31.1.10

The man Who Adored Women

Το τι και πως ήταν ο Χ, το ήξερα εγώ και μόνον εγώ.
Με λάτρευε σαν τη Θεά του και φερόταν ως ο ιδανικός υποτακτικός.
Όταν, όμως, ήμασταν μόνοι.

Στη κοινωνική μας ζωή, ο Χ ήταν ευγενής, γλυκομίλητος, συγκαταβατικός, σοβαρός, μετρημένος, ευδιάθετος, εξαιρετικά διακριτικός.
Απέφευγε να με λέει με το όνομά μου, δεν μιλούσε - ασφαλώς - στον πληθυντικό, και ο νους του ήταν πάντα σε 'μένα - μήπως θέλω ή χρειάζομαι το οτιδήποτε.
Όταν πηγαίναμε για ψώνια, πάντα θα περπατούσε ένα βήμα πίσω μου, πάντα θα κρατούσε τις τσάντες.
Όταν βρισκόμασταν σε παρέα, δεν θα κρατούσα ποτέ αναπτήρα, δεν θα άνοιγα ποτέ πόρτα, δεν θα τραβούσα ποτέ κάθισμα, δεν θα έβαζα ποτέ να πιω.

Παρ' όλα αυτά, κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει εάν ήμασταν ζευγάρι ή όχι.
Ο Χ ήξερε τη θέση του.
Και το τι συνέβαινε μεταξύ μας - κεκλεισμένων των θυρών - δεν αποτελούσε λόγο για να συμβεί κάτι άλλο, εκτός αυτών.
Ήξερε ότι σιχαίνομαι τις διαχυτικότητες, τις οικειότητες, τα πονηρά χαμογελάκια, τα περίεργα υπονοούμενα και ήταν πάντα διακριτικός και σε απόσταση.
Τόσο σε σωματική, όσο και σε επικοινωνιακή.

Ο Χ δεν ήταν από τους άνδρες που τους βλέπεις και σου γυρίζει το κεφάλι.
Ήταν ένας απλός, συμπαθητικός, άνδρας.
Όταν, όμως, τον πλησίαζε μία γυναίκα, κολλούσε.
Ήταν τόσο γοητευτική η ευγένειά του, τόσο άψογοι οι τρόποι του, που οι γκόμενες λιγώνονταν, σαν να είχαν κατεβάσει ένα βάζο μαρμελάδα!
Τις έβλεπα να τον παίζουν, να του τη πέφτουν, να του κάνουν τα γλυκά μάτια.
Ο Χ ερχόταν σε πολύ δύσκολη θέση.
Εγώ πέθαινα!

Τον άφηνα να τα βγάλει πέρα μόνος του και καμμιά φορά, με κοιτούσε σαν να μου ζητούσε βοήθεια.
Δεν ήμουν τρελή, για να διέκοπτα τέτοια διασκέδαση!
Τον κοιτούσα από μακριά, καπνίζοντας και χαμογελώντας σαρδόνια.
Κι όταν ερχόταν κοντά μου, του έλεγα: "Τι έκανες, διάολε, πάλι εκεί;! Πάλι έπαιζες με γκόμενες;! Θα σου πω εγώ, όταν πάμε σπίτι!".
Στις αρχές, ψάρωνε. Χοντρά.
Προσπαθούσε να δικαιολογηθεί αλλά τι να πει; Αυτός ήταν ο χαρακτήρας του. Γι΄αυτόν τον είχα αγαπήσει κι εγώ.
Μετά από λίγο καιρό - όταν πλέον ήξερε ότι μου άρεσε - έσκυβε το κεφάλι ή χαμήλωνε τα μάτια και κοκκίνιζε.
Μου ερχόταν να τον βάλω κάτω, όπως ήμασταν, και να τον έκανα μπλε από τα χαστούκια!
Αν δεν ήταν αυτό αυτοέλεγχος...

Ένα βράδυ, έπρεπε να πάμε σε ένα bachelor μίας φίλης τους, σε μπουζούκια.
Το ότι σιχαίνομαι και τα bachelors και τα μπουζούκια, δεν είναι το θέμα μας...
Σε κάποια φάση, ήρθε μία παρέα από γκόμενες και οι σερβιτόροι έψαχναν να βρουν τρόπο για να προσθέσουν τραπεζοκαθίσματα.
Ο Χ σηκώθηκε κι εκείνος να βοηθήσει όπως μπορούσε, όπως και άλλοι στην παρέα.
Όταν ξανακάθησε, παρατήρησα ότι είχε λαχανιάσει λίγο...
-Βλέπω ότι έχουμε ανεβάσει παλμούς...;, τον ρώτησα αργόσυρτα.
-Όοοχι, Αφ...
-Αυτά να τα πεις αλλού! Τι σκέφτηκες;
Τα είχε εντελώς χαμένα, λέμε...
-Δε... όχι... τίποτα...
-Ρώτησα τι σκέφτηκες!
-Δεν είναι σωστό να σας πω, Αφέντρα...
-Αυτό το κρίνεις εσύ;
Δαγκώθηκε.
-Λοιπόν; Θέλεις να εκμεταλλευτούμε την ένταση της κωλομουσικής ή να βγούμε έξω, να μου τα πεις καλύτερα;
-Έξω, Αφέντρα... καλύτερα έξω...
-Πολύ καλά... Σήκω!

Βγήκαμε έξω από το κωλομάγαζο και ο Χ κοιτούσε τα χαλίκια.
-Αν είναι να περιμένω πολύ, να πάω να φέρω τα τσιγάρα μου.
-Αφέντρα...
-Ναι, αυτό το είπαμε μέσα. Έξω ήρθαμε για τα παρακάτω..., του είπα με νόημα.
-Δεν ξέρω πως θα ακουστεί... Σκεφτόμουν ότι θα ήταν ωραία... ότι θα ήταν ωραία...
-Ναι, θα ήταν πολύ ωραία αν ξεκόλλαγες! Πάμε ξανά!
Με κοίταξε και μου χαμογέλασε δειλά.
-Διάολε... λέγε, μην έχουμε άλλα...
-Σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ ωραία, εάν κάθονταν όλες πάνω μου..., του έφυγε το χαμογέλο ξαφνικά.
Πέθανα στα γέλια.
-Τι;! Τι;!, τον ρωτούσα και τον έσπρωχνα, συγχρόνως.
Άρχισε να γελάει κι εκείνος, κοιτάζοντάς με να χτυπιέμαι.
-Θα ήταν ωραία, αν ήμουν εγώ το κάθισμα για όλες...
-Συγγνώμη... συγγνώμη..., προσπαθούσα να συνέλθω. Με ή χωρίς ρούχα;, ξαναξέσπασα σε γέλια.
-Αφέντρα...
-Δε μου γαμιέσαι! Εγώ περνάω πολύ ωραία! Κακώς που δεν τους το πρότεινες! Εσύ έχασες!
-Θυμώσατε, Αφέντρα;..., στενοχωρήθηκε.
Τον πλησίασα και του χαμογέλασα.
-Είσαι καθόλου καλά;... Από τα καλύτερα που έχεις πει! Από τα καλύτερα!

Δεν ήταν, ωστόσο, το καλύτερο που είχα δει...

30.1.10

The Sum Of All My Fantasies

Με τα νέα δεδομένα, η σχέση μπήκε σε άλλη διάσταση.
Δεν υπήρχε τίποτα που να μου ερχόταν να κάνω και να μην το έκανα.
Και το εκπληκτικό ήταν, ότι δεν υπήρχε τίποτα που να μην άρεσε και στον Χ.

Λέγαμε κάτι, και από εκεί πιανόμασταν και το ανεβάζαμε στη σκηνή.
Σπρώχνοντας τα όριά του, έσπρωχνε κι εκείνος τα δικά μου.
Ήταν ένας φαύλος κύκλος, που κανείς μας δεν ήξερε ποιο ήταν απόρροια ποίου.
Αυτό που ήμασταν, προκαλούσε αυτό που κάναμε ή αυτό που κάναμε, μας έκανε αυτό που γινόμασταν;

Ο Χ δεν είχε κανένα πρόβλημα με την έκτακτη αντικατάσταση του "e" με το "u".

Όταν του έδειχνα το ροζ μου, εκείνος το έβλεπε πάντα για κόκκινο.
Και γινόταν ταύρος...
Όταν ξυπνούσε μέσα μου εκείνο το κακομαθημένο κωλόπαιδο, που απαιτούσε, πείσμωνε, του έκανε σχέδια, νάζια ή που προσπαθούσε να τον αποπλανήσει σαν να ήταν 16-17 κι εκείνος 40-45, τρελαινόταν!
Κι όσο τρελαινόταν, τόσο λύσσαγα!

Και σαν να μην έφτανε αυτό, κόλλησε κι εκείνος...
Ένα απομεσήμερο, έπρεπε να φύγει για μία δουλειά με τους φίλους του και είχε βάλει στην πόρτα ένα σακίδιο που έπρεπε να πάρει μαζί του.
Τον πλησίασα με τα κλειδιά στο χέρι κι εκεί που περίμενα να βγει για να κλειδώσω, εκείνος είχε μείνει ακίνητος.
Γυρίζει, με κοιτάζει, γονατίζει και μένει εκεί.
-Τι συμβαίνει;..., τον ρώτησα.
Καμμία απάντηση.
-Θέλεις να μου πεις κάτι;...
Τίποτα.

Φορούσα μία μακριά μαύρη φούστα, εβαζέ, με αρκετά μεγάλο άνοιγμα.
Ξαφνικά, τον βλέπω να σέρνει τα γόνατά του και να μπαίνει κάτω από αυτή!
'Εβαλα τα γέλια.
-Είσαι καλά εκεί;
Ένοιωσα το κεφάλι του να κινείται καταφατικά.
-Δεν θα πας στα παιδιά;
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, λες και οι προσαγωγοί μου είχαν μπει σε πλυντήριο αυτοκινήτων.
-Γιατί δεν θέλεις να πας;
Τίποτα.
-Και τι θα κάνεις;
Πάλι τίποτα.
-Θέλεις να μου μιλήσεις λίγο;...
Καταφατική κίνηση.
-Πολύ καλά. Μπορείς να βγεις από τη φούστα μου τώρα;
-Όχι, Αφέντρα... Δεν θέλω..., είπε με νάζι.

Άρχισε να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Πάλι δεν θα τη γλύτωνε...
-Και τι θέλεις;
-Να μείνω εδώ, είπε πεισμώνοντας.
-Όταν λες εδώ; Εδώ στο σπίτι ή εδώ, κάτω από τη φούστα μου;
-Εδώ... Κάτω από τη φούστα σας..., είπε και κάθισε οκλαδόν. Προσπαθούσε δε, να μαζέψει τα πόδια του, να μην φαίνονται ούτε τα παπούτσια του.
Χαμογελούσα, προσπαθώντας να μην ξαναβάλω τα γέλια.
-Και τα πράγματα που πρέπει να τους πας;

Ένα χέρι βγήκε δειλά από τη φούστα μου και ψαχούλεψε στον αέρα μέχρι να πιάσει τον σάκο.
Μετά τον τράβηξε αργά προς το μέρος του και τον έβαλε κι αυτόν κάτω από το ύφασμα, πάνω στα πόδια του.
-Ποια πράγματα, Αφέντρα;..., ρώτησε αθώα.
-Βγες, διάολε, από εκεί! Μου έχεις κάνει τη φούστα, αντίσκηνο!
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
-Πολύ καλά, λοιπόν! Και τι θα γίνει τώρα;!
-Τίποτα, Αφέντρα..., είπε πάλι με νάζι.
-Τι εννοείς, τίποτα;! Θα καθήσουμε εδώ, έτσι;!
-Όχι, έτσι, Αφέντρα...

Ο σάκος έπεσε από τα πόδια του και βγήκε από την φούστα καθώς γύριζε προς το μέρος μου. Με δάγκωσε απαλά, πάνω από το εσώρουχό μου.
Τραβήχτηκα, ασυναίσθητα, λίγο πίσω.
-Είσαι καλά;!, τον ρώτησα ξαφνιασμένη.
-Όχι, Αφέντρα... Δεν είμαι... Θέλω το σιρόπι μου...
-Τι πράμα;!, ύψωσα τη φωνή.
-Αν ήμουν άρρωστος, δεν θα μου δίνατε κάτι να μου περάσει;... Ε, δεν νοιώθω καλά να βγω έξω... Να μείνω μέσα, σας ζητάω... Και να μου δώσετε το σιρόπι μου... Αν θέλετε...

Δεν υπάρχει λόγος να γράψω τον διάλογο που ακολούθησε.
Ούτε και τις πράξεις.
Αυτή ήταν, όμως, η ζωή μου με τον Χ.

Όλα σε πλήρη αρμονία με τις διαθέσεις μου.
Δεν χρειαζόταν να πω πως νοιώθω ή τι θέλω.
Αρκούσε μόνον να τον κοιτάξω. Κι εκείνος καταλάβαινε...

Όταν ήμουν απλώς η Νανά, ήταν ο πιο ζεστός άνδρας του κόσμου.
Όταν έβγαινε η Μπουμπού, ήταν ο πιο γλυκός ενήλικας του κόσμου - κάποιες φορές, και ο πιο γλυκός συνομήλικος του κόσμου.
Κι όταν έβλεπε την Barbarella, γινόταν ο πιο δοτικός, ο πιο πιστός, ο πιο αφοσιωμένος ακόλουθος στον κόσμο.

Με τον Χ έκανα πράγματα, που όχι μόνον δεν μου είχαν περάσει ποτέ από το μυαλό αλλά και πράγματα - που δεν είχα κάνει - και που δεν ήθελα να κάνω.
Αλλά μου τα έβγαζε όλα, τόσο φυσικά...

Την Δευτέρα, κανονίσαμε να έρθει ο Α για να πάρει τα πράγματα.
Όταν μπήκα στο διαμέρισμα - για να τσεκάρω ότι δεν είχαμε αφήσει τίποτα σε κοινή θέα - βρήκα μία χάρτινη σακούλα και ένα σημείωμα, πάνω στον καναπέ.
Κάθησα και άναψα ένα τσιγάρο.
Δεν πήγαινε το μυαλό μου στο τι θα μπορούσε να είχε μέσα αλλά ήμουν σίγουρη ότι θα μου ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι.
Η σακούλα είχε 4 βιβλία.
Από εκείνα που μου αρέσει να διαβάζω...
Από τις εκδόσεις που μου αρέσουν...
Στο σημείωμα, έγραφε: "Βρήκα τρόπο για να Σας κρατώ ικανοποιημένη ακόμα κι όταν δεν είμαι εκεί"...

Έβαλα τα χέρια στο πρόσωπό μου και ακούμπησα τους αγκώνες στα γόνατα.
Ήταν παραπάνω από βέβαιο.
Μπορεί τότε να μην ήξερα ότι η σχέση που είχα με τον Χ, λέγονταν D/s.
Ήξερα, όμως, ότι ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του.
Τέλος.

29.1.10

Between 2 Worlds

Στριμωγμένος σε δύο εαυτούς
μαθημένος να ατενίζεις την εικόνα σου σαν ξένος
καθώς χαμόγελα σε περιτριγυρίζουν και σου ζητούν να συμφωνήσει
εσύ πρέπει να ρωτήσεις το άλλο σου μισό που ασφυκτιά!

Νοιώθεις μετέωρος σε κούνια δύο κόσμων
ο ένας κλαίει, ο άλλος γελά
για να συνθέσουν την δική σου την αλήθεια
και να την κρύψουν σε μπαούλα σκοτεινά!

Και έτσι ζυμώνεται για χρόνια φυλαγμένη
παίρνοντας άρωμα ονείρου που κυλά
σε κατακόμβες, σε σπηλιές βαριανασαίνει
ψάχνοντας έξοδο για κάπου πιο βαθειά!

Περνούν τα χρόνια και να κρύβεσαι μαθαίνεις
απ’ το μισό σου στα κελιά τα σκοτεινά
που μες την θλίψη της σιωπής αργοπεθαίνει
μα έχει στο βλέμμα του το χρώμα της φωτιάς!

Έτσι, δεσμώτης του εαυτού σου καταλήγεις
λέγοντας ψέματα άθλια και θλιβερά
σε μια ευαίσθητη μορφή που κοκκινίζει
στη θέα του πόθου με ελεύθερη ματιά.

Όμως η στέρηση την κάνει σαν αγρίμι
λάβα από πάγο ρέει στην καρδιά
καταδικάζοντας το κάθε γιατρικό της
κάθε ελπίδα που πηγαίνει πιο κοντά!

Βλέπεις, συνήθισε τον θηριοδαμαστή της
έναν εχθρό της μες το ίδιο το κορμί
τον καθώς πρέπει αντίλαλό της
έναν τελάλη στη βιτρίνα της ψυχής!

Κάπου στο τέλος εμφανίζεται μια ελπίδα
που σε κοιτάζει μες τα μάτια αυταρχικά
θολό τοπίο έπειτα από καταιγίδα
για το μισό σου η πατρίδα που ζητά!

Και κάπου μέσα στην ομίχλη ξεχωρίζει
μια ηλιαχτίδα από ήλιο μακρινό
καθώς φωτίζει τα παλάτια ενός κόσμου
που μες το σκότος παραμένει ζωντανός!

Χρόνος περνά αφήνοντας χρυσή σκόνη
ζεστή σαν άμμο από θάλασσες καυτές
που την φωτίζει μια ματιά που κατεβαίνει
σ’ άπειρα βάθη στις κρυμμένες σου σπηλιές.

Καυτή ηδονή σαν του ηφαίστειου τη λάβα
με επήρεια άκρως λυτρωτική
τον πεθαμένο εαυτό σου ανασταίνει
και τον πηγαίνει σε απρόσμενη κορφή.

Σαν το μαχαίρι στην ψυχή σου μπαινοβγαίνει
μια γυναικεία κοφτερή ματιά
που με βαμβάκια την ψυχή σου κομματιάζει
και την ενώνει με αιθέρια γιατρικά!

Έτσι το υπόγειο που ζεις αναμορφώνει
μα βλέποντάς το σκεπτικός χαμογελάς
λιώνεις στον πόθο την ουσία της σαν νοιώθεις
τα όρια σου θες να στείλεις πιο μακριά.

Νόημα νέο σαν ερχόμενος αέρας
σε κάνει δέσμιο τρελό για υποταγή
στο μεγαλείο του Θηλυκού που έχεις λατρέψει
που σαν Αφέντρα στην ψυχή σου έχεις δεχτεί!

*musicslave

28.1.10

FreeDomme

Κάποια στιγμή, ανακάλυψα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με εμένα...
Προσπάθησα να εντοπίσω τι ήταν αυτό αλλά δεν φαινόταν να τα καταφέρνω...
Εκείνο που ένοιωθα, ήταν μία απροσδιόριστη αμηχανία.
Πως είναι όταν ανεβαίνεις σε βήμα για να μιλήσεις κι εκεί που είσαι έτοιμος, σε πιάνει λόξυγκας μπροστά σε ένα μεγάλο κοινό;
Κάτι τέτοιο...

Γενικά στη ζωή μου, αισθανόμουν πολύ σπάνια αμηχανία.
Σπάνια φόβο, ποτέ άγχος.
Έκανα αυτό που ήθελα - ή προσπαθούσα να το καταφέρω - αλλά κατόπιν σκέψεως.
Και όταν λάμβανα την οποιαδήποτε απόφαση, προχωρούσα χωρίς να σκέφτομαι αρνητικά.
Αυτό που ήταν να συμβεί, θα συνέβαινε. Τόσο απλά.

Δεδομένου του χαρακτήρα μου, δεν έπεφτα και πολύ έξω από τα αναμενόμενα.
Οπότε, δεν υπήρχε και λόγος να ανησυχώ για τίποτα.
Δεν άξιζε τον κόπο.

Εκείνη την περίοδο, όμως, βάσει των δεδομένων του χαρακτήρα μου ήταν που είχα φρικάρει.
Και τι μπορούσε να με βοηθήσει; Ένας τρίτος.
Ποιος ήταν ο τρίτος, στη συγκεκριμένη περίπτωση; Ο Χ.

Όσο ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά του με έλυναν, διάφορα άρχισαν να μου βγαίνουν.
Όλα ήταν πράγματα απόλυτα φυσιολογικά, για μία τέτοια σχέση.
Υπήρχε, ωστόσο, και κάτι αλλόκοτο...

Ο Χ με αποκαλούσε Mistress Barbarella.
Για συντομία και συνθηματικά - μπροστά σε τρίτους, κυρίως - μιλούσαμε σε τρίτο πρόσωπο με τα αρχικά "BB".
Για παράδειγμα: "η BeBe τώρα θα νευρίαζε μ' αυτό;", "νομίζω ότι η BeBe θα ήθελε να την πηγαίναμε κάπου αλλού" ή "θα τον φτιάξει η BeBe, όταν πάνε σπίτι..."
Ξέραμε για ποια μιλούσαμε.

Εντελώς απροσδόκητα, όμως, άρχισε ο λόξυγκας...
Εκεί που είμασταν μια χαρά, πεταγόμουν κι έλεγα πράγματα, που δεν είχαν ξαναβγεί από το στόμα μου.
Φρίκαρα... Σταματούσα... Αναρωτιόμουν...
Ο Χ δεν φαινόταν να ενοχλείτο, παρ' αυτά...

Το πρόβλημα άρχισε να εκδηλώνεται καθαρά, όταν ένα πρωί ξύπνησα με μεγάλη όρεξη να αγοράσω καλλυντικά.
Μπήκα - περιχαρής - σε ένα υποκατάστημα εξιδικευμένης αλυσίδας και άρχισα τη λεηλασία. Διάφορες γυναικείες μαλακίες: κρέμες, βερνίκια, nesesair.
Ώσπου κάποια στιγμή, άκουσα τον εαυτό μου να λέει σε μία υπάλληλο: "Έχετε κάτι σε ροζ; Ενδιαφέρομαι για ρουζ και κραγιόν, ειδικά. Συγκεκριμένα, θα ήθελα κάτι σε baby pink".

Η πωλήτρια ξεκίνησε να μου δείχνει κι εγώ είχα μείνει στήλη άλατος...
Έλεγα από μέσα μου: "Τι;! Πας καλά;! Τι δουλειά έχεις εσύ με το ροζ;! Ξεμωράθηκες εντελώς, καημένη;!
Ναι.
Αλλά υπήρχε κάτι άλλο μέσα μου, που έλεγε κι αυτό, "Γιατί; Έτσι μου 'ρθε! Γιατί όχι;", λες και δεν έτρεχε τίποτα.
Βγήκα από το μαγαζί, με ένα θεϊκό - θεϊκό, όμως - lip gloss και ένα καταπληκτικό ρουζ...

Το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν να πάω σε ένα café και το δεύτερο, να πάρω τηλέφωνο τον Χ.
-Δεν είμαι καλά..., του είπα μόλις το σήκωσε.
-Τι έχετε, Αφέντρα;!, ανησύχησε.
-Νομίζω, παλιμπαιδισμό... Και το περίεργο είναι, ότι δεν ευσταθεί το "πάλι", γιατί εγώ δεν υπήρξα ποτέ παιδί... Δεν είμαι καλά... Δεν μπορείς να το καταλάβεις..., του έλεγα απελπισμένη.
-Κάτι έχω καταλάβει, Αφέντρα..., είπε μαλακά.
-Με δουλεύεις... δεν γίνεται...

Ο Χ δεν με δούλευε καθόλου.
Όταν ήρθε, τον σήκωσα άρον-άρον από τα πατώματα και τον έσπρωχνα να καθίσει στην τραπεζαρία.
-Έχουμε μεγάλο πρόβλημα!, τον προειδοποίησα. Δηλαδή, εγώ! Δηλαδή - όπου να 'ναι - κι εσύ!
Άρχισα να τον ρωτάω, αν θυμόταν ότι είπα το τάδε ή αν κατάλαβε ότι έκανα το δείνα, σε ανύποπτους χρόνους, τελευταία.
Τα θυμόταν...

-Θα μου στρίψει!..., του έλεγα. Δεν είμαι εγώ αυτή! Δεν ήμουν ποτέ έτσι! Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι το μισώ το ροζ! Πάντα το μισούσα! Από ανέκαθεν! Από εξ΄αρχής! Εξ' απ' ανέκαθεν! Καταλαβαίνεις;! Και ό,τι κάνω σε 'σένα, δεν το έχω ξανακάνει! Σε προκαλώ κάπως, σε χειρίζομαι, σκέφτομαι διάφορα...! Εγώ αυτά δεν τα έχω κάνει με άλλους! Και τα κάνω τώρα;! Με 'σένα;! Δεν πάω καλά! Να με προσέχεις! Δεν είμαι καλά! Αλήθεια, θα μου στρίψει!

Ο Χ κάπνιζε και απολάμβανε τη σκηνή.
Με κοιτούσε χαμογελαστός και φαινόταν να του άρεσε όλο αυτό.
Άφησα το σώμα μου να πέσει βαρύ στον καναπέ.
-Δεν καταλαβαίνεις... Δεν πάω καλά... Δεν με αναγνωρίζω... Ανησυχώ... Τι μαλακίες είναι αυτές που κάνω... Δεν καταλαβαίνεις...
Άφησε το τσιγάρο του στο σταχτοδοχείο και ήρθε να γονατίσει μπροστά μου.
-Καταλαβαίνω, Αφέντρα..., προσπάθησε να με πείσει. Αυτό που δεν καταλαβαίνω, είναι γιατί τα βάζετε με τον εαυτό σας. Ό,τι κάνετε, είστε εσείς. Ό,τι κάνετε, εμένα μου αρέσει.

Νευρίασα. Πολύ.
-Σταμάτα! Μην είσαι τόσο συγκαταβατικός μαζί μου! Δεν μπορεί να σου αρέσει αυτό! Δεν αρέσει σε εμένα! Πως αρέσει σε εσένα;! Γιατί να επιλέξεις να είσαι με μία γυναίκα σαν εμένα, όταν αυτό που κάνω τόσο καιρό, δεν έχει διαφορά με αυτό που κάνουν οι υπόλοιπες;! Κόψ' το, λοιπόν! Είπαμε, σκλάβος! Όχι να κοροϊδευόμαστε!
Ο Χ κοίταξε τον καναπέ, στενοχωρημένος.
-Πότε δεν έχω μιλήσει τόσο ειλικρινά σε μία γυναίκα, Αφέντρα... Γιατί το λέτε αυτό;... Είναι τόσο κακό να είστε θηλυκό;... Είναι τόσο κακό να γίνεστε παιδί;... Γιατί να μην αρέσει σε έναν άνδρα σαν εμένα, μία τέτοια γυναίκα, σαν εσάς;...

Του σήκωσα το κεφάλι απότομα.
-Γιατί αυτή η γυναίκα, έχει αρχίσει να ξεφεύγει από τον εαυτό της, Χ! Έχει αρχίσει να κάνει πράγματα και να σκέφτεται να κάνει άλλα τόσα, που δεν χωράνε σε τέτοια σχέση! Τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνεις;!
-Δεν καταλαβαίνω, Αφέντρα, για ποιον λόγο να μην μου αρέσει αυτό. Για ποιον λόγο να μην μου αρέσουν όλα. Δεν περιμένω από εσάς να με πετυχαίνετε στη γωνία με ένα μαστίγιο, συνέχεια. Ούτε να είστε μία γυναίκα που έχει πάντα αυτοκυριαρχία. Όταν κάνατε αυτά που είπατε, αντέδρασα; Όχι. Μου άρεσε. Ούτε εγώ το έχω ξαναζήσει. Και μέχρι τότε, ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ήθελα να το ζήσω. Τώρα, θέλω. Γιατί μου αρέσει. Και δεν πιστεύω ότι κάνετε ό,τι κάνουν οι άλλες. Αυτά που κάνετε εσείς, έχουν άλλη σημασία.
-Και άλλο χρώμα!, του είπα έξω φρενών. Ροζ! Σου αρέσει κι αυτό;! Το ότι κινδυνεύω από BeBe, να γίνω Μπουμπού;!

Ο Χ έμοιαζε σαν να είχε ξυπνήσει από κάτι...
Σήκωσε απότομα το βλέμμα και με κοίταξε κατάματα.
-Μπουμπού..., έκανε την ηχώ μου. Γελούσε. Δεν το είχα σκεφτεί αυτό... Μπουμπού..., έπαιζε με τη λέξη στο στόμα του.
Ήταν ενθουσιασμένος!
-Είδες πόσο έξυπνη Αφέντρα έχεις;!, τον ειρωνεύτηκα. Ξανθιά-ξανθιά, τα βρίσκει μόνη της! Γιατί χαίρεσαι τόσο;!
-Γιατί μου αρέσει και η Bebe και η Μπουμπού!, είπε ενθουσιασμένος.
-Ωραία! Ακόμα καλύτερα!, συνέχιζα να τον ειρωνεύομαι. Θα έχεις μία Αφέντρα που θα κάνει για τρεις! Τι να πω! Είσαι τυχερός!
-Είμαι, Αφέντρα..., δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Ούτε το γέλιο του, ούτε το μυαλό του.
-Θαυμάσια! Στο επόμενο ταξίδι, μαζί με τα μαστίγια, να βάλεις και μία κουδουνίστρα!

Τρελάθηκε...
Ανασηκώθηκε από το πάτωμα και με έπιασε από τη μέση. Είχε σοβαρέψει απότομα.
-Σας δίνω τον λόγο μου, ό,τι βρω σε ροζ, θα σας το φέρω... Αλλά και κουδουνίστρες να μου ζητήσετε, θα σας φέρω ολόκληρη συλλογή, να έχετε να παίζετε...
-Είσαι ανώμαλος, Χ..., σοβάρεψα κι εγώ. Κι αν είσαι εσύ μία, εγώ - λογικά - θα πρέπει να είμαι δέκα... Μιλάμε, για την απόλυτη διαστροφή... Δεν υπάρχει αυτό...
-Αν είναι ανωμαλία, Αφέντρα, να θέλεις να ζήσεις τα πάντα με μία γυναίκα, εγώ δεν είμαι μία. Τότε είμαι 100.

Το μαύρο έκανε αμέσως σκόνη το ροζ...

Τον έσπρωξα κάτω, ανέβηκα επάνω του και τον έπιασα από τον λαιμό.
Τον έσφιγγα τόσο πολύ, που το πρόσωπό του είχε κοκκινήσει.
-Θέλεις να μιλήσουμε για ανωμαλία;, του ψιθύρισα, κολλώντας σχεδόν το πρόσωπό μου στο δικό του. Το ξέρεις ότι μία μέρα, μπορώ να σε σκοτώσω; Να σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια;
Προσπάθησε να γνέψει καταφατικά.
Τον κοίταξα για λίγο, με σφιγμένα τα χείλη.
Χαλάρωσα το σφίξιμο, χωρίς να πάρω το χέρι μου από τον λαιμό του.
-Σας αγαπάω, Αφέντρα..., είπε για πρώτη φορά. Ακόμα και να με σκοτώσετε, αφήστε με να γράψω κάπου, ότι εγώ το ζήτησα. Εκείνη, δεν φταίει. Το "εκείνη", θα το γράψω με κεφαλαία...

Μαύρο.

27.1.10

You Gotta Love Her

Οι Δ/δύο Γ/γυναίκες επέστρεφαν στο δωμάτιο Της Domme.
Τώρα γνώριζαν τι συμβαίνει...

Απ' έξω από το δωμάτιο, κόσμος είχε μαζευτεί.
Ψιθύριζαν μεταξύ τους αναστατωμένοι, βλέποντας και δείχνοντας το παιδί.
Μόλις αντιλήφθηκαν ότι έρχονταν οι Γ/γυναίκες, σκόρπισαν στους διαδρόμους, τρέχοντας.

Το κοριτσάκι έπαιζε με τη φωτιά, γελώντας.
Μικρές φλογίτσες άναβαν στα δακτυλάκια της για λίγο. Κρέμονταν από αυτά και έσταζαν πάλι μέσα στη φωτιά. Άλλες, επίσης, αγκάλιαζαν τα ποδαράκια της και επέστρεφαν σαν σερπαντίνες στο τζάκι. Μικρές σπίθες ξεπηδούσαν από τις μικρές της χούφτες και όταν άνοιγε τα χεράκια της, γέμιζαν τα μαλλιά της από αυτές.

Στάθηκαν για λίγο και το κοιτούσαν, χαμογελώντας.
-Έλα εδώ, παιδί Μου, είπε γλυκά η Domme και κάθισαν Ό/όλες μαζί στον καναπέ. Που έμαθες εσύ να παίζεις με τη φωτιά; Τα μικρά παιδιά δεν παίζουν με φωτιές... έτσι δεν είναι;...
-Όχι όλα τα παιδιά, Την κοίταξε το κοριτσάκι. Εγώ μπορώ. Ο Χ μου το είπε.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ Τ/τους.
-Που τον ξέρεις εσύ τον Χ;..., ρώτησε η Γυναίκα.
-Εκείνος με ξύπνησε, σήκωσε τους ώμους το παιδί.
-Και τι σου είπε;..., συνέχισε η Γυναίκα.
-Ότι είμαι η αγαπημένη του, απάντησε με βεβαιότητα εκείνο.
-Τι είσαι;..., ρώτησε η Domme, ανασηκώνοντας το φρύδι.
-Η αγαπημένη του, είπε καθώς έστριβε στα δακτυλάκια της το ροζ φορεματάκι. Μου είπε να ξυπνήσω και να κάνω ό,τι θέλω, είπε και ανασήκωσε το κεφαλάκι της. Και όποτε θέλω, να πηγαίνω να παίζω μαζί του!, ύψωσε λίγο τη φωνή της.

Οι Γ/γυναίκες δεν μιλούσαν.
Κοιτούσαν τη μικρή με τα ροζ και δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια Τ/τους.
Ούτε στα αυτιά Τ/τους.

-Ε/εμείς θα πάμε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε με το δωμάτιό σου, είπε και σηκώθηκε η Domme.
-Δεν πηγαίνω εγώ σε εκείνο το δωμάτιο!, είπε με θράσσος το παιδί.
-Και τι θα κάνεις;..., το ρώτησε η Γυναίκα.
-Θα μείνω εδώ! Μαζί Σ/σας! Εγώ δεν θέλω να φύγω! Εδώ είναι η φωτιά!, συμπλήρωσε με νάζι.
-Πολύ καλά..., είπε η Domme απηυδισμένη. Εγώ θα πάω για τη siesta Μου. Μέχρι να επιστρέψω, να είσαι φρόνιμη και να μη φύγεις από αυτό το δωμάτιο. Είμαι σαφής;
-Μάλιστα, Κυρία, είπε το κοριτσάκι και έκανε μία μικρή υπόκλιση, πιάνοντας τις άκρες από το φορεματάκι της, καθώς αναπήδησε από τον καναπέ.

Η Γυναίκα ακολούθησε Την Domme στο δωμάτιό Της.
-Τι θα κάνουμε, Κυρία;..., αναρωτήθηκε.
-Δεν ξέρω! Αυτό είναι άλλο! Είπαμε. Να μας το κάψει, να μας πνίξει. Όχι να μας φορτώσει και παιδιά! Αυτό πάει πολύ! Και ροζ;! Ροζ;! Το σιχαίνομαι, διάολε, το ροζ! Πρέπει να λάβω τα μέτρα Μου με τον Χ!
Βημάτιζε νευριασμένη.
-Εν πάση περιπτώσει! Πήγαινε κι εσύ να ξαπλώσεις και θα το συζητήσουμε μετά! Τώρα έχω νεύρα! Πολλά νεύρα!

Ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια Της.
Τι αναστάτωση κι αυτή..., σκέφτηκε. Μα ένα παιδί! Παιδί! Πως υπήρχε ένα παιδί εκεί μέσα; Πως δεν το είδαν ποτέ; Πως δεν ακούστηκε ποτέ; Ένα κλάμα! Κάτι!
Όταν κατάφερε να διώξει τις σκέψεις, αποκοιμήθηκε.

Άνοιξε τα μάτια Της, αργά.
Προσπάθησε να καταλάβει τι γινόταν.
Κι όταν κατάλαβε, ανασηκώθηκε έντρομη.
Πέταξε τα σκεπάσματα και με γρήγορο βήμα, πήγε στο δωμάτιο της Γυναίκας.
-Σήκω!, της είπε μόλις άνοιξε την πόρτα.
Η Γυναίκα - από τον ύπνο - φόρεσε τη ρόμπα της βιαστικά και προσπάθησε να φτάσει Την Domme, που είχε ανοίξει το βήμα και δεν Την έφτανε κανείς. Προσπαθώντας να δέσει τη ζώνη, σταμάτησε λίγο πριν πέσει επάνω Της. Κι αυτό που αντίκρυσε, την έκανε να πάει ένα βήμα πίσω, από εκεί που στεκόταν η Domme, με τα χέρια Της στη μέση.

Το δωμάτιό Της ήταν γεμάτο ροζ κορδελάκια.... Παντού...
Στα κάγκελα του κρεβατιού, στα πορτατίφ, κάτω στο πάτωμα, στους τοίχους, κρέμονταν από το φωτιστικό, από το ταβάνι...
Το κοριτσάκι καθόταν ήσυχο πάνω στο κρεβάτι και Τ/τις κοιτούσε χαμογελώντας σκανδαλιάρικα.

-Θέλετε να παίξουμε;!, Τ/τις ρώτησε με ενθουσιασμό. Έχω πολλές κορδέλες!
Η Domme έπιασε το μέτωπό Της.
-Θα το σκοτώσω, το κωλόπαιδο... θα το σκοτώσω... δεν υπάρχει περίπτωση..., ψιθύρισε στη Γυναίκα.
-Μπορεί να είμαι κωλόπαιδο αλλά δεν θα με σκοτώσετε, Κυρία, χαμογέλασε πλατύτερα το κωλόπαιδο. Θέλω κι εγώ να παίζω...
-Με ποιον να παίζεις, παιδί Μου;! Με Εμένα;! Είσαι στα καλά σου;!, κόντεψε να πάθει ανακοπή η Domme.
-Όχι με Εσάς, Κυρία... Με τον Χ, συμπλήρωσε με νάζι.

Η Γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο.
-Δεν μιλάμε έτσι στη Κυρία, κοριτσάκι μου..., προσπάθησε να το καλοπιάσει. Και ο Χ δεν είναι παιδάκι... Δεν παίζει παιχνίδια...
-Εσύ γιατί παίζεις, μαζί του;!, την κοίταξε με θράσσος αυτό. Θα παίζω κι εγώ! Και θα μιλάω όπως θέλω! Ό,τι θέλω θα κάνω! Ο Χ μου το είπε! Δεν με ενδιαφέρει!, πείσμωσε και σούφρωσε τα χειλάκια του.

Η Γυναίκα γύρισε αργά να κοιτάξει Την Domme, φοβισμένη.
-Τι κάνουμε τώρα;..., είπε ξέπνοα.
Η Domme, όμως, είχε αρχίσει να πλησιάζει το κρεβάτι. Πέρασε από δίπλα της και στάθηκε μπροστά στο κοριτσάκι, κοιτάζοντάς το με ένα περίεργο χαμόγελο.
-Τι είπες, καλό Μου...;, έμοιαζε να διασκεδάζει.
-Είπα! Θα κάνω ό,τι θέλω! Θα παίζω όσο θέλω! Δικός μου είναι ο Χ! Θα τον κάνω ό,τι θέλω!

Η Domme, τώρα γελούσε.
Έσκυψε λίγο και έπιασε το πηγούνι του.
-Εντάξει, λοιπόν. Θα παίζεις κι εσύ με τον Χ. Αφού σου το είπε... Αφού παίζουμε κι Ε/εμείς... Αλλά μάζεψε όλα αυτά που έκανες. Αυτό το δωμάτιο, είναι μαύρο. Δεν είναι ροζ. Δεν είναι για 'σένα.
Το κοριτσάκι σηκώθηκε στα γόνατά του και Της χαμογέλασε.
Την έπιασε μία μικρή-μικρή αγκαλιά, εκεί που Την έφτανε και ακούμπησε το κεφαλάκι της στο στήθος Της.
-Δεν θέλω να φύγω, Κυρία, είπε ναζιάρικα. Θέλω να είμαι μαζί Σας. Μόνο με Εσάς θέλω να είμαι. Κι ας μη με παίζετε. Εσάς αγαπάει ο Χ. Αν δεν Είστε Εσείς εκεί, εμένα δεν θα μου δίνει σημασία. Κι εγώ, με ποιον θα παίζω;

Η Domme έμεινε για λίγο σιωπηλή.
Έπιασε τα χεράκια του παιδιού και κάθισε δίπλα του.
-Σε αυτό το δωμάτιο, δεν μπορεί να μείνει κανείς, της εξήγησε μαλακά αλλά με σταθερή φωνή. Ούτε εσύ. Δεν μου αρέσουν τα παιδιά. Ποτέ δεν μου άρεσαν. Η Ακριβοθώρητη θα σου ετοιμάσει ένα δωμάτιο, δίπλα από τα δικά Μ/μας. Εκεί μπορείς να πάρεις τα κορδελάκια σου και να κάνεις ό,τι θέλεις. Αλλά να ξέρεις. Εάν σε ξανακούσω να μιλάς κατ' αυτόν τον τρόπο μπροστά Μου, θα γυρίσεις πίσω στο δωμάτιό σου. Χωρίς κουβέντα. Αμέσως. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις με τον Χ. Μπροστά μου, θα είσαι αγγελούδι. Αν δεν συμμορφωθείς, έχω Εγώ τον τρόπο να σε κάνω. Μη με αναγκάσεις, όμως. Δεν θα είναι καθόλου ωραία. Και δεν θα σε αγαπήσω ποτέ. Αν θέλεις να σε αγαπήσω, θα πρέπει να με αγαπήσεις εσύ πρώτη. Με τον τρόπο που με αγαπάει ο Χ. Αλλά για με κάνεις να σε αγαπήσω, θα πρέπει να μάθεις να συμπεριφέρεσαι. Και να με ακούς. Κατάλαβες;
-Μάλιστα, Κυρία, είπε υπάκουα το παιδί και χαμήλωσε τα μάτια του.
-Πολύ καλά. Μάζεψε τώρα τα κορδελάκια σου και ξάπλωσε μέχρι να επιστρέψουμε. Δεν θα ανεχθώ, ούτε για μία φορά, αντιρρήσεις και πείσματα. Αυτά στον Χ. Όχι σε Εμένα. Εντάξει, μικρή;
-Μάλιστα, Κυρία, επανέλαβε εκείνο.

Οι Δ/δύο Γ/γυναίκες πήγαν στο σαλόνι, αμίλητες.
Έβαλαν από ένα ποτό, άναψαν τσιγάρο και κάθισαν μπροστά στο αγαπημένο Τ/τους θέαμα.
Χ το ξύπνησε αυτό το παιδί..., μονολόγησε η Γυναίκα.
-Ναι..., συμφώνησε η Domme.
-Τι φταίει κι αυτό;..., αναρωτήθηκε η πρώτη.
-Όχι, δεν φταίει... Θέλει να παίξει κι αυτό... Παιδί είναι... Αυτό είναι το σωστό...
-Κι εκείνο το δωμάτιο... Πως κοιμόταν σε εκείνη την κούνια, τόσα χρόνια...
-Γιατί δεν υπήρχε κανείς να το ξυπνήσει, Ακριβοθώρητη... Και το παιδί ξύπνησε πεινασμένο... Κι αυτά που ζητά, είναι τα απλά και βασικά πράγματα που θα ζητούσε το κάθε παιδί: προσοχή, παιχνίδι, αγάπη, να διεκδικήσει.
-Τι να πω... Αν ο Χ καταφέρει να αντιμετωπίζει τόσο νάζι, τόσο πείσμα, τόση αθυροστομία... Δεν θα είναι πια υποτακτικός... Θα είναι ήρωας!

Η Domme σηκώθηκε με το τσιγάρο Της και πλησίασε το τζάκι.
Έβαλε τα δάκτυλά Της στη φωτιά και χαμογέλασε μυστήρια.
-Η μικρή, έχει αρχίσει να τον τυλίγει στα κορδελάκια της, Ακριβοθώρητη... Η μικρή, θα τον κάνει να σέρνεται... Θα το δεις...

26.1.10

Pretty In Pink, Isn't She?

Ετοίμαζε τις βαλίτσες της.
Δεν μπορούσε να μείνει πλέον σε εκείνο το δωμάτιο.
Το πρωί ήταν καλά.
Όσο έπεφτε, όμως, ο ήλιος, το δωμάτιο πνιγόταν στην υγρασία.
Όταν ερχόταν και ο Χ, γίνονταν όλα μούσκεμα...

Θα έμενε σε ένα δωμάτιο, που θα της παραχωρούσε η Κυρία.
Με εκείνη τη φωτιά στο τζάκι - ε, δεν μπορούσε! - τα πράγματα θα ήταν καλύτερα.
Και πιο στεγνά...

Έτσι κι αλλιώς, η Γυναίκα ήταν πια καθημερινά στο διαμέρισμα Της Domme.
Έτρωγαν μαζί, έπιναν μαζί, έκαναν πολύωρες συζητήσεις.
Όλα είχαν ξεκινήσει από τότε που άρχισε η εκπαίδευση με τη φωτιά.
Η Γυναίκα έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη στη Domme, από την πρώτη φορά.
Κι έμαθε να παίζει με τις φλόγες, χωρίς να καίγεται.
Όπως Εκείνη...

Η Domme βρισκόταν έξω από το παλιό Της δωμάτιο.
Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και άνοιξε.
Η Λογική, η Ψυχραιμία και η Σκέψη, πετάχτηκαν όρθιες.
-Μη ταράζεστε..., είπε ήρεμα η Domme. Από σήμερα, είστε ελεύθερες. Βέβαια, τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχατε αφήσει..., έπαιξε στα χέρια Της το riding crop. Όπως θα διαπιστώσετε, δεν θα έχετε πλέον τις ίδιες θέσεις. Ας πούμε... ότι θα είστε λίγο περιορισμένες... Ό,τι χρειάζεται η Νανά, το έχω αναλάβει Εγώ και η Γυναίκα. Εξ' ολοκλήρου. Είμαι κατανοητή...;
Οι τρεις τους κούνησαν γρήγορα το κεφάλι, καταφατικά.
-Πολύ καλά... Μπορούμε να συμφιλιωθούμε, τώρα... Λοιπόν...; Φίλες...;, τις ρώτησε και έδωσε το χέρι Της.
Πήγαν να δώσουν κι εκείνες τα δικά τους.
-Όχι... Όχι τέτοιες φίλες...., είπε αργόσυρτα, κοιτάζοντάς τες αυστηρά.
Φίλησαν το χέρι Της και αφέθηκαν ελεύθερες.

Κοίταξε λίγο το δωμάτιο.
Της φάνηκε τόσο παρελθόν...
Πόσο είχαν αλλάξει τα πράγματα...
Ήρθε ο Χ και έγινε ό,τι περίμενε χρόνια... Ξαφνικά...
Ήταν, όμως, έτοιμη...

Με το αγαπημένο Της riding crop, περπατούσε στους διαδρόμους.
Το θρόϊσμα από τον ταφτά και τα τακούνια Της, ήταν τα μόνα που ακουγόταν.
Φορούσε ένα μαύρο μακρύ φόρεμα, με ψηλό λαιμό, μακριά μανίκια - ως τις κλειδώσεις των δακτύλων -,
εφαρμοστό μακρόταλο κορσάζ, που κατέληγε σε μία πλούσια φούστα.
Κανείς δεν είχε δει ποτέ ούτε ένα εκατοστό γυμνής Της σάρκας.
Ούτε τα μαλλιά Της λυμμένα. Ποτέ...

Όσοι περνούσαν από δίπλα Της, Την χαιρετούσαν με σεβασμό, σκύβοντας λίγο το κεφάλι.
Δεν Την φοβούνταν πια. Την αγαπούσαν. Και Τη σέβονταν.
Εκείνη έκανε κουμάντο εκεί μέσα. Όλοι ήταν υπό των διαταγών Της.
Ήταν σκληρή. Αλλά ακριβοδίκαιη.
Οι πόρτες Της, ήταν πάντα ανοικτές για όλους.
Δεν υπήρχε τίποτα που να μη διαχειριζόταν.
Και δεν υπήρχε τίποτα που να μη μπορούσε να καταφέρει...

Προτεραιότητά Της, ήταν ο Χ.
Σε εκείνον χρωστούσε την ελευθερία Της.
Εκείνος Την έστεψε Βασίλισσα.
Όπως Της άρμοζε...

Πλησιάζοντας στο δωμάτιό Της, είδε την Γυναίκα να Την περιμένει απ' έξω με τη βαλίτσα στα πόδια της.
-Περιμένεις πολύ;, τη ρώτησε από απόσταση.
-Όχι, Κυρία... Σκεφτόμουν πως ήρθαν τα πράγματα... Και μάλλον χάθηκα στις σκέψεις... Στην αρχή νόμιζα πως θα μας το 'καιγε και τώρα φεύγω να σωθώ από σίγουρο πνιγμό..., είπε με νόημα.
-Να ήσουν πιο φρόνιμη, τότε, αποκρίθηκε η Domme, στο ίδιο ύφος και της χαμογέλασε.

Πέρασαν μέσα, η Γυναίκα τακτοποιήθηκε στο νέο της δωμάτιο και επέστρεψε στο σαλόνι που καθόταν η Domme. Άναψαν τσιγάρο και κοιτούσαν το τζάκι.
-Μου είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσω όλη αυτή τη κατάσταση. Ήρθαν όλα τόσο γρήγορα. Ο Χ, η δική Μ/μας γνωριμία... Είναι σαν να είναι συνέχεια καλοκαίρι...
-Πριν από λίγο έλεγες ότι θα πνιγόσουν!, την πείραξε η Domme. Τώρα είναι καλοκαίρι;!
Γέλασαν με τη καρδιά Τ/τους.
Χ Σας αγαπάει πολύ..., είπε χαμηλόφωνα και Την κοίταξε.
-Εσύ έχεις παράπονο;..., την ξαναπείραξε Εκείνη.
-Όχι...! Όχι...!
-Τότε;...
-Ξέρετε ότι χάρη σε Εσάς τον γνώρισα εγώ... Αν δεν είσασταν Εσείς, εγώ δεν θα έφευγα ποτέ από εκείνο το δωμάτιο...
-Κι Εγώ έφυγα από το δικό Μου, γιατί η Νανά γνώρισε τον Χ. Δεν έχεις καταλάβει ότι όλα είναι αλυσίδα; Δεν μπορεί να υπάρξει καμμία Μ/μας από μόνη Τ/της.
-Ναι... Και είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό...
-Αν δεν ήταν ο Χ, δε θα το μαθαίναμε ποτέ..., είπε με σιγουριά η Domme.

Έμειναν για λίγο να καπνίζουν σκεπτικές.
-Μπορώ να Σας πω κάτι, Κυρία;
-Σε ακούω...
Την πλησίασε στον καναπέ και έσβησε το τσιγάρο.
-Είναι λίγο δύσκολο να το διατυπώσω... Με τον Χ αισθάνομαι ότι για πρώτη φορά είμαι άνετη με έναν άνδρα... Δεν βρίσκομαι σε άμυνα... Δεν βρίσκομαι σε επιφυλακή... Δεν ξέρω πως να το περιγράψω... Απλά... οι προηγούμενοι έβλεπαν μόνο μία πλευρά μου... Κάποιοι ήθελαν τη μία, κάποιοι ήθελαν την άλλη... Ποτέ κανείς δεν με ήθελε ολόκληρη... Όπως είμαι... Ο Χ, θέλει να δει όλες μου τις πλευρές... Χωρίς να το περιμένει... Χωρίς να μου το ζητάει... Και, τώρα, για πρώτη φορά, είμαι εγώ εκείνη που θέλει... Καταλαβαίνετε...;

Η Domme την κοιτούσε με συμπάθεια.
Είναι τόσο αθώα.., σκεφτόταν.
-Έτσι είναι οι υποτακτικοί, Ακριβοθώρητη..., της είπε μαλακά. Αγαπούν πολύ τις Γυναίκες. Δεν θέλουν κάτι. Τα θέλουν όλα. Αλλά δε τα ζητούν ποτέ. Κι αυτό σε γαληνεύει... και αφήνεσαι...Ο υποτακτικός, είναι σαν τον μάγο. Μπορεί να βγάζει λουλούδια, από 'κει που δεν μπορεί να βγάλει κανείς ούτε κουνέλι!
Γελούσαν πάλι.
-Το βαρύναμε..., έσβησε το τσιγάρο Της. Πάμε να παίξουμε τώρα;!, της έδειξε τη φωτιά.
-Πάμε!, σηκώθηκε αμέσως όρθια η Γυναίκα.

Πέρασε κάμποση ώρα, με Τ/τις Δ/δύο Γ/γυναίκες να παίζουν με τις φλόγες.
Πείραζαν η Μία την άλλη, γελούσαν, διασκέδαζαν.
Όσοι περνούσαν απ' έξω, χαμογελούσαν κι εκείνοι. Κι ας μην ήξεραν γιατί γελούσαν Ε/εκείνες. Όλα πήγαιναν τόσο καλά πλέον εκεί μέσα. Όλα ήταν όπως θα έπρεπε, με Την Αφέντρα τους...

-Κι εγώ μπορώ να το κάνω αυτό!, ακούστηκε μία φωνούλα πίσω Τ/τους.
Τα γέλια Τ/τους κόπηκαν απότομα.
Πήραν τα χέρια από τη φωτιά και κοιτάχτηκαν μεταξύ Τ/τους με απορία.
Γύρισαν και οι Δ/δύο και είδαν ένα μικρό κοριτσάκι, ντυμένο στα ροζ, να στέκεται στο άνοιγμα.
Ξανακοιτάχτηκαν ξαφνιασμένες.
Εκείνο Τ/τις πλησίασε, μπήκε ανάμεσά Τ/τους και έβαλε τα χεράκια του στη φωτιά.
-Να!, Τ/τους είπε απλά.

Οι Γ/γυναίκες κοιτάζονταν ακόμα...
-Ποια είσαι εσύ, κοριτσάκι μου;, ρώτησε η Γυναίκα όταν συνήλθε.
-Δεν ξέρω, της είπε το παιδί, ανασηκώνοντας τους ώμους του.
Η Domme το κοίταξε καλά-καλά.
-Τι εννοείς δεν ξέρεις, παιδί Μου; Ποιανού είσαι εσύ;
-Δεν ξέρω, είπε πάλι το παιδί αφοσιωμένο στο παιχνίδι του.
-Πως το κάνεις αυτό...;, ξαναρώτησε η Γυναίκα.
-Είπα, δεν ξέρω!, απάντησε με θράσσος το κοριτσάκι.
Η Domme το άρπαξε από το χέρι και κάθισε στον καναπέ.
-Πως σε λένε, παιδί Μου;, προσπάθησε να μάθει.
-Δεν ξέρω, πείσμωσε το παιδί.
-Πολύ καλά..., νευρίασε Εκείνη. Από που ήρθες; Αυτό το ξέρεις;
-Ναι. Από το δωμάτιό μου, είπε ήσυχα.
-Το δωμάτιό σου;..., πλησίασε η Γυναίκα και κάθισε κι εκείνη στον καναπέ.

Κανείς δεν είχε παιδιά εκεί μέσα. Ποτέ.
Από που ήρθε αυτό;!
Πως βρέθηκε εκεί;!
Πως έπαιζε με τη φωτιά, σαν να ήταν το παιχνίδι του;!

Η Domme σηκώθηκε απότομα.
-Πάμε να Μ/μας δείξεις!
Το κοριτσάκι τραβούσε Την Domme από το χέρι και η Γυναίκα ακολουθούσε περίεργη.
Όποιον συναντούσαν, τον ρωτούσαν αν ήξερε κάτι γι' αυτό το παιδί.
Κανείς δεν είχε ιδέα...

Σταμάτησαν σε μία πόρτα, στο τέλος ενός διαδρόμου, που δεν ήξεραν καν ότι υπήρχε.
-Αυτό είναι το δωμάτιό μου, είπε δείχνοντας με το δακτυλάκι του τεντωμένο.
Η Domme άνοιξε απότομα την πόρτα.
Ήταν ένα δωμάτιο πολύ μικρό.
Τα παντζούρια και τα παράθυρα, ήταν ασφαλισμένα.
Κρεβάτι δεν υπήρχε, παρά μόνο μία κούνια.
Οι τοίχοι ήταν αραχνιασμένοι, τα πράγματα σκονισμένα.
Αλλά όλα ροζ... Τα πάντα...

-Εδώ κοιμόσουν, κοριτσάκι μου;... Σε αυτή την κούνια;..., ρώτησε στενοχωρημένη η Γυναίκα.
-Ναι, απάντησε μονολεκτικά το παιδί.
Η Domme μπήκε στο δωμάτιο και κοιτούσε τα πάντα με προσοχή. Δεν μιλούσε. Σκεφτόταν.
Πλησίασε το κοριτσάκι.
-Πήγαινε, παιδί Μου, στο δωμάτιό Μου. Θα έρθουμε σε λίγο, του είπε αυστηρά.
-Καλά, απάντησε αδιάφορα το κοριτσάκι.
Η Γυναίκα Την πλησίασε, αποσβολωμένη.
-Τι μπορεί να συμβαίνει, Κυρία;...

H Domme σταύρωσε τα χέρια Της στο στήθος και ακούμπησε στο κάσωμα.
Κοίταξε το κοριτσάκι που περπατούσε χαρούμενα στον διάδρομο.
Χ, εκτός από λουλούδια, βγάζει και παιδιά...

25.1.10

Superfly Guy

Την επόμενη κιόλα εβδομάδα - μετά το Πάσχα -, αγοράσαμε και τα πολυπόθητα λευκά είδη.
Πετσέτες, παπλώματα και σεντόνια - πολλά σεντόνια.

Πήγαμε και για πλυντήριο.
Ο πωλητής μάς εξηγούσε τι και πως για το καθένα κι εμείς χαμογελούσαμε, σκεπτόμενοι το τι το περίμενε.
Αγοράσαμε ένα πλυντήριο-στεγνωτήριο και, φυσικά, μας το έφεραν αυθημερόν...
Το συνδέσαμε, η ιδιοκτήτρια ανέβηκε να δει τα κατορθώματά μας, μας έδωσε τα συχαρίκια της, μας θαύμαξε κι έφυγε.

Αφού βάλαμε την πρώτη παρτίδα, για φρεσκάρισμα, αποφασίσαμε να ξεκουραστούμε.
Ο Χ - εκτός από το χάρισμα, ως υποτακτικός, να είναι καλός ακροατής - ήταν άριστος συνομιλητής. Πέρα από το να ρωτάει, για να μαθαίνει τις συνήθειές μου - όταν δεν καταλάβαινε κάτι -, μιλούσε πάντα ειλικρινά και πρακτικά. Από την περίοδο των ξενοδοχείων, στην περίοδο που φτιάχναμε το διαμέρισμα και ως το τέλος, οι συζητήσεις μας χαρακτηρίζονταν από αμεσότητα, ρεαλισμό και απλότητα.

-Ευτυχώς που πρόλαβα να βάλω μία τσάντα επάνω στο μαστίγιο... Είχα ξεχάσει ότι θα ανέβαινε, όπως - επίσης - ότι το είχα αφήσει πάνω στον καναπέ, είπα και του έδειξα το μέρος που ήταν το riding crop, δίπλα από εκεί που είχα καθίσει.
Εκείνος ετοίμαζε τα ποτά στη κουζίνα.
-Δεν θα καταλάβαινε, Αφέντρα, και να το έβλεπε, με καθησύχασε.
-Σωστό κι αυτό... Δεν ήταν το δικό σου μαστίγιο... Με εκείνο σίγουρα θα έπαιρνε στροφές... Και θα μας πέταγε έξω!, γέλασα.

Μετά, όμως, με έπιασε το παράπονο.
-Το δικό σου μαστίγιο, είναι πολύ ωραίο... Εμείς εδώ δεν έχουμε τόσο ωραία πράγματα.
-Εννοείτε εξοπλισμό;, ρώτησε καθώς καθόταν στα πόδια μου.
-Ναι. Οτιδήποτε... Εδώ έχουμε κάτι sex shops, που τα σιχαίνεται το μάτι σου. Δεν μπορείς να πιάσεις τίποτα, χωρίς χειρουργικό γάντι. Μοιάζουν όλα τόσο βρώμικα... Η δε αίσθηση που έχεις, είναι ότι μπαίνεις σε μία αποθήκη. Μία ατμόσφαιρα κλεισούρας... Στοιβαγμένα πράγματα, δεξιά-αριστερά, ανακατεμένα... Φρίκη... Όσο για τους υπαλλήλους... Είναι σαν καμμένοι... Κάθονται πίσω από έναν πάγκο - με ένα τασάκι πάνω του, που έχει πιάσει μάκα από τα σβησίματα - και νομίζεις πως μόλις τον έχουν παίξει. Έχουν ένα ύφος... λες και τους έπιασες στα πράσα... Λες και είναι κακό να υπάρχουν sex shops, λες κι εκείνοι κουβαλούν την αμαρτία...

Ο Χ άκουγε με προσοχή και κοιτούσε τα χείλια μου.
-Το δικό σας; Από που το πήρατε; Πως;
-Ω, το δικό μου ήταν μάλλον δώρο Θεού! Μία φίλη είχε γενέθλια και είπαμε να της πάρουμε ένα ομοίωμα, να το βάλουμε μες στην τούρτα. Όσο οι άλλες έψαχναν, εγώ είχα μείνει να κοιτάζω αυτό το μαστίγιο... Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι συναισθήματα μου προκάλεσε... Πως βγήκα από 'κείνο το μπουρδέλο... Περπατούσα στα σύννεφα, λέμε!, ενθουσιάστηκα.
-Τι άλλο θα θέλατε;, με ρώτησε χαμογελώντας με συμπάθεια.
-Δεν ξέρω... Πως μπορώ να ξέρω... Είχε διάφορα... ωραία ήταν... αλλά φθηνιάρικα... Κακές κατασκευές... αντιαισθητικές..., είπα συννεφιασμένα. Ενώ το δικό σου... το δικό σου είναι ένα καλαίσθητο μαστίγιο, προσεγμένο... Σε εμπνέει να το κρατάς, να κάνεις πράγματα... Αλλά και να μη κάνεις... να το κοιτάς... να το κοιτάς..., στενοχωρήθηκα περισσότερο.

Ο Χ γονάτισε μπροστά μου και έκλεισε τα χέρια μου στα δικά του.
-Εγώ θα σας φέρω πράγματα, Αφέντρα... Ό,τι θέλετε... Ό,τι ζητήσετε...
-Μακάρι να γινόταν..., του είπα σκεπτική.
-Γιατί να μη γίνεται, Αφέντρα;, ρώτησε με αφέλεια.
-Γιατί με τα μέτρα που έχουν πάρει μετά τους Δίδυμους, δεν μπορείς να κουβαλήσεις ούτε νυχοκόπτη. Κι εσένα θα σε αφήσουν να περάσεις μαστίγια και χειροπέδες; Κι εγώ τι θα κάνω μετά; Θα έρχομαι να σου φέρνω τσιγάρα στη φυλακή, που θα σε βάλουν με άλλους υπόπτους της Al Qaeda; Ξέρω τι καπνίζεις. Τα αεροπλάνα φοβάμαι.
Γέλασε. Σηκώθηκε από τις φτέρνες του και στάθηκε με ίσιο τον κορμό.
-Θα σας φέρω τα πάντα. Και εσείς θα κρατάτε ό,τι θέλετε. Ό,τι σας αρέσει.
-Δηλαδή, πρέπει να επιλέξω ανάμεσα σε 'σένα και τα μαστίγια; Γιατί θα επιλέξω εσένα...
Γελούσε.
-Θα σας έκανε ευτυχισμένη αυτό;
-Ποιο; Να επιλέξω εσένα; Από έναν εξοπλισμό; Μάλλον.
-Να έχετε πράγματα, Αφέντρα... Όπως σας αρέσουν; Και εμένα..., συμπλήρωσε κοιτάζοντας τα χέρια μου.
-Πολύ..., του είπα λες και ονειρευόμουν. Πολύ, όμως..., υπερθεμάτισα βέβαιη.

Από το επόμενο ταξίδι του, ο Χ προβιβάστηκε σε dealer.
Τη βαλίτσα δεν την έφερνε ποτέ επάνω, όταν ερχόταν.
Μόνο ό,τι είχε φέρει για 'μένα. Λουλούδια, π.χ.
Έμενε στο αμάξι του και περίμενε το σύνθημα: "Τι μου έφερες;!"
Και τότε κατέβαινε και έφερνε και τα πράγματά του.

Αδειάζαμε το περιεχόμενο πάνω στη τραπεζαρία κι εγώ καθόμουν - γυμνή, χορτάτη, τυλιγμένη με τα σεντόνια και τα μαλλιά πιασμένα αδέξια πάνω - σαν τη μαθήτρια.
Ο Σημαδεμένος, στεκόταν όρθιος - από την άλλη πλευρά του τραπεζιού - και άρχιζε το μάθημα. Πως λέγεται το καθένα, τι κάνει, πως το κάνει, γιατί το κάνουν, ποιοι το αγοράζουν. Τα πάντα.
Καθόμουν ανήσυχη στη καρέκλα - πότε γονατιστή επάνω της - και μόνο που δεν χειροκροτούσα!
-Θα το πάρω!, του έλεγα με ύφος Εβραίου εμπόρου. Το αγοράζω! Πόσο έχει;!
Ο Προμηθευτής μου, γελούσε πάντα ευτυχισμένος.
-Είναι προσφορά του καταστήματος..., έλεγε πάντα, ντροπαλά.
-Ωραία... Ποιος είναι ο υπεύθυνος;, τον ρωτούσα.
-Εγώ..., έλεγε και κοκκίνιζε.
-Χμ... τότε θα πρέπει να σας ευχαριστήσω, με κάποιον τρόπο, του έλεγα με ύφος, φυσώντας τον καπνό στο πρόσωπό του. Αλλά θα με ενδιέφερε να το δοκίμαζα πρώτα το προϊόν σας... Προσφέρεστε, αγαπητέ;...
-Μάλιστα, Αφέντρα, απαντούσε σαν παντζάρι.
-Πολύ καλά!, του έλεγα ενθουσιασμένη. Πηγαίνετε στο άλλο δωμάτιο, να με περιμένετε! Θέλω να σκεφτώ με τι να ξεκινήσω!

Ο Superfly, έφερνε μετρημένες ποσότητες.
Αν ήταν να τον κατηγορήσουν για κάτι, να ήταν η κατοχή. Όχι η εμπορία.
Μία Παρασκευή, όμως, έφερε πολλά.
Μετά από ό,τι έγινε, του είπα να κοιμηθεί στον καναπέ.
-Σήμερα λέω να χαρώ λίγο τα παιχνίδια μου..., του είπα κάπως. Όπως δεν είχα ξαναμιλήσει σε άνδρα...
Υπάκουσε.

Έβαλα ό,τι είχε φέρει - έως τότε - στο κρεβάτι.
Τα σκόρπισα παντού, τρελαμένη από χαρά και ικανοποίηση.
Ξάπλωσα στη μέση του κρεβατιού και έμεινα πολλές ώρες, να τα κοιτάζω με ένα χαμόγελο-cinemascope, υπό το φως του πορτατίφ.
Κρατούσα το riding crop μου και έκανα αφηρημένα σχέδια ανάμεσά τους, πάνω στο στρώμα.

Σκεφτόμουν, πως μπορεί να αλλάξει η ζωή ενός ανθρώπου στα ξαφνικά, από το πουθενά...
Πόσο σημαντικός ήταν ο άνθρωπος που κοιμόταν αμέριμνος στον καναπέ, για 'μένα...
Όχι γι' αυτά που έφερνε. Αλλά γι' αυτά που μου έβγαζε...
Και για την αποφασιστικότητά του, να εξηγεί και να απολογείται, σε όποιον άγνωστο του έκανε έλεγχο στα αεροδρόμια...
Και όλα αυτά, για 'μένα...

Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα να σταθώ μπροστά στον καναπέ.
Εκείνος κοιμόταν βαθειά. Στα σκοτεινά.
Ήταν ταλαιπωρημένος, είχε πέσει και στα χέρια μου...
Έβγαλα ό,τι φορούσα και σήκωσα το πάπλωμά του.
Ξύπνησε, αργά, με κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και χαμογέλασε, μισοκοιμισμένος.
Ξάπλωσα στην άκρη του καναπέ κι εκείνος προσπαθούσε να κάνει χώρο, κολλώντας την πλάτη του στη ράχη.
Με σκέπασε με το πάπλωμα και με αγκάλιασε. Τον αγκάλιασα κι εγώ.

-Κοιμήθηκες και δεν πρόλαβα να σου πω κάτι, του ψιθύρισα.
-Τι, Αφέντρα;, ρώτησε στον ίδιο τόνο.
-Ότι σ' ευχαριστώ.
Κοίταξε τα χείλη μου. Χαμογέλασε συνεσταλμένα.
-Εγώ σας ευχαριστώ, Αφέντρα..., είπε με βραχνή φωνή.
-Επίσης, δεν σου έχω πει ότι έχω ένα θέμα με τους αγουροξυπνημένους άνδρες... Σου το έχω πει;...
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, αργά, χαμογελώντας πλατιά.
-Ναι... Δεν σου έχω πει τι διαστροφική γκόμενα είμαι, ε;... Στρατηγική... Μη νομίζεις... Για να μη τη κάνεις...
Γελούσε. Αθώα.
-Και όχι μόνο με τους αγουροξυπνημένους άνδρες... με τους γυμνούς αγουροξυπνημένους άνδρες, γίνομαι χειρότερα...
Το γέλιο έφευγε κι ερχόταν στα χείλη του, αναποφάσιστα.
-Με τους αγουροξυπνημένους άνδρες, που είναι γυμνοί και με τέλεια στύση...
Έφυγε το γέλιο. Με έσφιξε στην αγκαλιά του.
-Ξέρεις τι κάνω σε αυτούς..., του είπα μισοκλείνοντας τα μάτια.
-Ξέρω, Αφέντρα.

Κάναμε sex, όπως ήμασταν, αργά, προσπαθώντας να αρθρώσουμε προτάσεις ανάμεσα από τα φιλιά που μας μούδιαζαν το στόμα.
Του έλεγα "ευχαριστώ" κι εκείνος παρέτεινε την ευχαρίστησή μου.
Μου μιλούσε, όπως πάντα.
Με κρατούσε, όπως πάντα.

Εγώ, όμως, είχα αρχίσει να αλλάζω.

24.1.10

Humiliation

Εξευτελισμός.
Μία από τις χειρότερες λέξεις - αν όχι η χειρότερη - που υπάρχουν.
Δεν θα αναφέρω την εξήγηση του λεξικού.
Θα αναφερθώ στην ουσία.

Εάν ο άνθρωπος έπρεπε να έχει μόνο μία αρετή στη ζωή του, θα ήταν η αξιοπρέπεια.
Γιατί αυτή είναι η πεμπτουσία της ύπαρξης του ατόμου.

Δεν υπάρχει νοήμων άνθρωπος, π.χ., που να αρέσκεται στο να του ζητά ο εργοδότης του να αγοράζει τις σερβιέτες της γυναίκας του. Δεν υπάρχει σώφρων άνθρωπος, που να εκτιμά κάποιον που τον ταπεινώνει, τον προσβάλλει, τον υποβιβάζει.

Το άτομο που ζητά να εξευτελιστεί, ζητά να ανυψωθεί.
Μέσα στο μυαλό του, γίνεται - ουσιαστικά - ήρωας.
Εσύ έχεις τον ρόλο του εξυπηρετητή.
Αυτού που μισεί όταν το κάνει αλλά ξέρει ότι είναι ο μόνος τρόπος για να τον κάνει να νοιώσει κάτι.
Κι αυτό, είναι ο θαυμασμός για το - κενό περιεχομένου - άτομό του.

Και δεν συμβαίνει μόνο εντός του BDSM χώρου αλλά και, κατά κόρον, εκτός.
Είναι γύρω μας, παντού.
Ανθρωπάκια, που ξοδεύουν τη ζωή τους προσπαθώντας να μειώσουν τους άλλους, προκειμένου να νοιώθουν σημαντικοί.
Και αυτοί οι "άλλοι", υπάρχουν σε αφθονία.
Είναι εκείνοι που σου προκαλούν αηδία, αποστροφή, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι εάν ανήκουν στο ανθρώπινο είδος και για/τί.

Η Αφέντρα, δεν χρειάζεται να μειώσει κάποιον για να νοιώσει σημαντική.
Η Αφέντρα είναι σημαντική από τη φύση Της.
Δεν περιμένει κάποιον άλλον να Της υπογραμμίσει ό,τι ήδη γνωρίζει.
Ούτε έχει ανάγκη να το επαναλαμβάνει μόνη Της. Είναι γελοίο.

Εντός του BDSM, ο εξευτελισμός αποτελεί μία από τις ναυαρχίδες.
Δεν ξέρω για ποιον λόγο.
Προφανώς, κάποιος θα υπάρχει, που είναι πέρα από τη δική μου λογική.

Γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου, να παίζει την κασέτα "γονάτισε μπροστά μου, σκουλήκι!" Μπορώ να γελάω ώρες ατελείωτες...
Ούτε να πω στον υποτακτικό μου "εσύ είσαι ένα σκουλήκι μπροστά μου!".
Διαφορετικό. Ναι.
Αλλά από μέσα μου θα ακούσω μία φωνή να μου λέει "Ώπα, κοπελιά... προσγειώσου..."
Και θα παραξενευτώ, γιατί της έχω κόψει - η ίδια - τις φωνητικές της χορδές, εδώ και χρόνια.

Με απλά λόγια.
Το να θέλω να έχω ένα σκουλήκι γύρω μου, σημαίνει ότι κάποιο σημείο μου είναι σάπιο.

Υπάρχουν και οι μεγάλες παρεξηγήσεις, από ασήμαντα και άσχετα ανθρωπάκια, που μοστράρουν για BDSM-ers.
Για παράδειγμα, πολλοί θεωρούν ότι να υπακούς μία Κυρία, να φιλάς τα πόδια Της Αφέντρας ή να γονατίζεις μπροστά Της, είναι εξευτελισμός.
Αλήθεια;
Και τότε τι είναι "αφοσίωση", "λατρεία", "υποταγή";

Προφανώς, άγνωστες λέξεις πέρα από τη καύλα τους.
Υπάρχουν και οι πουτάνες, όμως. Μη πεινάσουν.
Εκεί μπορείς να πας με ένα πουλί 22cm και να σου λέει "χα! χα! τι είναι αυτό το γαριδάκι;!" και να δουλεύεστε για καμμιά ώρα, για €200.

Το Erotic Humiliation, από την άλλη, βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά.
Σε άλλη σφαίρα.
Όταν κλείνει η πόρτα της κρεβατοκάμαρας, ο ερωτικός εξευτελισμός αποτελεί ένα πολύ ισχυρό διεγερτικό.

Γιατί άλλο να ξυπνάς το πρωί και να λες στον υποτακτικό σου "Βρε, αρχείδι! Τι σκατά θα φάμε πάλι σήμερα;!" και άλλο να τον έχεις βάλει κάτω και να του λες "Είσαι πολύ μικρός εσύ, για να φέρνεις αντιρρήσεις σε Eμένα".
Το ένα είναι παραμύθα και αρρώστια.
Το άλλο είναι πραγματικότητα και τρελή καύλα.

Γιατί άλλο humiliation και άλλο dirty talk.
Άλλο "είσαι μαλάκας" όλη μέρα, άλλο "πες μου που κάθεσαι, μάνα μου" τη δεδομένη στιγμή.

Όταν η Αφέντρα, αντιμετωπίζει σαν ενόχληση τον σκλάβο Της, κάπου πρέπει να υπάρχει ένα αγκάθι.
Και στους 2.

Αν ο υποτακτικός δεν είναι υπερήφανος για αυτό που είναι και αν η Αφέντρα του δεν έχει σκοπό να τον ανυψώσει αλλά να τον υποβιβάσει, πάμε αλλού.
Αν το BDSM δεν είναι χώρος που σου δίνεται για να αναγάγεις τα πιο μύχια ένστικτά σου, σε αληθινό τρόπο ζωής, έχουμε φύγει.
Αν μία γυναίκα - Γυναίκα, το τονίζω - δεν αισθάνεται από τη φύση της ανώτερη και δέχεται να έχει γύρω της μηδενικά, τότε τι στο διάολο κάνουμε εδώ;

Ναι.
Μερικοί άνδρες, δεν χρειάζονται καν Domme. Ξεφτιλίζονται από μόνοι τους.
Και το να αυτοαποκαλούνται "υποτακτικοί", είναι απλώς ένα πρόσχημα.

Αλλά το BDSM, δεν είναι ξεφτίλα.
Είναι ελευθερία.

Να το ξαναγράψω;

23.1.10

- I'll Be Right Back - i'll Be Right Here

Από εκείνη την νύχτα, ο Χ απέκτησε τη φοβία μήπως φύγω ξανά.

Λόγω του διαμερίσματος, δεν χρειαζόταν πλέον να δαπανούμε χρόνο, ούτε σε διαδρομές, ούτε σε διευκρινιστικά τηλεφωνήματα - αν καθυστερεί η απογείωση ή η άφιξη, από που πρέπει πρώτα να περάσει, αν εγώ θα δούλευα και ποια μέρα και ώρα, κτλ.

Ούτως ή άλλω, τηλέφωνα δεν υπήρχαν.
Μηνύματα, μόνο και αυτά με προσοχή.
Δεν ήταν μόνον ότι ήξερε πως δεν μου άρεσαν τα πολλά-πολλά.
Μερικές φορές που δοκιμάσαμε στην αρχή, είδαμε ότι ακόμα και το πιο άσχετο να αναφέραμε ή να μιλούσαμε μόνο για 5 λεπτά, το πράγμα πήγαινε αλλού.
Με ιλλιγιώδη ταχύτητα.
Οπότε, το μαζεύαμε και σώζαμε ενέργεια...
Αυτή η ενέργεια - σε συνδυασμό με τη φοβία - έβγαινε στον Χ με σφοδρότητα.

Ήταν δεδομένο, πως τα 3ήμερα στο διαμέρισμα θα ήταν κάποιος από τους 2 εκεί, πρώτος.
Αν ήμουν εγώ, ο Χ έμπαινε μέσα σαν τον σίφουνα και με έψαχνε.
Μόλις με έβλεπε, με κολλούσε στον τοίχο - στην κυριολεξία, όμως - και με έσφιγγε τόσο πολύ, που στις αρχές, όταν έφευγε, εκείνος που είχε τις περισσότερες μελανιές, ήμουν εγώ.
Αν ήταν εκείνος, μόλις έμπαινα εγώ, ό,τι κι αν κρατούσα - μα ό,τι κι αν κρατούσα - το έριχνα κάτω. Ο Χ έπεφτε στα γόνατα και αγκάλιαζε τα πόδια μου με τόση ορμή, που προσπαθούσα να με πετύχει κάπου κοντά σε κάτι, για να ισορροπώ.

Έπειτα από κάποιες ώρες, το μετάνοιωνε.
Καθόταν γονατιστός δίπλα μου και ούτε τα μάτια δεν σήκωνε, σαν να μου ζητούσε συγγνώμη για την συμπεριφορά του.
Αλλά στην επόμενη συνάντηση, συνέβαινε πάλι το ίδιο...

Εκείνο που άλλαζε, ήταν το μετά.
Υπήρχαν πολλά 3ήμερα, που δεν κάναμε απολύτως τίποτα - σε ό,τι αφορούσε το BDSM.
Ακούγαμε μουσική, συζητούσαμε, παίζαμε blackjack - εκείνος χαιρόταν περισσότερο από εμένα, όταν κέρδιζα - βλέπαμε ασπρόμαυρες ταινίες και πηγαίναμε βόλτες με το αυτοκίνητο.
Με την αγαπημένη μου μουσική και το παράθυρο ανοικτό...

Μερικά άλλα 3ήμερα, εκείνος έπρεπε να μελετήσει ή εγώ να πάω στη δουλειά.
Ερχόταν με το laptop, καθόταν στο πάτωμα - δίπλα μου - για να δουλέψει κι εγώ διάβαζα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Όλα μέσα στην απόλυτη ησυχία...
Όταν κατέβαζα το βιβλίο, τον έβλεπα να κάθεται ήρεμος στη θέση του και χαμογελούσα.
Όταν καταλάβαινε ότι τον κοιτάζω, σήκωνε τα μάτια από αυτό που έκανε και χαμογελούσε κι εκείνος.
Καμμιά φορά, έλεγε: "Αφέντρα..."
Εάν έπρεπε να πάω στη δουλειά, θα με πήγαινε, θα περίμενε στο αυτοκίνητο και θα επιστρέφαμε μαζί.

Δεν είχαμε τόσο ανάγκη να κάνουμε αυτά που είχαμε στον νου μας, χρόνια.
Η αίσθηση, του να είσαι με κάποιον που είναι το "αρνητικό" εγώ σου, κάλυπτε τα πάντα.
Και για τους 2.

Τα βράδια, ο Χ κοιμόταν πάντα στον καναπέ.
Όταν, όμως, είχε πολύ κουραστική ημέρα και η συνάντησή μας ήταν Παρασκευή βράδυ - μετά το ταξίδι του - κοιμόμασταν μαζί. Και κοιμόταν πάντα πρώτος.
Αν ήμουν ξαπλωμένη από την πλευρά του, δεν μπορούσε να έρθει και πολύ κοντά μου.
Αλλά όταν έβρισκε, χαμήλωνε - ενστικτωδώς - στο κρεβάτι και έψαχνε με το κεφάλι του το στήθος μου.
Κι έτσι, κοιμόμουν με το κεφάλι μου πάνω από το δικό του. Άβολα.

Η διασκέδασή μου, ήταν όταν ήμουν ξαπλωμένη από την άλλη πλευρά.
Ένοιωθα πρώτα το χέρι του, να απλώνεται επάνω μου.
Μετά άρχιζε σιγά-σιγά να με πλησιάζει, μες στον ύπνο του.
Ύστερα γαντζωνόταν από τη μέση μου και με τραβούσε, όπως μπορούσε, επάνω του.
Όταν δεν πήγαινε πλέον άλλο, κολλούσε το σώμα του στην στάση που ήταν το δικό μου, και έβαζε το πρόσωπό του μέσα στα μαλλιά μου.
Άπειρες φορές ξυπνούσα από τον πόνο, γιατί μου τραβούσε τις τούφες.

Το καλύτερό μου, ήταν όταν - μέσα στα μεσάνυκτα - αισθανόμουν τη στύση του στους γοφούς μου.
Άνοιγα τα μάτια - ή ξυπνούσα - και χαμογελούσα, μέσα στο σκοτάδι.
Καμμιά φορά τον άκουγα να αναστενάζει ή να προσπαθεί να τεντωθεί, για να με πλησιάσει περισσότερο.
Σκεφτόμουν, πόσο ωραίο πράγμα είναι οι άνδρες...
Και πόσο τυχερή ήμουν, που ήμουν γυναίκα...

Με τον Χ ξεχνούσα πόσο δύσκολα είχα περάσει.
Αισθανόμουν επιθυμητή αλλά με έναν άνδρα που δεν έκανε βήμα, εάν δεν το ήθελα ή δεν του το είχα πει.
Αισθανόμουν ευτυχισμένη αλλά με έναν άνδρα που η ευτυχία του, πήγαζε - εξ' ολοκλήρου - από την δική μου.
Αισθανόμουν ήρεμη αλλά με έναν άνδρα που ήταν κι εκείνος και φρόντιζε γι' αυτό.

Ο Χ μου έβγαζε πράγματα, που δεν είχα φανταστεί ποτέ πως θα μου έβγαιναν, με έναν άλλον άνδρα. Και ήξερα γιατί.

Ο Χ ήταν ο υποτακτικός μου.
Όλα άρχιζαν από μένα και τελείωναν σε μένα.
Χωρίς να αδειάζουν, όμως, εκείνον.

22.1.10

Churchgoing People

Με τον Χ, δεν ήξερε κανείς από τους δικούς μου ανθρώπους, ότι είχαμε σχέση.
Όπως ποτέ κανείς δεν έχει γνωρίσει σχέση μου, από τότε που ήμουν πιτσιρίκα.
Και θα γινόταν το ίδιο και με τους δικούς του, αντιστοίχως, αλλά όταν κάποιος έρχεται σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα στον τόπο του, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό.

Το Μεγάλο Σάββατο, είχαμε συμφωνήσει να πάμε σε μία εκκλησία, που είχε ένα συγκεκριμένο έθιμο. Του είχα πει πως το είχα δει την προηγούμενη χρονιά στις ειδήσεις και θα έπρεπε να μέναμε για καμμιά ώρα μετά την Ανάσταση, οπότε έπρεπε να ειδοποιήσει τους ανθρώπους που μας είχαν καλέσει για φαγητό, ότι θα καθυστερούσαμε να πάμε.


Ο Χ δεν επικοινώνησε μαζί μου από εκείνο το βράδυ.
Δεν μπορούσα να γνωρίζω τι είχε κάνει. Γενικά...
Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να περιμένω να περάσει και το Πάσχα, για να του ξαναμιλήσω και να του εξηγήσω γιατί έφυγα. Δεν ήθελα να τον φορτίσω.
Του όφειλα, όμως, μία συγγνώμη.

Ετοιμάστηκα, σαν να είχα ένα αόρατο περίστροφο στον κρόταφο.
Το μόνο που με παρακινούσε, ήταν η σκέψη να μείνω λίγο μόνη μέσα στην εκκλησία, όταν όλοι θα είχαν φύγει.

Λίγο πριν τις 12, κατέβηκα από το ταξί.
Ο κόσμος είχε κάνει ήδη το άνοιγμα στην πλατεία, για τα βεγγαλικά κι εγώ μπορεί να ήμουν και η μόνη που περπατούσε στην ευθεία του.
Κάπου έξω από την είσοδο της εκκλησίας, είδα κάποιον που έμοιαζε με τον Χ.
Ok..., σκέφτηκα. Δεν πας καλά... προχώρα!
Ο τύπος έμοιαζε με τον Χ αλλά είχε ένα στρέμμα γένια - εν πλήρει αναπτύξει - σε όλο του το πρόσωπο. Εμετός.
Ο Χ ήταν πάντα ξυρισμένος. Κόντρα.

Όταν άρχισα να διακρίνω, ότι δίπλα του στεκόταν ο Α, ο Β, ο Γ και οι γκόμενές τους, σταμάτησα εκεί που ήμουν.
Πρώτος με είδε ο Α, που μιλούσε σε κάποιον από τους άλλους.
Ο Χ ήταν αμέτοχος. Κοιτούσε αλλού.
Όταν είδε τον Α να με κοιτάζει από μακριά, αμίλητος, γύρισε να δει.
Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει ότι ήμουν εγώ, από δίπλα του εμφανίστηκε η Βδέλλα, να του δίνει μία λαμπάδα, με το Άγιο Φως.

Μείναμε όλοι ακίνητοι, για λίγο.
Σκέφτηκα:
Έτρεξε να γλυτώσει από μένα... Δεν είναι λογικό;...
Σε ποιον να πήγαινε; Στην Βδέλλα... Εκεί ήταν σίγουρος ότι δεν υπήρχαν εκπλήξεις...
Κακές... Σαν αυτές που του ετοίμαζα εγώ...
Εκείνος ήταν τόσο καλός... Κι εγώ ήμουν τόσο διαβολική...
Η εκκλησία με μάρανε... Η εκκλησία θα με έσωζε...
Πόσο μαλάκας ήμουν... Τι έκανα εγώ εκεί;...
Έπρεπε να φύγω...

Του χαμογέλασα. Σαν να τον αποχαιρετούσα.
Πριν προλάβω, όμως, να γύρισω για να φύγω, ο Χ άρχισε να τρέχει προς το μέρος μου.
Άνοιξα
διάπλατα τα μάτια, σαν να του έλεγα "Τι κάνεις;! Μη το κάνεις αυτό!"
Παραπατούσα, κάνοντας βήματα προς τα πίσω, μέχρι που ο Χ έπεσε με δύναμη επάνω μου...

Ένοιωσα τα πλευρά μου να συνθλίβονται, να μου κόβεται η ανάσα!
Με έσφιγγε τόσο πολύ στην αγκαλιά του, που νόμιζα θα πεθάνω στα χέρια του!
Τα γένια του μου τρυπούσαν το πρόσωπο, μου έκλειναν τη μύτη, το στόμα, κόντευαν να ανοίξουν κι άλλες τρύπες στ' αυτιά μου!
Προσπαθούσα να τον σπρώξω, ήταν αδύνατον! Αδύνατον!
Μιλάμε, πολεμούσα για τη ζωή μου!

Βεγγαλικά άρχισαν να σκάνε δίπλα μας, κόσμος να φωνάζει, να χαίρεται.
Εγώ, με τα μάτια σε πλήρη διαστολή, να σκέφτομαι ότι αυτό ήταν, απόψε θα μας μαζεύει το ΕΚΑΒ, δεν θα φύγουμε από δω ζωντανοί! Εγώ, τουλάχιστον!
Τώρα, από τον Χ, από τα βεγγαλικά, από την Βδέλλα, είχε σημασία;
Ήταν ολοφάνερο: ο Θεός με τιμωρούσε.

Ο Α μας πλησίασε.
-Χρόνια πολλά..., μου είπε, χαμογελώντας.
-Είσαι τρελός;! Δεν την παλεύω ούτε για το επόμενο λεπτό! Πάρ' τον από πάνω μου! Μου τελειώνει το οξυγόνο!
Άρχισε να γελάει δυνατά και ο Χ χαλάρωσε την αγκαλιά του. Με κοιτούσε υπερήφανος(;)
-Τι κοιτάς εσύ, ρε;! Άφησέ με! Άφησε με να του σπάσω τα μούτρα! Που θα μου πει εμένα "χρόνια πολλά"! "Καλό παράδεισο" έπρεπε να μου πει! Άη στο διάολο, Πασχαλιάτικα! Και οι δυο σας!

Τώρα γελούσαν και οι δύο.
Εγώ ήμουν σαν να με είχε πατήσει αυτοκίνητο, στην αγκαλιά του Χ και αυτοί το διασκέδαζαν!
-Ααα... δεν πάτε καλά! Πάμε! Θα ζητήσω από τους παπάδες να σταματήσουν τη λειτουργία και να σας διαβάσουν! Φτάνει το "Χριστός Ανέστη"! Το καταλάβαμε!

-Εγώ πάω στους άλλους, είπε ο Α με ένα γλυκό χαμόγελο κατανόησης. Θα σας περιμένουμε. Χάρηκα που σε είδα, Νανά. Θα σε περιμένουμε.
-Άη στον διάολο, Α! Κι εγώ χάρηκα! Που είμαι ζωντανή!

Έφυγε, όπως έφευγε και ο κόσμος γύρω μας.
Μείναμε να κοιταζόμαστε. Όπως πάντα...
-Αφέντρα..., είπε τρυφερά.
-Μη σου γαμήσω καμμιά Αφέντρα, στη μέση του δρόμου! Τι θέλεις εσύ εδώ;! Τι είναι αυτά τα χάλια;! Ποιος είσαι;! Πως είσαι έτσι;!, σφύριξα μέσα από τα δόντια μου, χαμηλόφωνα.
-Είμαι πολύ χαρούμενος που ήρθατε...
-Ναι; Και τώρα τι σκοπεύεις να κάνεις; Να φορέσεις το καρώ μαντήλι και ν' αρχίσεις να πετάς molotov;

Ο Χ γελούσε για 2η φορά δυνατά, μετά από εκείνη τη νύχτα στο αυτοκίνητο.
-Μη ξαναφύγετε, Αφέντρα..., είπε σοβαρός, όταν σταμάτησε τα γέλια.
-Και να θέλω, μπορώ;! Έτσι που με κατάντησες;! Μόνο για το Ασκληπιείο της Βούλας, είμαι τώρα! Πως το έκανες αυτό;
-Όταν σας είδα να φεύγετε, τρελάθηκα... Δεν μπορούσα να σας βλέπω να φεύγετε... Κάτι έπρεπε να κάνω...
-Να με σκοτώσεις;! Αυτό σου ήρθε πρώτα στο μυαλό;! Και μετά τι;! Θα με τεμάχιζες;! Είσαι τρελός;! Μες στη μέση του δρόμου;!
-Δεν μπόρεσα να σας σταματήσω εκείνο το βράδυ... που φύγατε...
-Σωστά! Έπρεπε να σου χτυπήσω το κουδούνι, για να βγεις στο μπαλκόνι με το λάσσο! Διάολε! Είσαι τρελός!
-Είμαι πολύ χαρούμενος που ήρθατε απόψε... σας περίμενα... δεν ήξερα εάν θα έρθετε...
-Όοοχι...! Δεν είσαι χαρούμενος! Είσαι τυχερός, που δεν σε σπρώχνω σε κανένα αυτοκίνητο να σε πατήσει, για να δεις πως είναι!
-Αν με σπρώξετε, δεν θα αντισταθώ... Αν με σπρώξετε, θα έχετε τους λόγους σας... Και ξέρω ότι θα φταίω... Μόνο να μην σκοτωθώ... Για να σας δείξω ότι έμαθα... Και δεν θα το ξανακάνω.. Ό,τι είναι αυτό που σας πείραξε... Για να μπορέσω να σας κρατήσω... Για να μη με ξαναφήσετε, Αφέντρα...

Παρανόησα...
Τον κοιτούσα που τα έλεγε όλα τόσο σοβαρός, με τόση ηρεμία.
Δεν μπορούσε να υπάρχει τέτοιος άνδρας... Και να ήταν δικός μου... Δεν μπορούσε...

Τον πλησίασα. Όσο περισσότερο γινόταν. Κοιταζόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο.
-Έχεις ξεχάσει τι σου έκανα;...
-Όχι, Αφέντρα...
-Αυτή τη στιγμή, μιλάμε σοβαρά;...
-Μάλιστα, Αφέντρα...
-Μα τη Παναγία, θα σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια... Καταλαβαίνεις τι λέω;...
-Μάλιστα, Αφέντρα...

Η υποταγή του... Η υποταγή του...

Φτάσαμε στο σπίτι που ήμασταν καλεσμένοι.
Εκεί βρήκαμε την Βδέλλα. Μόλις με είδε, σηκώθηκε αμέσως, ζήτησε το παλτό της και έφυγε, χωρίς να πει ούτε "καληνύχτα" στον κόσμο.
Ο Α μαζί με τους άλλους, ήρθαν κοντά μου. Μου ευχήθηκαν, μου σύστησαν τις κοπέλες τους και ο πρώτος με οδήγησε κάπου παράμερα.
Β ήρθε με το έτσι θέλω. Δεν την έφερε ο Χ. Ο Χ ήρθε μόνο για σας. Εκείνη βρήκε πάτημα τα κορίτσια και χώθηκε. Δεν ήξερε ότι εκεί που πηγαίναμε, πηγαίναμε για να ψάξουμε εσάς. Ο Χ ήταν πολύ άσχημα, όταν τον αφήσατε.
-Γιατί μου μιλάτε στον πληθυντικό;, αναρωτήθηκα.
-Δεν ξέρω...

Ο Χ δεν ήταν στο οπτικό μας πεδίο για λίγη ώρα.
Όταν επέστρεψε, ήταν ξυρισμένος. Κόντρα.
Μας πρότειναν να φάμε αλλά κανείς από τους δυο μας δεν είχε όρεξη.
Τους αφήσαμε στο τραπέζι και ο Χ ζήτησε να πάμε σε ένα δωμάτιο.

Τον ακολούθησα κι εκείνος μισόκλεισε την πόρτα, όταν μπήκαμε μέσα.
Μέσα στο σκοτάδι, έβγαλε από την τσέπη του ένα MP3.
-Αυτό είναι το τραγούδι που άκουγα όλες αυτές τις μέρες, Αφέντρα... Συνέχεια...
Μου έβαλε το ένα ακουστικό στο αυτί μου και το άλλο στο δικό του.
Ήταν ένα υπέροχο τραγούδι... υπέροχο... Που το άκουγα για πρώτη φορά...
Η φωνή της τραγουδίστριας, ήταν απίστευτη... Η ερμηνεία της, το ίδιο...

Μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, με έπιασε από τη μέση και με αγκάλιασε μαλακά.
Αρχίσαμε να χορεύουμε, εκεί, στα ξαφνικά, με το φως του διαδρόμου να μπαίνει από το κενό που άφηνε η πόρτα...
-Δεν μπορεί να αγαπάει κανείς, μία γυναίκα σαν εμένα...
-Εγώ, Αφέντρα... Αλλά έχω τόση διαστροφή μέσα μου... Νόμιζα ότι με σιχαθήκατε... Ότι τελείωσε... Και καταριόμουν τον εαυτό μου γι' αυτό...
Τραβήχτηκα λίγο πίσω και προσπάθησα να τον κοιτάξω στα μάτια.
-Εσύ έχεις τη διαστροφή;... Εγώ ήμουν εκείνη που το έκανε...
-Κι εγώ ήμουν εκείνος που το δέχτηκε...

Κοιταζόμασταν. Χορεύαμε. Αμίλητοι.
-Μη ξαναφύγετε, Αφέντρα... Δεν θέλω να με σιχαθείτε...
-Δεν θα ξαναφύγω, Χ. Αλλά θα με σιχαθείς εσύ. Και δε με νοιάζει καθόλου, πλέον.
-Ποτέ δεν θα φύγω εγώ, Αφέντρα..., χαμογέλασε πικρά. Περίμενα τόσα χρόνια για να βρω μία γυναίκα σαν εσάς... Αυτό που θα με σκοτώσει, είναι να φύγετε εσείς...

Ο Χ έκανε λάθος.
Αλλά δεν το ήξερε κανείς μας...

21.1.10

BDSM-ers

Το BDSM είναι ένα σπίτι.
Μέσα σε αυτό, κατοικούν διάφοροι άνθρωποι.
Μέσα σε αυτό, βρίσκουν καταφύγιο διάφορα ανθρωπάκια.
Μέσα σε αυτό, βλέπουν φως και μπαίνουν κάποιοι άλλοι αποπροσανατολισμένοι.

Εκείνοι που κατοικούν, ξέρουν ποιοι είναι.
Εκείνοι που μπαίνουν - γιατί έξω μπορεί να βρέχει - δεν έχουν ιδέα ποιοι είναι αλλά το έχουν ανάγκη.
Εκείνοι που το επισκέπτονται, μπαίνουν να δουν τι διαδραματίζεται. Αν τους αρέσει μένουν, αν όχι, φεύγουν. Και μπορεί να ξαναπεράσουν καμμιά φορά, αν τους φέρει ο δρόμος.

Οι κάτοικοι του BDSM, έχουν γεννηθεί με ένα ένστικτο: να Κυριαρχήσουν ή να κυριαρχηθούν. Ποικιλοτρόπως.
Οι εισβολείς, δεν έχουν τίποτε συγκεκριμένο στο μυαλό τους, εκτός από την εκτόνωση της καταπίεσής τους. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Οι επισκέπτες, έχουν τα ενδιαφέροντά τους αλλά δεν έχουν πρόβλημα να προσθέσουν άλλο ένα στον ελεύθερο χρόνο τους.

Οι ενστικτώδεις, έχουν τα δικά τους πράγματα - το κάθε τι συμβολίζει/σημαίνει κάτι - σε τάξη.
Οι απεγνωσμένοι, ζηλεύουν και αγοράζουν κι εκείνοι τα δικά τους αλλά τα διατηρούν σε πλήρη αταξία, διότι αυτή βασιλεύει στο μυαλό τους.
Οι ηθοποιοί, δανείζονται - ενίοτε κλέβουν - τα πράγματα των 2 προηγούμενων.

Οι αυθεντικοί, έχουν πιστεύω, κανόνες, ηθική.
Οι πλαστοί, δεν πιστεύουν σε κανέναν και σε τίποτα, οι κανόνες τούς φαίνονται άκυροι και η ηθική τους είναι ανύπαρκτη.
Οι μασκαρεμένοι, προσπαθούν να μιμηθούν την πρώτη κατηγορία - την πλειονότητα των φορών, με αποτυχία.

Οι BDSMers, αναζητούν καλούς αγωγούς.
Οι self-haters, έχουν ανάγκη μετάγγισης ζωτικότητας.
Οι kinky players, έχουν σκοπούς - συχνά, δόλιους.

Οι BDSMers, έχουν αρετές.
Οι doormats, έχουν συναισθηματική αναπηρία.
Οι
wannabes, έχουν περιέργεια.

Εκείνοι που περνούν απ' έξω και ρίχνουν μία ματιά από το παράθυρο, τους βλέπουν όλους ίδιους.
Όλοι στα μαύρα, όλοι στα δερμάτινα, όλοι με κάτι στο χέρι - ή στον κώλο -, συγκεκριμένη συμπεριφορά, συγκεκριμένοι διάλογοι.
Ένα είδος συλλογικού αμοραλισμού.
Καθόλου δύσκολο να αποδεχθούν την ταμπέλα και να ισοπεδώσουν τα πάντα.
Δικαίως του λόγου.

Εκείνοι, όμως, που είναι μέσα, ξέρουν πολύ καλά τα του οίκου τους.
Γνωρίζουν ότι όλοι αυτοπροσδιορίζονται από την συμπεριφορά τους.
Οι πρώτοι, μιλούν λίγο.
Οι δεύτεροι, μιλούν πολύ.
Οι τρίτοι, δεν μιλούν καθόλου.

Κάποιες φορές, οι διακρίσεις είναι λεπτές αλλά καθοριστικές.
Από την άλλη, είναι σαν το σταυρόλεξο: αν λύσεις τα οριζόντια, τα κάθετα αποκαλύπτονται.

19.1.10

You Plant Corn, You Get Corn

Στις 7.30 το πρωί, ο Χ με περίμενε στο αυτοκίνητο, έξω από το σπίτι μου.
Βγήκα σχεδόν μαστουρωμένη από τον ύπνο, μια και το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκα σαν άνθρωπος και μάλλον λίγο βαριά, πράγμα που δεν συνηθίζω.

Βγήκε να μου ανοίξει την πόρτα.
-Περίπτερο, Milco, τσιγάρα, όχι πολλά πολλά, πρωινιάτικα.
Χαμογέλασε πλατιά.
Ψιλοξάπλωσα στο πίσω κάθισμα και ο Χ έβαλε μπροστά για να βρει περίπτερο, μακριά από τη γειτονιά μου.

Σταμάτησε, έφερε ό,τι ζήτησα και όταν ψιλοσυνήλθα, έβαλα τα γέλια.
Ποτέ δεν είχα ξαναδεί άνθρωπο να πίνει Coca Cola στις 7.30 το πρωί!
Καθόταν δίπλα μου και κατέβαζε μεγάλες γουλιές από το αναψυκτικό, μες στην ευτυχία.
-Ok. Θέλουμε ένα κατάστημα με ηλεκτρικά, ένα με έπιπλα, ένα με φωτιστικά και πολύ super market. Αν με ρωτάς, το τελευταίο είναι το καλύτερό μου. Και αυτό τυχαίνει να είναι και το μέρος απ' όπου θα πάρουμε άμεσα τα πράγματα.
Στράβωσε.
-Κάτι δεν σου άρεσε;...
-Τι εννοείτε; Γιατί δεν θα πάρουμε τα άλλα;
-Τα άλλα, σήμερα, θα τα παραγγείλουμε. Δεν ξέρω πότε θα τα φέρουν αλλά υποπτεύομαι ότι επειδή μετράμε μέρες για το Πάσχα, δεν θα είναι και τόσο άμεση η αποστολή.
-Όχι, Αφέντρα! Σήμερα θα τα πάρουμε!, είπε με ενθουσιασμό και σιγουριά.

Γύρισα και τον κοίταξα με έκπληξη.
Ανακάθισα στη θέση μου και χαμογέλασα. Μου άρεσε πάρα πολύ η αποφασιστικότητά του.
-Δεν ξέρω τι κάνετε εσείς στα ξένα, εδώ είναι Ελλάδα. Πρέπει να έχεις ατσάλινα νεύρα και γερό στομάχι, για τους ρυθμούς της. Το διαμέρισμα δεν μπορεί να στηθεί πριν το Πάσχα. Εκ των πραγμάτων.
Δεν τον είχα πείσει.
-Αφέντρα...
-Η Αφέντρα δεν μπορεί να κάνει κάτι γι' αυτό, τον έκοψα. Εκτός αν θέλεις να πάρει το riding crop και να τους κάνει μαύρους στο ξύλο. Δεν τη χαλάει. Αλλά και πάλι, το μόνο που θα κερδίσεις, είναι να της φέρνεις τσιγάρα στη φυλακή τα επόμενα Σαββατοκύριακα. Α! και λίγο κοκορέτσι. Πάσχα έρχεται...
-Αφέντρα, θα τα πάρουμε όλα σήμερα..., είπε με απόλυτη βεβαιότητα.

Έχω αρχίσει να ξυπνάω, να ανεβαίνουν οι παλμοί μου, να διασκεδάζω.
-Ok. Ας πούμε ότι αυτό θα είναι το project για σήμερα. Ακούω προτάσεις, είπα και άναψα ένα τσιγάρο να το απολαύσω.
Με κοίταξε μες στη χαρά.
-Αυτό είναι project για μένα;!
-Φαίνεται να είναι για μένα...;
-Αν θα τα πάρουμε όλα σήμερα;!
-Αν θα τα πάρουμε όλα σήμερα.

Μείναμε να κοιταζόμαστε.
Ο Χ κρατιόταν με δυσκολία. Τα μάτια του κοιτούσαν εκ περιτροπής τα μάτια μου, τα χείλια μου, τα μαλλιά μου.
Πλησίασα το πρόσωπό του.
-Αυτά που κοιτάς, αν δεν κάνεις αυτό που δήλωσες δις, θα κάνεις να τα ξαναδείς μία εβδομάδα για κάθε τι που δεν θα καταφέρεις να μας το φέρουν σήμερα.
Κατέβηκα στη θέση μου και ακούμπησα το κεφάλι πίσω.
-Ο χρόνος μετράει υπέρ αυτού. Σκέψου το όσο θέλεις. Είναι 8. Τα μαγαζιά κλείνουν στις τρεις. Καλή επιτυχία.

Μέσα στο αυτοκίνητο, έκοβες την ένταση και των 2, με το μαχαίρι.
Και ευτυχώς που ήμασταν στο αυτοκίνητο και ευτυχώς που δεν ήμασταν σε κανένα ξενοδοχείο και ευτυχώς που έπρεπε να γίνει αυτό που έπρεπε να γίνει. Διαφορετικά, θα μας άκουγαν 4 τετράγωνα...

Δεν χρειάζεται να πω τι έγινε.
Ο Χ κατάφερε να πάρουμε τα πάντα εκείνη την ημέρα.
Παρακάλεσε προϊσταμένους, δωροδόκησε κάποιους άλλους, χάριζε τα πιο σαγηνευτικά του χαμόγελα στην ιδιοκτήτρια των φωτιστικών, με αποτέλεσμα πριν τις τρεις να σπρώχνει το καρότσι του super market, πίσω μου.
Εγώ το γέμιζα μες στην τρελή χαρά κι εκείνος μουρμούριζε ένα τραγούδι των Depeche Mode, κοιτάζοντας και βοηθώντας.
Το μόνο που έβαλε μόνος του στο καρότσι, ήταν τρεις 6άδες Coca Cola.
Μισόλιτρα.

Στις 3.30 μπήκαμε στο διαμέρισμα.
Μέχρι αργά το απόγευμα, είχαν έρθει όλα τα πράγματα και ο τεχνίτης για τις εγκαταστάσεις.
Ο Χ δεν είχε αφήσει ούτε λεπτό να πάει χαμένο.
Τα είχε καταφέρει.

Όταν ήρθε ο ηλεκτρολόγος για τις συνδέσεις, εκείνος έπλενε πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα, λες και ήταν διαγωνισμός, μην τον προλάβει ο άλλος. Εγώ του ετοίμαζα καφέ. Όταν μπήκε να βάλει το φωτιστικό στη κρεβατοκάμαρα, του είπα κοιτάζοντας το νερό που ζεσταινόταν.
-Σου είπα τι θα γινόταν, εάν δεν έκανες ό,τι είπες. Σου είπα τι θα γίνει, εάν τα καταφέρεις;
Σταμάτησε με τα χέρια κάτω από το νερό που έτρεχε.
-Όχι, Αφέντρα... δεν μου είπατε..., είπε χαμηλόφωνα.
-Ναι, μάλλον δεν πρέπει να σου είπα.

Όταν έφυγε ο ηλεκτρολόγος, μείναμε να κοιτάζουμε το χάος γύρω μας.
Χώματα, σκόνες, πράγματα σε συσκευασίες, σακούλες γεμάτες τρόφιμα και ποτά.
Αλλά ήμασταν πολύ κουρασμένοι για να κάνουμε το οτιδήποτε.
Κι εγώ, την άλλη μέρα το μεσημέρι, δούλευα.

Κατέβηκε για να φέρει φαγητό, άνοιξα ένα κόκκινο κρασί και φάγαμε πάνω στο κρεβάτι.
Κι εκεί μας πήρε ο ύπνος, συζητώντας.
Όταν ξύπνησα, ο Χ με την τηλεόραση στην αγκαλιά, έκανε χώρο για να την βάλει στο δωμάτιο.
-Αφέντρα... δεν πήραμε πλυντήριο...
-Τι να το κάνουμε το πλυντήριο; (Ερώτησή μου, που έμελλε να γίνει το ανέκδοτό μας...) Σεντόνια και πετσέτες, ξεχάσαμε. Δηλαδή, ξέχασα. Τα λευκά είδη.
-Και άλλη μία τηλεόραση, πρόσθεσε, αφήνοντας αυτή που κρατούσε στο έπιπλο που είχε φέρει από το σαλόνι.
-Άλλη μία τηλεόραση...; Γιατί...;
-Πως θα κοιμάστε, Αφέντρα;... Η τηλεόραση σας νανουρίζει...

Η τελευταία του φράση, έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει...
Ήταν περασμένες 12, και από τις 7.30 το πρωί, προσπαθούσα να συγκρατηθώ και να ηρεμήσω, με ό,τι έλεγε, με ό,τι έκανε, με τον τρόπο που τα έλεγε και τα έκανε...
Μία λέξη μπορεί να περιγράψει αυτό που μου συνέβη.
Θόλωσα.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι, έκλεισα παντζούρια, μπαλκονόπορτες, την πόρτα του δωματίου και εκγλώβισα το θήραμά μου εκεί που ήταν.
Προσπαθώντας να κοντρολάρω την αναπνοή μου, τις σκέψεις μου, τις προθέσεις μου, τον είδα να γονατίζει.
Κατάλαβε.
Δεν χρειαζόμουν κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή.

Δεν μπορώ να περιγράψω τίποτα.
Τίποτα από ό,τι ακολούθησε. Τίποτα απ' ό,τι έκανα. Τίποτα απ' ό,τι συνέβη.
Το μόνο που θα γράψω, είναι ότι ξέφυγα.
Έκανα κάτι, που στο BDSM θεωρείται edge play.
Για μένα - ήταν και είναι - απόλυτα φυσικό, δεδομένο, ανάμεσα στην Αφέντρα και τον σκλάβο Της.

Όταν τελείωσαν όλα και ο Χ κοιμόταν πια βαθειά, πήρα τα πράγματά μου, τράβηξα την πόρτα και έφυγα.
Μέχρι να φτάσω στο σπίτι, το είχα μετανοιώσει 100 φορές... 100 φορές...
Δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα.
Κάθησα στο κρεβάτι, μες στο σκοτά
δι, μέχρι να ξημερώσει, με τα χέρια να σκεπάζουν το πρόσωπό μου, από την ντροπή.

Ήξερα ότι δεν θα έβλεπα πότε ξανά τον Χ.

18.1.10

My sub, My Space

Καθώς περνούσαν οι μέρες, ηρεμούσα.
Τις νύχτες, όμως, πονούσα. Στην κυριολεξία.

Ξυπνούσα μέσα στα μεσάνυχτα, με απίστευτους πόνους στα πόδια - κυρίως στις γάμπες - από τις κράμπες.
Δεν είχα ξανανοιώσει τέτοιον πόνο...
Μου κόβονταν η αναπνοή.
Ούρλιαζα στο μαξιλάρι, για να μην ξυπνήσει κανείς.
Και ήταν απλό. Πλήρωνα τις ατελείωτες ώρες περπατήματος...

Ο Χ δεν έπαιρνε τηλέφωνο και δεν έστελνε μηνύματα, εκτός από μία "καλημέρα" και μία "καληνύχτα".
Υπέθεσα πως είχε καταλάβει ότι θέλω χρόνο για να διαχειριστώ όλο αυτό.

Την Πέμπτη, το πρωί, τηλεφώνησαν από μία εταιρεία courier και ζήτησαν να τους πω που μπορούν να μου παραδώσουν ένα δέμα.
Υπέθεσα πως είχε να κάνει με τη δουλειά, συμβαίνει συχνά.
Το δέμα ήταν τρεις κασέτες...

Έψαξα να βρω που είχα θάψει το παλιό μου walkman και έβαλα να ακούσω την πρώτη.
Η φωνή του Χ αφηγείτο τι έκανε...
Ότι μόλις είχε ξυπνήσει, ότι ήταν Δευτέρα, ότι κάνει μπάνιο, ότι τώρα θα ξυριζόταν, ότι βγαίνει για να πάρει το μετρό... ... ...
Από μέσα ακούγονταν, κουρτίνες να τραβιούνται, νερό να τρέχει, ένα ξυραφάκι να χτυπάει σε νιπτήρα, αυτοκίνητα, συρμοί... ... ...

Κάθισα στο πάτωμα, σε κατάσταση σοκ...
Σε όλες τις κασέτες, υπήρχε η καθημερινότητα του Χ.
Τι σκέφτονταν να κάνει, τι έκανε, την άποψή του για άλλους, την άποψή του για εμάς.
Τα πάντα.
Το κασετόφωνο άνοιγε κι έκλεινε, κάθε φορά που έκανε - ή ετοιμαζόταν να κάνει - κάτι διαφορετικό.

Δεν υπήρχε αυτό που ζούσα...
Υπήρχε;

Την Παρασκευή το βράδυ, ο Χ ήταν πάλι Αθήνα.
Όταν ήρθε να με πάρει, καταλάβαινα ότι κάτι είχε.
Ήταν, συγκρατημένα, ενθουσιώδης.
Άφησα το θέμα με τις κασέτες και πριν τον ρωτήσω αν συνέβαινε κάτι, παρατήρησα ότι δεν κατευθυνόμασταν στο κέντρο.
-Που πάμε;
-Κάπου που νομίζω θα σας αρέσει πολύ, Αφέντρα.

Ok... 2 τα κρατούμενα...

Σταμάτησε σε μία περιοχή που δεν είχε τύχει να πάω ποτέ.
Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο, χτύπησε ένα κουδούνι και ανεβήκαμε στον τελευταίο όροφο.
-Θα ξαναρωτήσω που πάμε..., του υπενθύμισα.
-Εσείς θα επιλέξετε αν θα μείνουμε και πως θα το αποκαλείτε, είπε με μυστικοπάθεια.
Τον κοίταξα. Η χαρά του δεν περιγράφονταν...
Σκέφτηκα να μη του το χαλάσω. Θα τον έβριζα μετά.

Έξω από το διαμέρισμα, περίμενε μία κυρία με νυχτικό και ρόμπα, που μόλις είδε τον Χ, είπε "Εσείς είστε; Τι κάνετε;" και έδωσαν τα χέρια.
Η κυρία ξεκλείδωσε την πόρτα, άναψε το φως και άρχισε την ξενάγηση...
-Αυτό είναι. Ό,τι πρέπει για εσάς. Είναι πλήρως ανακαινισμένο, όπως σας είπα και στο τηλέφωνο. Το ετοιμάσαμε για την κόρη αλλά ο γαμπρός μας έχει μεγαλύτερο σπίτι και κοντά στη δουλειά τους, οπότε...

Κοίταξε τον Χ, που κοίταζε εμένα, που κοιτούσα τους τοίχους σαν χαμένη.
Βρήκε μία δικαιολογία.
-Να σας αφήσω για λίγο, γιατί ετοίμαζα του συζύγου να φάει; Πείτε τα εσείς. Όσο θέλετε. Και όταν αποφασίσετε, χτυπήστε μου για το κλειδί.

Άφησα την τσάντα μου στο πάσο της κουζίνας.
Ξεκίνησα να περιεργάζομαι τον χώρο, αμίλητη.
Ούτε ο Χ είπε κουβέντα.
Το μόνο που ακούγονταν, ήταν τα τακούνια μου στο πλακάκι.

Το διαμέρισμα ήταν πολύ ζεστό.
Ανοίγοντας την πόρτα του, μπροστά σου ακριβώς ήταν τοίχος.
Αμέσως δεξιά, πίσω από την ανοικτή πόρτα, η τουαλέτα.
Αριστερά του τοίχου, μπροστά, ήταν η κουζίνα σε σχήμα Πι.
Δεξιά στον τοίχο, η θέση του ψυγείου, της κουζίνας και ο πάγκος παρασκευής.
Απέναντι, ένας διπλός νεροχύτης με παράθυρο από πάνω.
Αριστερά, το πάσο.
Μετά το πάσο, ξεκινούσε το σαλόνι.
Αριστερά από την πόρτα της εισόδου, μεσολαβούσε ένας μικρός τοίχος - πίσω του ήταν η ντουλάπα - και ακριβώς δίπλα, η πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
Κρεβατοκάμαρα και σαλόνι, είχαν από μία μπαλκονόπορτα που έβγαζαν στη βεράντα.
Όσο ήταν το σπίτι, άλλη τόση ήταν η βεράντα.

Στάθηκα μπροστά στον Χ.
-Λοιπόν;
Μου απάντησε χωρίς ανάσα.
-Σκέφτηκα ότι δεν σας αρέσουν τα ξενοδοχεία τα σιχαίνεστε τα μισείτε και ότι θα θέλατε να έχουμε έναν χώρο για να είμαστε μόνοι και να μην χτυπάει η αφύπνιση στις 12 για να αφήσουμε το δωμάτιο και να μην σας νευριάζει αυτό και να έχουμε τα δικά μας ποτά και τα δικά μας πράγματα και να μην είστε με μία βαλίτσα στο χέρι όποτε έρχομαι το ξέρω θα σας κουράσει δεν το θέλω αυτό το κλειδί θα το έχετε εσείς δεν έχω αποφασίσει τίποτα εγώ σκέφτηκα ότι θα σας άρεσε να έχετε τον χώρο σας αύριο μπορούμε να πάρουμε ό,τι χρειάζεται το διαμέρισμα είναι μικρό και ωραίο αν σας αρέσει κι εσάς να το πάρουμε να το κλείσουμε αν θέλετε να δούμε κι άλλα αυτό μπόρεσε να βρει ο μεσίτης και είπε ότι είναι πολύ περιποιημένο αν συμφωνείτε κι εσείς...

-... μόνο αυτά τα λίγα, σκέφτηκες...;, τον ρώτησα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
-Μάλιστα... και κάτι άλλο...
-Ω... έχει και κάτι άλλο... μάλιστα... το οποίο είναι...;
-Ότι θα έχουμε χρόνο να σας πηγαίνω βόλτες με το αυτοκίνητο... αυτό σκέφτηκα...
Χαμογέλασα ξαφνιασμένη.
-Τι θα έχουμε...;, έγειρα το κεφάλι κοιτάζοντάς τον.
Ο Χ κοίταξε τα πλακάκια.
-Θα έχουμε χρόνο... για να σας πηγαίνω βόλτες με το αυτοκίνητο...

Βγήκα στη βεράντα.
Στο απέναντι ρετιρέ, μία οικογένεια έστρωνε τραπέζι και είχε καλεσμένους.
Γελούσαν ετοιμάζοντάς το, τα παιδιά τους έπαιζαν.
Χαμογέλασα. Η βραδυά ήταν γλυκιά, έρχονταν η άνοιξη.
Βγήκε κι εκείνος.
-Σβήσε το φως.
Ο Χ έτρεξε να το σβήσει και γύρισε σε μένα.

-Τι άλλο σκέφτηκες;
-Ότι δεν θα μπορούσατε να με πάρετε στα σοβαρά... ότι θα με βλέπατε σαν ξένο... σαν κάποιον που έρχεται για διακοπές... δεν μπορώ να σας προσφέρω τίποτα μέσα στα ξενοδοχεία... μετά από αυτό που συνέβη... δεν θέλω να πηγαίνουμε στα ξενοδοχεία... θέλω να έχετε τον χώρο σας... να κάνετε ό,τι θέλετε... να κάνω ό,τι θέλετε... αυτά σκέφτηκα... σκέφτηκα τον εαυτό μου, Αφέντρα...;
-Όταν έστελνες τις κασέτες;
Παύση.
Γύρισα να τον κοιτάξω. Μέσα στο μισοσκόταδο, με κοιτούσε θλιμμένος. Δεν μιλούσε.
-Όταν έστελνες τις κασέτες;, επανέλαβα χαμηλώνοντας τη φωνή.
-Θέλω να ξέρετε τα πάντα για μένα... θέλω να είστε εκεί... να είναι σαν να είστε εκεί... κι αν κάνω κάτι λάθος, να μου το πείτε... πάλι σκέφτηκα τον εαυτό μου, Αφέντρα...;

Τον προσπέρασα και μπήκα στο διαμέρισμα.
Άναψα το φως και πήρα την τσάντα μου.
-Πήγαινέ με στο σπίτι. Θέλω να κανονίσω τι θα γίνει. Αύριο στις 7.30 το πρωί να είσαι απ' έξω.
Μπήκε τρέχοντας στο σαλόνι και έβαλε τα χέρια με τις παλάμες ανοικτές στο πάσο, λες και βρήκε τα τούβλα για να συγκρατηθεί.
-Αλήθεια, Αφέντρα;! Θα το νοικιάσουμε;!, έκανε σαν παιδί.
-Ναι. Μπορείς να χαρείς όσο θέλεις απόψε. Γιατί από αύριο...
-Γιατί από αύριο;! Τι από αύριο;!, κρεμάστηκε από τα χείλη μου.
-Γιατί από αύριο θα δεις τους λογαριασμούς σου να μειώνονται δραματικά. Θα πάμε για ψώνια. Για το σπίτι. Ό,τι θέλω να κάνω; Ό,τι θέλω θα κάνω, λοιπόν.

Ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε από τη μέση, τραβώντας με δυνατά επάνω του.
-Αφέντρα! Θα κάνετε ό,τι θέλετε! Αυτό θα είναι το δικό σας σπίτι! Θα είναι το βασίλειό σας!
-Χμ... κάποιος σκέφτεται πάλι τον εαυτό του..., τον έσπρωξα από πάνω μου και άνοιξα την πόρτα για να βγω. Εσύ θα μείνεις κι άλλο;, τον ρώτησα καλώντας το ασανσέρ.

Ο Χ ήταν μες στην τρελή χαρά.
Πως δεν έπιασε την ιδιοκτήτρια να την σηκώσει στον αέρα να τη φιλήσει, όταν της ανακοίνωσε ότι θα το νοικιάσουμε, δεν ξέρω.
Τα χέρια του έτρεμαν από τον ενθουσιασμό, καθώς της έδινε χρήματα. Μπέρδευε τα λόγια του. Εκείνη του έλεγε ότι φτάνουν, εκείνος της έλεγε "δεν πειράζει, αύριο θα πάρουμε πράγματα!"
Το ζευγάρι χαμογελούσε συνωμοτικά.
-Σε αγαπάει, κορίτσι μου, ε;, με ρώτησε ο σύζυγός της.
-Ω... Δεν σας είπε ότι τον χτυπάω...;, τον ρώτησα αθώα.
Το ζευγάρι έσκασε στα γέλια.

Το αστείο ήταν ότι γελούσε και ο Χ. Και σε όλη τη διαδρομή, φεύγοντας.
Μέχρι να με αφήσει στο σπίτι μου, έκανε σχέδια. Τρελά σχέδια.
Εγώ το μόνο που έκανα, ήταν να καπνίζω αμίλητη, χαμογελώντας.

Τα γέλια θα κόβονταν μέσα σε λίγες ώρες.