνε τις χειροπέδες.

Δεν έπρεπε, όμως, να τον αποδεσμεύσει...
Κανένας σκλάβος, δεν θέλει να αποδεσμεύεται από μία ξένη...
Αυτό είναι στη διάθεση Της Αφέντρας του...
Και μόνον Εκείνη μπορεί να το πράξει...

Σηκώθηκε όρθιος, την έπιασε από τον λαιμό, και την κόλλησε στην ντουλάπα.
-Πρόσεξε καλά τι θα σου πω, μωρή καριόλα! Αν σε ξαναδώ μπροστά μου, θα σε σκοτώσω! Το κατάλαβες;! Θα σε λιώσω! Αν σε ξανακούσω να μιλάς έτσι για τη γυναίκα μου, δεν θα ζήσεις! Το κακό, είσαι εσύ! Και το μαλακισμένο σου μυαλό! Ακούς τι σου λέω;! Θα σε γαμήσω! Όχι όπως ονειρεύεσαι! Τι να γαμήσω από 'σένα;! Αν η γυναίκα μου είναι επικίνδυνη, μείνε μακριά της! Γιατί θα δεις πόσο επικίνδυνος μπορώ να γίνω εγώ! Ακούς;! Μάζευέ τα και δίνε του! Και μη σε ξαναδώ μπροστά μου, θα σε γαμήσω! Θα σε γαμήσω, μωρή σκρόφα! Γλύτωσες εκείνο το βράδυ, δεύτερη δεν θα τη γλυτώσεις! Έτσι και μάθω ότι έπιασες ξανά στο στόμα σου τη γυναίκα μου, θα σε κάνω να φτύσεις το γάλα που βύζαξες! Δρόμο, τώρα! Δρόμο!

Την έσπρωχνε με δύναμη, στην πλάτη.
Μόλις έφτασαν δίπλα μου, έβαλα στο χέρι του τα κλειδιά.
Την έσπρωχνε, μέχρι που την πέταξε - στην κυριολεξία - έξω.
Χτύπησε με δύναμη την πόρτα και στάθηκε εκεί.

-Είσαι καλά;..., τον ρώτησα.
Γύρισε και με κοίταξε.
-Δεν έχω αισθανθεί καλύτερα, Αφέντρα..., κούνησε το κεφάλι του.
Μείναμε να κοιταζόμαστε.
Χαμογελούσαμε ο ένας στον άλλον, σκεπτόμενοι τι είχαμε κάνει.
-Έχω ανοίξει μία Coca Cola..., του είπα δελεαστικά. Λέω να το γιορτάσουμε... Συμφωνείς...;

Ήρθε κοντά μου, γονάτισε και μου φίλησε τα πόδια.
-Αφέντρα...
-Ναι;
-Δεν μπορώ να ζήσω, χωρίς εσάς, είπε με τη φωνή που είχε πριν λίγα λεπτά. Δεν θέλω να ακούγομαι δραματικός, ούτε υπερβολικός. Αλλά αυτό νοιώθω. Πριν σας γνωρίσω, δεν ήξερα πως μπορεί να είναι η ζωή με μια γυναίκα σαν εσάς. Δεν φταίει η Β. Εγώ δεν έδινα ένα τέλος. Κι ας μην περνούσα καλά. Θα ήταν καλύτερα να ήμουν μόνος. Αλλά όταν σας γνώρισα, είπα, "Αυτή είναι η γυναίκα που περίμενες. Όλα τ' άλλα, δεν υπάρχουν". Δεν μπορώ να σας χάσω, Αφέντρα... Και μόνο στη σκέψη, τρελαίνομαι... Δεν ξέρω πως να σας το πω...
-Σήκω πάνω, αφέντη..., του είπα χαμογελάστη.
-Όχι πάλι, "αφέντη"..., σηκώθηκε αργά, μορφάζοντας.
-Ό,τι θέλω θα λέω, χαρά μου... Δεν θα μου πεις εσύ, πως θα σε αποκαλώ... Το καταλάβαμε;...

Χαμογελούσε.
Με έσφιξε στην αγκαλιά του.
-Όλη την ώρα, ξαπλωμένος, αυτό περίμενα... αυτή τη στιγμή... που όλα θα έχουν τελειώσει και θα σας σφίξω στην αγκαλιά μου..., είπε με τη φωνή που ήξερα.
-Χμ... Εγώ πάλι, όση ώρα ήσουν ξαπλωμένος, άλλα σκεφτόμουν..., κοίταξα τον απέναντι τοίχο, γέρνοντας λίγο το κεφάλι.

Με σήκωσε στα χέρια του και με άφησε, μαλακά, στο κρεβάτι.
-Χμ... Όχι αυτό, ακριβώς..., είπα σκεπτική.
Τον τράβηξα και ανέβηκα πάνω του, πιάνοντας τις χειροπέδες.
-Τώρα, θα σου δείξω.